Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΣΕΠΤΑ

Ἅγια, σωτηριώδη καί φοβερά ὀνομάζει ἡ Ἐκκλησία τά Πάθη τοῦ Κυρίου.
Ἅγια, διότι Αὐτός πού τά ὑπέμεινε εἶναι ὁ Ἅγιος τῶν Ἁγίων, αὐτή ἡ ἴδια ἡ Ἁγιότης· σωτηριώδη, διότι αὐτά εἶναι ἡ τιμή μέ τήν ὁποία ὁ Κύριος ἀγόρασε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας· φοβερά, διότι τίποτε δέν εἶναι τόσο φοβερό καί ἀποτρόπαιο ἀπό τήν λοιδορία καί χλεύη, καί ἐξευτελισμό καί γελοιοποίησι, τά ὁποῖα ὑπέμεινε ὁ Ποιητής καί Σωτήρας μας μέχρι θανάτου, προσευχόμενος γιά τούς σταυρωτές Του. Καί αὐτή ἀκόμη ἡ ἄψυχη φύσις σείσθηκε καί ἀγανάκτησε μπροστά σ᾿ αὐτή τήν ἀνομολόγητη ἀνομία.
Ὁ Μυστικός Δεῖπνος τοῦ ὑπερώου εἶναι συγχρόνως καί δεῖπνος τοῦ ἀποχωρισμοῦ: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τήν ἐμήν ἀνάμνησιν». Ἀπό τώρα ὁ Κύριος δέν θά γεύεται πλέον παρά μόνο χολή καί ὄξος καί ἀπό τήν γεῦσι τους θά πεθάνη· καί δέν θ᾿ ἀναπαυθῆ πλέον παρά μόνο τό Μέγα Σάββατο στόν τάφο.
Μετά τό Δεῖπνο ὁ Σωτήρ θά κατέβη μέ τούς Μαθητές Του στόν δρόμο γιά νά φθάση στήν κοιλάδα τῶν κέδρων, στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὅπου συχνά ἐπήγαινε καί προσευχόταν.
Μπροστά ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας, πού εὑρίσκεται στόν κῆπο τῶν Ἐλαιῶν, ὑπάρχει μία μεγάλη πλάκα τραχεῖα, στήν ὁποία προσευχήθηκε ὁ Κύριος ἐκείνη τήν νύκτα μέ δάκρυα καί ἱδρῶτα. Αὐτή τήν πέτρα δέν θά παύση ἡ ἀνθρωπότης, μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, νά τήν πλένει μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας καί εὐγνωμοσύνης. Ἐνῶ ἔξω, δίπλα στήν Ἐκκλησία, ὑπάρχουν ἀκόμη ὀκτώ πελώρια ἐλαιόδενδρα, τά ὁποῖα εἶναι οἱ ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς ἀγωνίας τοῦ Κυρίου.
Κατά τούς πρώτους αἰῶνες οἱ Χριστιανοί τῆς Ἱερουσαλήμ συγκεντρώνοντο στό ὑπερῶο τοῦ Δείπνου, ἀπ᾿ ὅπου στήν συνέχεια ἐπήγαιναν σ᾿ ὅλους τούς τόπους τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Ἰησοῦ. Σέ κάθε τόπο ἐδιάβαζαν τούς ἀντιστοίχους λόγους τοῦ Εὐαγγελίου καί ξαναζοῦσαν τό φοβερό δρᾶμα. Ὁ λαός ἀκούοντας αὐτά ἔκλαιγε, ἐνῶ, ὅταν διαβαζόταν τήν Μεγάλη Παρασκευή τό Εὐαγγέλιο, τῆς σταυρώσεως οἱ κραυγές καί οἱ στεναγμοί τους ἦσαν τόσο μεγάλοι, ὥστε ἀκούοντο μέχρι τά τείχη τῆς πόλεως.
Μέχρι σήμερα στήν Ἰερουσαλήμ ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει αὐτή ἡ ἁγία Παράδοσις. Οἱ Ὧρες τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς διαβάζονται τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία, ἐκεῖ πού ἦτο τό Πραιτώριο, ὅπου ἐξετάσθηκε καί καταδικάσθηκε σέ θάνατο ὁ Κύριος. Ἀπό κάτω εὑρίσκεται ἡ φυλακή γιά τούς καταδίκους καί ἡ τρυπημένη πέτρα, ὅπου δέθηκαν τ᾿ἅγια Πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τήν ὁποία τά πλήθη τῶν Χριστιανῶν ἐκείνη τήν ἡμέρα τήν πλένουν μέ τά δάκρυά τους. Κατόπιν γίνεται ἡ λιτανεία πρός τόν δρόμο τῶν στεναγμῶν. Εἶναι ἕνα δρομάκι, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Κύριος μετέφερε τόν σταυρό τῆς καταδίκης Του. Παρέμειναν σάν μαρτυρία σέ μία πέτρα τοῦ τοίχου τά ἴχνη τῶν χεριῶν τοῦ Κυρίου, στήν ὁποία στηρίχθηκε γιά νά μή πέση πιεζόμενος  ἀπό τό βάρος τοῦ Σταυροῦ πού μετέφερε. Ἀξιώθηκα κι ἐγώ ὁ ἀνάξιος νά ἀσπασθῶ τά θεῖα αὐτά ἴχνη τῶν χεριῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ. Ἡ τελετή τελειώνει στόν Γολγοθᾶ, στόν τόπο τῆς σταυρώσεως.
Σ᾿ ἐμᾶς ἡ Ἀκολουθία τῶν ἁγίων Παθῶν ἀρχίζει τήν Πέμπτη τό βράδυ μέ τήν τάξι τῶν 12 Εὐαγγελίων, τά ὁποῖα μᾶς φέρνουν στήν μνήμη τήν τάξι τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων. Οἱ εὐαγγελικές περικοπές, διαλεγμένες κι ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια, διαβάζονται καί πλαισιώνονται ἀπό κατάλληλες ἀναγνώσεις καί ψαλμωδίες.
Κατά τρόπο φυσιολογικό ἀποκαλύπτεται βαθμηδόν στήν τάξι τῶν Ἀκολουθιῶν ἡ ἀνέκφραστη ταπείνωσις καί ἡ ἀχώρητη στόν ἀνθρώπινο νοῦ κένωσις τοῦ Κυρίου. «Ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον, γυμνός εἰς κρίσιν ἵστατο, καί ἐν σιαγόνι, ράπισμα ἐδέξατο, ὑπό χειρῶν ὧν ἔπλασε…»(Δέκατο Ἀντίφωνο).
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τήν γῆν κρεμάσας· στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις· (15ον Ἀντίφωνο).
«Ἕκαστος μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι᾿ ἡμᾶς ὑπέμεινεν· τάς ἀκάνθας ἡ κεφαλή· ἡ ὄψις τά ἐμπτύσματα· αἱ σιαγόνες τά ραπίσματα· τό στόμα τήν ἐν ὄψει κερασθεῖσαν χολήν τῇ γεύσει· τά ὦτα τάς δυσσεβεῖς βλασφημίας· ὁ νῶτος τήν φραγγέλωσιν καί ἡ χείρ τόν κάλαμον· αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ· Τά ἄρθρα τούς ἥλους καί ἡ πλευρά τήν λόγχην…»῾ ( Ἰδιόμελο τῶν Αἴνων).
Γι᾿ αὐτό «πᾶσα ἡ κτῖσις ἠλλοιοῦτο φόβῳ, θεωροῦσα σε ἐν σταυρῷ κρεμάμενον· ὁ ἥλιος ἐσκοτίζετο, καί γῆς τά θεμέλια συνεταράττετο, τά πάντα συνέπασχον τῷ τά πάντα κτίσαντι…».
Ἀλλά ὑπέρ τό μέτρον πληγώθηκε ἡ καρδία τῆς Παναχράντου Μητέρας Του, «θεωροῦσα τόν Ἄρνα, ἑλκόμενον πρός σφαγήν ἠκολούθει…ταῦτα βοῶσα: «Ποῦ πορεύῃ τέκνον; Τίνος χάριν, τόν ταχύν δρόμον τελεῖς; Μή ἕτερος γάμος πάλιν ἐν Κανᾶ; κακεῖ νῦν σπεύδεις, ἵν᾿ ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσεις; Δός μοι λόγον Λόγε, μή σιγῶν παρέλθῃς με…» (Οἶκος).
Οἱ νομοθέτες τοῦ Ἰσραήλ ὅμως καί ὁ ἄπιστος λαός φάνηκαν σκληρότεροι καί ἀπό τίς πέτρες καί «προσήλωσαν τῷ σταυρῷ τόν Κύριον, τόν διατεμόντα τήν θάλασσαν ράβδῳ καί διαγαγόντα αὐτούς ἐν ἐρήμῳ…καί χολήν ἐπότισαν, τόν μάννα, τροφήν αὐτοῖς ὀμβρήσαντα (6ον Ἀντίφωνο). Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος τούς ἐρώτησε μέ παράπονο καί ἀπορία: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα;…ἀντί τοῦ μάννα χολήν· ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ με προσηλώσατε (12ον Ἀντίφωνο). Καί τελειώνει: «Δύο καί πονηρά ἐποίησεν ὁ πρωτότοκος υἱός μου Ἰσραήλ· ἐμέ ἐγκατέλιπε, πηγήν ὕδατος ζωῆς, καί ὤρυξεν ἑαυτῷ φρέαρ συντετριμμένον· ἐμέ ἐπί ξύλου ἐσταύρωσε, τόν δέ Βαραββᾶν ἠτήσατο καί ἀπέλυσεν…«(Ἰδιόμελο τῶν Αἴνων). «Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τά ἔθνη, κακεῖνα με δοξάσουσι…»(12ον Ἀντίφωνο).
Παρακολουθώντας τά 12 Εὐαγγέλια μέ φόβο καί λύπη, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτρέπει νά ἀκολουθήσουμε τόν μετανοοῦντα ληστή καί μέ πίστι νά κράξουμε: «Μνήσθητί μου Κύριε, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου». Νά προσκομίσουμε τήν καθαρότητα τῶν αἰσθήσεών μας ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μή καταπνιγοῦμε μέ τίς βιοτικές φροντίδες, σάν τόν Ἰούδα· νά μή ἑορτάσουμε τό Πάσχα μας σάν τούς Ἰουδαίους, ἀλλά, ἀφοῦ καθαριστοῦμε ἀπ᾿ ὅλους τούς μολυσμούς, νά προσευχηθοῦμε καθαροί ἐνώπιόν Του…».
Ἀντικρύζοντας ὅμως μέ θαυμασμό αὐτή τήν ἀνέκφραστη ταπείνωσι τοῦ Σωτῆρος, τήν ὁποία Αὐτός ἑκούσια χάριν ἡμῶν ἔλαβε, ἡ λύπη τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἀπολήγει σέ ἀπελπισία, ἀλλά εἶναι γεμάτη ἀπό αἰσιοδοξία μπροστά στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δι᾿ ἡμᾶς.
Στήν Ἁγία καί μεγάλη Παρασκευή δέν τελεῖται Θεία Λειτουργία, διότι ὁ Ἴδιος ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται τώρα· εἶναι ἡμέρα τελείας νηστείας, διότι ὁ Νυμφίος ἀναχωρεῖ ἀπό κοντά μας, καθώς ὁ Ἴδιος εἶπε: (Ματ.9,15).
Οἱ βασιλικές Ὧρες ἐπίσης παρουσιάζουν ἐνώπιόν μας τήν ἀσύλληπτη στόν νοῦ κένωσι καί ταπείνωσι τοῦ Κυρίου, τόν τρόμο καί φόβο ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως, τόν ζωοποιό Σταυρό, τήν πίστι τοῦ ληστοῦ, ἀπό τήν ὁποία μᾶς προσφέρονται ἀρκετές διδαχές μεγάλης ἀξίας γιά τήν σωτηρία μας.
Ὁ δυστυχής πωλητής τοῦ Κυρίου καί ἀνάξιος μαθητής θά σκανδαλίση γιά πάντα τόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία θά καταδικάση, χωρίς ἐλαφρυντικά τόν παράνομο Ἰούδα, ὁ ὁποῖος δέν ἤθελε νά καταλάβη τίποτε ἀπό τά τόσα θαύματα καί ἀπ᾿ ὅλες τίς διδασκαλίες, πού ἄκουσε ἀπό τόν Διδάσκαλο. Ἔτσι Τόν ἐπώλησε, χάριν τῶν τριάκοντα ἀργυρίων καί ἐκέρδισε διά τῆς ἀγχόνης τόν αἰώνιο θάνατο τῆς ψυχῆς του. Γιά ποιά αἰτία τόν ἐρώτησε ὁ θάνατος, ἐπώλησες τόν Σωτῆρα σου; Μήπως σ᾿ ἔδιωξε ἀπό τήν χορεία τῶν Ἀποστόλων Του; Μήπως σοῦ ἐστέρησε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας; Μήπως  δέν σοῦ ἔπλυνε καί σένα τά πόδια; Ὤ, πόσα μεγάλα κακά καί παράλογα ἔργα προκάλεσε ἡ φιλαργυρία, ἡ ὁποία ὡδήγησε τόν Δίκαιο Κριτή, στούς  ἀνόμους κριτές! Ἔκανε τόν μαθητή ν᾿ ἀρνηθῆ τόν Διδάσκαλο καί νά προσκολληθῆ στόν διάβολο, νά ἐκπέση ἀπό τό φῶς στό αἰώνιο σκοτάδι.
Ἀντίθετα, ἡ ἀνύψωσις τοῦ συσταυρωθέντος ληστοῦ, δεξιά τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, μᾶς γεμίζει τήν ψυχή ἀπό ἐλπίδα. Στήν ἀρχή τῆς ἑβδομάδος, ὅταν εἴμασταν στήν προσμονή τῆς ἐλεύσεως τοῦ Νυμφίου, εἴχαμε λύπη καί φόβο, μήπως μείνουμε ἔξω τοῦ Νυμφῶνος, μή ἔχοντας ἔνδυμα γάμου. «Τόν Νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ…». Τώρα ὅμως ὁ Νυμφίος ἦλθε καί ὁ πρῶτος πού εἰσῆλθε στόν νυμφῶνα τοῦ γάμου ἦτο ὁ ληστής: «Σήμερον ἔσει μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ»! Ποιό ἦτο ἄραγε τό ἔνδυμα τοῦ γάμου, ὥστε ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς Χάριτος;
Ἡ μυστική φωνή τῆς πίστεως καί ταπεινώσεως πρός τόν Κύριο, μέ τόν Ὁποῖον ἔπαθε τόσα βάσανα ἐπί τοῦ σταυροῦ, αὐτή ἡ δυάς τῶν ἀρετῶν πού ἐδικαίωσαν τόν τελώνη, αὐτές ἄνοιξαν καί γιά τόν ληστή τόν παράδεισο!
Ἀλλά τό γεγονός αὐτό πρέπει νά τό ἐξετάσουμε πιό προσεκτικά: Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν σκανδάλων καί ἀποτυχιῶν. Ὁ περιούσιος λαός χάνει τήν δόξα καί τήν δικαιοσύνη τοῦ πρωτοτόκου υἱοῦ, λόγῳ τῆς ἀπιστίας καί τῶν ἀτίμων ἔργων του πρός τόν Θεό· ὁ Ἰούδας ἀπό μαθητής καί ὑποψήφιος τῆς Βασιλείας Του, κληρονομεῖ τήν κόλασι, λόγῳ τῆς φιλαργυρίας του· ὁ μαθητής Του Πέτρος ἀρνεῖται τόν Διδάσκαλο ἀπό μία ἀδιάκριτη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του καί μόνο μέ τά καυτά δάκρυά του, ἠμπόρεσε νά ξεπλύνη τό σφάλμα του· ἡ ἀκόλαστη γυναῖκα γίνεται μυροφόρος καί ὅλος ὁ κόσμος στούς αἰῶνες θά διηγῆται τήν ταπείνωσι καί τήν μετάνοιά της, ἐνῶ ὁ ληστής μέ τόσα κακά καί φόνους, εἰσέρχεται πρῶτος στόν παράδεισο μέ πίστι καί ταπείνωσι!
Ὅλες αὐτές οἱ ἀπροσδόκητες μεταλλαγές μᾶς γεμίζουν ἀπό τρόμο καί ἐλπίδα συγχρόνως. Τά ἔργα μας λοιπόν, ὅσο ἀναγκαῖα καί ὠφέλιμα κι ἄν εἶναι, δέν μᾶς ἐπαρκοῦν γιά τήν σωτηρία μας. Ἐάν δέν ὑπῆρχε σωτηρία, δέν θά ἦτο ἀνάγκη νά ἔλθη καί ὑποστῆ τά πάνδεινα ὁ Χριστός. Ὅμως ὁ κόσμος δέν ἠμπορεῖ νά σωθῆ δίχως Αὐτόν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιά βαθειά καί ἀθεράπευτη πληγή· μόνο ὁ Θεός ἠμποροῦσε νά τήν θεραπεύση καί μόνο «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν». Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀναγνωρίζη τό μέγεθος τῶν ἀδυναμιῶν του καί μέ ταπεινή καρδιά νά πλησιάζη τόν Χριστό, γνωρίζοντας ὅτι μόνο ἀπ᾿ Αὐτόν ἔρχεται ἡ σωτηρία. «Μνήσθητί μου, Κύριε….» καί θ᾿ ἀκούση μέ τόν ληστή: «Σήμερον ἔσῃ μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ».
από το βιβλίο: «ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ» Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης Τιμίου Προδρόμου Ἁγίου Ὄρους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: «Βάλε μέσα στη μοναξιά προσευχή για να την αντιμετωπίσεις…»

Ο αββάς μου ο καλός, η πληγωμένη μου ψυχούλα, ο ταλαιπωρημένος καλογεράκος, ο π. Προκόπιος ήταν και στην αρρώστια και στα γηρατειά διακριτικ...