Μια νύχτα ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ στεκόταν
μπροστά στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και προσευχόταν: (*)
– Παναγία, Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού,
ελπίδα και προστασία των πιστών, γίνε μεσίτρια για μας τους ανάξιους. Ικέτευέ
τον Υιό και Θεό σου να εκδηλώνει την ευσπλαχνία του στον άγιο αυτό τόπο. Εσένα,
τη Μητέρα του γλυκύτατου Χριστού, καλούμε σε βοήθεια οι δούλοι σου, γιατί εσύ
είσαι για όλους μας καταφυγή και δύναμη.
Τελειώνοντας την προσευχή αυτή, καθώς και τους
Χαιρετισμούς στην Υπεραγία Θεοτόκο, κάθησε για λίγο να πάρει μιαν ανάσα.
– Παιδί μου, μείνε άγρυπνος και νηφάλιος. Σε λίγο
θα έχουμε μια θαυμαστή επίσκεψη.
Μόλις πρόλαβε να προφέρει τα λόγια αυτά, ακούστηκε μια
φωνή:
– Ιδού, έρχεται η Πανάχραντη!
Ο όσιος βγήκε γρήγορα από το κελλί του στον προθάλαμο,
όπου τον τύλιξε ένα φως πιο λαμπρό κι από τον ήλιο. Αξιώθηκε να δει ολοφώτεινη
τη Μητέρα του Θεού συνοδευόμενη από τον απόστολο Πέτρο και τον ευαγγελιστή
Ιωάννη. Μη μπορώντας ν’ αντέξει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του οράματος, ο
όσιος έπεσε καταγής.
Η Υπεραγία Θεοτόκος έσκυψε, τον άγγιξε με τ α χέρια
της και του είπε:
– Μη φοβάσαι, εκλεκτέ μου! Ήλθα να σ’ επισκεφθώ,
γιατί άκουσα τις προσευχές που κάνεις για το μοναστήρι και τους αδελφούς. Μη
λυπάσαι και μην ανησυχείς λοιπόν για τη μονή αυτή. Από τώρα και στο εξής θα
έχει κάθε ευλογία. Δεν θα πάψω να φροντίζω για τον τόπο αυτό και τώρα που ζεις,
αλλά και μετά την εκδημία σου.
Η υπερκόσμια λάμψη έσβησε και ο άγιος παρέμεινε
άναυδος. Μόλις συνήλθε, βλέπει τον π. Μιχαία ακίνητο σαν νεκρό από τον φόβο και
την έκπληξη. Τον βοήθησε να συνέλθει. Εκείνος τότε έπεσε στα πόδια του,
λέγοντας:
– Πάτερ, για τον Κύριο, μίλησέ μου γι’ αυτό το
θαυμαστό όραμα! Με συγκλόνισε τόσο, που νιώθω την ψυχή μου να χωρίζεται από το
σώμα!
– Παιδί μου, περίμενε λίγο, γιατί κι εγώ δεν
μπορώ ακόμη να συνέλθω, του απάντησε γεμάτος θεϊκή χαρά και ανέκφραστη
ευφροσύνη ο όσιος.
Έπειτα διέκοψε τη σιωπή:
– Ειδοποίησε να έλθει εδώ ο π. Ισαάκ και ο π.
Συμεών.
Όταν ήρθαν οι πατέρες, τους διηγήθηκε με λεπτομέρειες
τη θαυμαστή επίσκεψη της Υπεραγίας Θεοτόκου και των δυο αποστόλων. Οι καρδιές
όλων πλημμύρισαν από συγκίνηση και χαρά. Έψαλαν την Παράκληση προς την Παναγία
και ο όσιος παρέμεινε όλη τη νύχτα άγρυπνος συλλογιζόμενος το όραμα και
ευγνωμονώντας την Πανάχραντη.
(*) Ήταν
Παρασκευή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής του 1388.
Από το
βιβλίο: Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ. Έκδοση έκτη. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός
Αττικής 2006, σελ. 89.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου