– Γέροντα, μερικοὶ γονεῖς κατευθύνουν τὰ
παιδιά τους πρὸς τὸ δικό τους ἐπάγγελμα, καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς γίνονται
πιεστικοί.
– Ὄχι, δὲν κάνουν καλά. Δὲν πρέπει νὰ πιέζουν τὰ παιδιά τους νὰ κάνουν
αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει τοὺς ἴδιους, ἂν αὐτὸ δὲν ἀναπαύη καὶ ἐκεῖνα. Γνώρισα ἕναν νέο
ποὺ ἤθελε νὰ σπουδάση θεολογία καὶ νὰ γίνη ἱερέας. Ἡ μάνα του ὅμως δὲν τὸν ἄφηνε·
τὸν πίεζε νὰ πάη ἰατρική. Τὸ παιδὶ εἶχε μάθει βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ ἔψελνε. Εἶχε
κάνει μόνος του καὶ ἕνα ὄργανο μουσικὸ καὶ εὕρισκε τοὺς ἤχους. Ἤξερε τὰ μουσικὰ
ἀπ᾿ ἔξω. Εἶχε χάρισμα. Ἔφτιαχνε τροπάρια, ἀκολουθίες... Μόλις τελείωσε τὸ γυμνάσιο,
ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ πέρασε στὴν Θεολογικὴ Σχολή. Ἡ μάνα του ἔπαθε νευρικὸ
κλονισμὸ ἀπὸ τὴν στενοχώρια της. Ἐρχόταν ὕστερα καὶ μὲ παρακαλοῦσε: «Κάνε
προσευχή, Πάτερ, νὰ γίνω καλά, καὶ ἂς κάνη ὅ,τι θέλει τὸ παιδί μου». Μόλις ἔγινε
καλά, πάλι δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Ὕστερα καὶ αὐτὸς τὰ παράτησε ὅλα,
καὶ τελικὰ χαραμίστηκε.
Ἐγὼ λέω στοὺς νέους ποὺ βλέπω νὰ προβληματίζωνται ποιά ἐπιστήμη νὰ ἀκολουθήσουν:
«Δέστε ποιά ἐπιστήμη σᾶς ἀρέσει, ὥστε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση σας». Ἂν
δὲν εἶναι στὴν φύση τους αὐτὸ ποὺ σκέφτονται νὰ κάνουν, προσπαθῶ νὰ τοὺς κάνω νὰ
δώσουν τὴν καρδιά τους σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν. Τοὺς
βοηθάω δηλαδὴ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἐπιστήμη ποὺ θέλουν καὶ νὰ κάνουν τὸ ἐπάγγελμα
ποὺ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὶς δυνάμεις τους, φθάνει νὰ τὸ κάνουν κατὰ Θεόν. Ἔχει κλίση
κάποιος στὴν μουσική; Νὰ γίνη μουσικὸς ἢ καλὸς ἱεροψάλτης, ποὺ θὰ βοηθάη μὲ τὴν
ζωή του καὶ μὲ τὴν ψαλτική του ὅσους θὰ τὸν ἀκοῦν, ὥστε νὰ ἀγαπήσουν τὴν Ἐκκλησία
καὶ τὴν προσευχή. Ἔχει κλίση στὴν ζωγραφική; Νὰ γίνη ζωγράφος ἢ ἁγιογράφος καὶ
νὰ κάνη μὲ εὐλάβεια εἰκόνες, ποὺ θὰ κάνουν θαύματα. Ἔχει κλίση σὲ κάποια ἐπιστήμη;
Νὰ ἀφοσιωθῆ σ᾿ αὐτὴν καὶ νὰ ἐργασθῆ μὲ φιλότιμο.
Καὶ νὰ δῆτε, φαίνεται ἀπὸ μικρὸς κανεὶς τί κλίση ἔχει. Μιὰ φορὰ στὸ
μοναστήρι στὸ Στόμιο εἶχε ἔρθει κάποιος μὲ δυὸ ἀνηψάκια του. Τὸ ἕνα, ἕξι‐ἑπτὰ
χρονῶν, κάθησε κοντά μας καὶ συνέχεια μᾶς ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις. Τὸ ρωτάω:
«Τί θὰ γίνης, ὅταν μεγαλώσης;». «Δικηγόρος!», μοῦ λέει. Τὸ ἄλλο τὸ χάσαμε. Ρωτάω
τὸν θεῖο του: «Ποῦ πῆγε τὸ ἄλλο τὸ παιδί; μήπως πέση σὲ κανέναν γκρεμό». Βγαίνουμε
ἔξω νὰ τὸ βροῦμε καὶ ἀκοῦμε κάτι χτυπήματα στὸ μαραγκούδικο. Πᾶμε μέσα, καὶ τί
νὰ δοῦμε; Τὸ σανίδι ποὺ εἶναι στὸν μπάγκο, ὅπου πλανίζουμε καὶ εἶναι πολὺ λεῖο,
τὸ εἶχε κάνει μὲ τὸ σκεπάρνι χάλια! «Τί θὰ γίνης, ὅταν μεγαλώσης;», τὸ ρωτάω. «Ἐπιπλοποιός!»,
μοῦ λέει. «Νὰ γίνης, τοῦ λέω. Χαλάλι ποὺ χάλασε τὸ σανίδι! Δὲν πειράζει!».
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν δουλειὰ
– Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι νιώθουν
ἀνία στὴν δουλειά;
– Μήπως δὲν ἀγαποῦν τὴν δουλειά τους; Ἢ μήπως ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἴδιο πράγμα;
Συχνά, σὲ μερικὲς δουλειές, σὲ ἕνα ἐργοστάσιο, ἂς ποῦμε, ποὺ φτιάχνει κουφώματα,
ἕνας ὑπάλληλος, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὣς τὴν ὥρα ποὺ θὰ φύγη, κολλάει‐κολλάει· ἕνας ἄλλος
περνάει συνέχεια τζάμια, ἄλλος στόκο. Κάνουν συνέχεια τὴν ἴδια δουλειά, ἕνα μονότονο
πράγμα, καὶ τὸ ἀφεντικὸ τοὺς παρακολουθεῖ. Καὶ δὲν εἶναι μιὰ μέρα ἢ δυό. Ὅλο τὸ
ἴδιο‐τὸ ἴδιο τὸ βαριοῦνται. Παλιὰ δὲν ἦταν ἔτσι. Ἕνας μαραγκὸς παραλάμβανε τέσσερις
τοίχους ἀπὸ τοὺς χτίστες καὶ ἔπρεπε νὰ παραδώση στὸν νοικοκύρη τελειωμένο τὸ σπίτι
μὲ τὸ κλειδί. Θὰ ἔφτιαχνε τὰ πατώματα, τὰ κουφώματα, θὰ περνοῦσε τὰ τζάμια μὲ
στόκο. Ὕστερα θὰ ἔκανε σκάλες γυριστές, τορναριστὰ κάγκελα, μετὰ θὰ ἄσπριζε, θὰ
ἔκανε τὰ ντουλάπια, τὰ ράφια, στὴν συνέχεια θὰ ἔκανε καὶ τὰ ἔπιπλα. Καὶ ἂν ἀκόμη
δὲν ἀσχολοῦνταν ὁ ἴδιος μὲ ὅλα αὐτά, ἤξερε ὅμως νὰ τὰ φτιάχνη. Σὲ μιὰ ἀνάγκη θὰ
ἔκανε ἀκόμη καὶ τὴν σκεπή, θὰ ἔβαζε καὶ τὰ κεραμίδια.
Σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι βασανισμένοι, γιατὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν δουλειά
τους. Κοιτάζουν πότε νὰ ἔρθη ἡ ὥρα νὰ φύγουν. Ἐνῶ, ὅταν ὑπάρχη ζῆλος γιὰ τὴν
δουλειὰ καὶ ἔχη κανεὶς ἐνδιαφέρον γι᾿ αὐτὸ ποὺ φτιάχνει, ὅσο δουλεύει, τόσο ἀνάβει
ὁ ζῆλος. Ἀφοσιώνεται μετὰ στὴν δουλειά του καί, ὅταν εἶναι νὰ φύγη, λέει: «Πότε
πέρασε ἡ ὥρα;». Ξεχνάει καὶ τὸ φαγητὸ καὶ τὸν ὕπνο, τὰ ξεχνάει ὅλα. Καὶ νηστικὸς
νὰ εἶναι, δὲν πεινάει, καὶ ἄυπνος νὰ εἶναι, δὲν νυστάζει, ἀλλὰ καὶ χαίρεται ποὺ
δὲν κοιμᾶται. Δὲν εἶναι ὅτι βασανίζεται ἀπὸ τὴν πεῖνα ἢ ἀπὸ τὴν νύστα· εἶναι
πανηγύρι γι᾿ αὐτὸν ἡ δουλειά.
– Γέροντα, δυὸ ἄνθρωποι ποὺ κάνουν τὴν ἴδια
δουλειά, πῶς γίνεται ὁ ἕνας νὰ βγαίνη ὠφελημένος πνευματικὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κάνει
καὶ ὁ ἄλλος ζημιωμένος;
– Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πῶς ὁ καθένας κάνει αὐτὴν τὴν δουλειὰ καὶ τί ἔχει μέσα
του. Ἂν ἐργάζεται μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, ὅλα θὰ εἶναι φωτισμένα, λαμπικαρισμένα,
χαριτωμένα, καὶ θὰ νιώθη ἐσωτερικὴ ξεκούραση. Ἂν ὅμως βάζη ὑπερήφανο λογισμό, ὅτι
κάνει τὴν δουλειὰ καλύτερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, μπορεῖ νὰ νιώθη μιὰ ἱκανοποίηση, ἀλλὰ
αὐτὴ ἡ ἱκανοποίηση δὲν γεμίζει τὴν καρδιά του, γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν πληροφορεῖται,
δὲν ἔχει ἀνάπαυση.
Ὕστερα, ὅταν κανεὶς δὲν κάνη τὴν δουλειά του μὲ ἀγάπη, κουράζεται. Ἕνας,
καὶ μόνον ποὺ βλέπει ὅτι πρέπει νὰ ἀνεβῆ μιὰ ἀνηφόρα, γιὰ νὰ τελειώση κάποια
δουλειά, κουράζεται, γιατὶ δὲν ἀγαπάει αὐτὴν τὴν δουλειά. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος ποὺ τὴν
κάνει μὲ τὴν καρδιά του, πάει καὶ ἔρχεται στὴν ἀνηφόρα, χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνη.
Ὧρες μπορεῖ λ.χ. νὰ σκαλίζη ἕνας ἐργάτης μέσα στὸν ἥλιο καὶ νὰ μὴν κουράζεται, ἂν
τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του. Ἐνῶ, ἂν δὲν τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του, ὅλο σταματάει,
χαζεύει, γκρινιάζει: «ὤ, πολλὴ ζέστη κάνει», λέει, καὶ ὑποφέρει.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ τὸν ἀπορροφήση κάποιον
ἡ ἐπιστήμη του, ἡ δουλειά του, καὶ νὰ ἀδιαφορῆ γιὰ τὴν οἰκογένειά του κ.λπ.;
– Τὴν δουλειά του θὰ τὴν ἀγαπάη ἁπλά· δὲν θὰ τὴν ἐρωτευθῆ. Ἂν δὲν ἀγαπήση
τὴν δουλειά του, θὰ κουράζεται διπλά, καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, ὁπότε καὶ ἡ
σωματικὴ ἀνάπαυση δὲν θὰ τὸν ξεκουράζη, γιατὶ ψυχικὰ θὰ εἶναι κουρασμένος. Ἡ
ψυχικὴ κούραση εἶναι αὐτὴ ποὺ καταβάλλει τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν δουλεύη κανεὶς μὲ τὴν
καρδιά του καὶ εἶναι χαρούμενος, εἶναι ψυχικὰ ξεκούραστος καὶ ἐξαφανίζεται ἡ σωματικὴ
κούραση. Νά, γνώρισα κάποιον στρατηγὸ ποὺ κάνει ἀκόμη καὶ τὶς δουλειὲς τῶν
στρατιωτῶν. Καὶ πῶς πονάει γιὰ τοὺς στρατιῶτες! Σὰν πατέρας! Ξέρετε τί χαρὰ νιώθει!
Κάνει τὸ καθῆκον του καὶ χαίρεται. Μιὰ φορὰ ξεκίνησε μεσάνυχτα ἀπὸ τὸν Ἕβρο, γιὰ
νὰ πάη στὴν Λάρισα στὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου καὶ νὰ προλάβη νὰ εἶναι στὴν
Θεία Λειτουργία, ἐνῶ ἦταν δικαιολογημένος νὰ πάη καὶ ἀργότερα, στὴν Δοξολογία
ποὺ θὰ ἔκαναν στὸ τέλος. Ἀλλὰ σοῦ λέει: «Πρέπει νὰ εἶμαι ἐγκαίρως, γιὰ νὰ τιμήσω
τὸν Ἅγιο». Ὅλα τὰ κάνει μὲ τὴν καρδιά του. Ἡ εὐχαρίστηση ποὺ νιώθει ὅποιος κάνει
φιλότιμα τὴν δουλειά του εἶναι καλὴ εὐχαρίστηση. Τὴν ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν
κουράζεται τὸ πλάσμα Του. Αὐτὴ εἶναι ξεκούραση ἀπὸ τὴν κούραση.
ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή Ζωή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου