Απόσπασμα:
«Toῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, ὁμοτίμου
καθηγητοῦ Πανεπιστημίου
Ἀπό τήν ἁγιοπατερική παράδοση στήν «μεταπατερική ἀσυνέχεια».
Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1902 ἄνοιξε τόν δρόμο στή συμμετοχή μας στήν Οἰκουμενική
Κίνηση, τό Διάγγελμα τοῦ 1920 προετοίμασε τήν εἴσοδό μας στό ΠΣΕ, ἐνῷ ἡ ἐπί
Πατριάρχου Ἀθηναγόρα Ἐγκύκλιος τοῦ 1952 [9] λειτούργησε ὡς ὁλοκλήρωση καί ἐπισφράγιση
τῆς προγραμματισμένης αὐτῆς πορείας. Γι’ αὐτό μεγάλοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ὅπως ὁ
Ἰωάννης Καρμίρης καί ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, παρά τήν ἀφοσίωσή τους στό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο, δέν παρέλειψαν νά ἐκφράσουν τόν δισταγμό τους στά ἀνοίγματα αὐτά
καί τίς ἐπιφυλάξεις τους γιά τίς μέσῳ αὐτῶν δρομολογημένες ἐξελίξεις [10].
Ὑπεύθυνη ὅμως καί ἀντικειμενική κριτική στήν Οἰκουμενική Κίνηση ἔχει ἀσκήσει
ὁ ὅσιος Ἰουστῖνος (Πόποβιτς), χαρακτηρίζοντας τόν Οἰκουμενισμό μέ τόν ἀκόλουθο
τρόπο:
«Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανούς, διά τάς
ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδιά ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν
οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι
αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην
αἵρεσιν . Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις».
Καί διερωτᾶται:
«Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτό τό πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα
καί ὀργανισμός τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νά ταπεινωθῆ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί
της θεολόγοι, ἀκόμη καί ἱεράρχαι, νά ἐπιζητοῦν τήν ὀργανικήν μετοχήν καί
συμπερίληψιν εἰς τό ΠΣΕ; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία» [11].
Ὁ οἰκουμενισμός σ’ ὅλες τίς διαστάσεις καί ἐκδοχές του ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινή
βαβυλώνιος αἰχμαλωσία σχεδόν ὅλων τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ
καύχηση καί ὁ αὐτοθαυμασμός τῶν οἰκουμενιστῶν μας «γιά μία δῆθεν νέα ἐποχή, πού
ἄνοιξε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο» μέ τίς πατριαρχικές Ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902
καί 1920, δέν δικαιώνονται, διότι «αὐτό πού κατορθώθηκε εἶναι νά
νομιμοποιήσουμε τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα τοῦ παπισμοῦ καί τοῦ
προτεσταντισμοῦ». Αὐτό εἶναι τό κατασταλαγμένο συμπέρασμα τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση
[12], τό ὁποῖο ἀδίστακτα προσυπογράφω.
Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ὁ οἰκουμενισμός ἀποδείχθηκε πλέον ὡς ἐκκλησιολογική
αἵρεση, ὡς ἕνας «δαιμονικός συγκρητισμός», πού ἐπιδιώκει μία ὁμοσπονδιακή ἑνότητα
τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν δυτική αἱρετική πανσπερμία. Ἔτσι ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐπηρεάζει
σωτηριολογικά τόν μή ὀρθόδοξο κόσμο, διότι ἔχει ἐγκλωβιστεῖ αὐτή, στά πρόσωπα τῶν
κατά τόπους ἡγεσιῶν της, στίς παγίδες τοῦ οἰκουμενισμοῦ, πού κατεργάζονται τήν
φθορά καί τήν ἀλλοτρίωσή της.
Ἀντί, λοιπόν, ἡ ἐκκλησιαστική ἡγεσία μας, νά ἀκολουθεῖ τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων
Πατέρων μας στή διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς μόνης δυνατότητας
σωτηρίας ἀνθρώπου καί κοινωνίας, πράττει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Συμφύροντας τήν Ὀρθοδοξία
μέ τήν αἵρεση, στά ὅρια τοῦ οἰκουμενισμοῦ, καί οὐσιαστικά καταξιώνοντας τήν αἱρετική
πλάνη, ἐπιφέρει τήν ἄμβλυνση τῶν κριτηρίων τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί στερεῖ
καί αὐτό καί τόν κόσμο ἀπό τήν δυνατότητα σωτηρίας.
Στήν κατεύθυνση δέ αὐτή ἀκριβῶς ἀποδεικνύεται δαιμονική ἡ παρέμβαση τῆς
λεγομένης «Μεταπατερικῆς Θεολογίας», ἡ ὁποία προσφέρει θεολογική κάλυψη καί
στήριξη στήν οἰκουμενιστική μας ὑστερία καί στήν κατεδάφιση τῶν πατερικῶν καί
παραδοσιακῶν μας θεμελίων.
Αὐτό δέν γίνεται, βέβαια, μέ τήν κατ’ εὐθεῖαν πολεμική κατά τῆς συνοδικῆς
καί πατερικῆς πίστεως – τοὐναντίον αὐτή συχνά ἐπαινεῖται ὑποκριτικά καί ἐξαίρεται
– ἀλλά μέ τήν ἀμφισβήτηση τῶν νηπτικῶν προϋποθέσεών της, τήν ἀποφυγή τῆς
καταδίκης τῶν αἱρέσεων καί τήν de facto, ἔτσι, ἀναγνώρισή τους ὡς Ἐκκλησίας,
σωτηριολογικοῦ δηλαδή μεγέθους, ἰσοτίμου μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Μέ αὐτό τόν τρόπο
παραμερίζονται τελικά οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἡ διδασκαλία τους μέ τήν ἀνομολόγητη ἀνατροπή τῆς πίστεως καί πράξεως τῆς
ἁγιοπατερικῆς Παράδοσης. Ἡ μεταπατερικότητα, δηλαδή, εἶναι, στήν οὐσία της ἀντιπατερικότητα,
διότι ἀποδυναμώνει τήν πατερική παράδοση, χωρίς τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία
παραμένει ἀθωράκιστη στή δίνη τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τήν ἐξυπηρέτηση τῶν σχεδίων
τῆς Νέας Ἐποχῆς. Καί γιά νά παραφράσουμε τόν Ντοστογιέφσκυ: «Χωρίς Πατέρες ὅλα ἐπιτρέπονται»!
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο ὅμως
τόν Παλαμᾶ, «τοῦτό ἐστιν ἀληθής εὐσέβεια, τό μή πρός τούς θεοφόρους Πατέρας ἀμφισβητεῖν»!
Ἡ ἀπόλυτη δηλαδή ὑπακοή στούς Ἁγίους Πατέρες μας.
1. Βλ. Ἰω. Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. 1, Ἀθῆναι 19602 καί τ. ΙΙ, Άθῆναι 1953.
2. «Ἀποκρίσεις… πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους, Ἰ. Καρμίρη, σ. 791.
3. Στό ἴδιο, σ. 789.
4. Στό ἴδιο, σ. 793.
5. Στό ἴδιο, σ. 791.
6. Βλασίου Ι. Φειδᾶ, Αἱ Ἐγκύκλιοι τοῦ 1902 καί τοῦ 1904 ὡς πρόδρομοι τῆς Ἐγκυκλίου
τοῦ 1920 ἐν τῇ εὐρυτέρᾳ οἰκουμενικῇ προοπτικῇ τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, Ὀρθοδοξία
2003, σ.129-139 (ἐδῶ:129).
7. Διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ», Ἰω. Καρμίρη, σ. 950.
8. Στό ἴδιο, σ. 960.
9. Ἀπευθύνεται «πρός τάς αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας».
10. Ὁ μέν π. Φλωρόφσκυ τό 1961 ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό ΠΣΕ, ὁ δέ Ἰωάννης Καρμίρης
(τὸ 1953) δηλώνει περίφροντις ἀπό τίς ἐξελίξεις: «Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀνεπιφύλακτος
καί ἄνευ ὅρων συμμετοχή (τῆς Ὀρθοδοξίας) εἰς δογματικά συνέδρια καί ἡ ὀργανική
σύνδεσις αὐτῆς μετά πολυαρίθμων ποικιλωνύμων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί αἱρέσεων
ἐπί βάσεως δογματικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς ἐν τῷ Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ τῶν Ἐκκλησιῶν
θά ἐσήμαινε παρέκκλισιν ἀπό τῆς ὑπό τοῦ Πατριαρχικοῦ Διαγέλματος τοῦ 1920
χαραχθείσης γραμμῆς περί συνεργασίας αὐτῆς μόνον ἐν τοῖς ζητήμασι τοῦ Πρακτικοῦ
Χριστιανισμοῦ καί γενικῶς δέν θά ἦτο σύμφωνος πρός τάς θεωρητικάς ἀρχάς τῆς Ὀρθοδοξίας
καί τήν μακραίωνα παράδοσιν αὐτῆς, ὡς καί τήν διδασκαλίαν καί πρᾶξιν τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί τῶν μεγάλων Πατέρων αὐτῆς» (ὅπ. π., σ. 953).
11. π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός,
Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224.
12. Βλ. ἄρθρο του στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τῆς 16.7.2004.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου