– Γέροντα, βοηθάει νὰ σημειώνη κανεὶς τὰ
σφάλματά του, γιὰ νὰ μὴν τὰ ξεχάση, μέχρι νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ;
– Ὅταν ἔχω πονέσει πραγματικὰ γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ ἔκανα, δὲν μπορῶ νὰ τὸ
ξεχάσω. Μὲ ἐλέγχει ἡ συνείδησή μου, πονάει ἡ ψυχή μου καὶ τὸ θυμᾶμαι συνέχεια. Ὅσο
διάστημα μεσολαβεῖ μέχρι νὰ τὸ ἐξομολογηθῶ, τόσο τὸ σφάλμα δουλεύει μέσα μου,
κεντάει τὴν καρδιά μου, καὶ ἐλέγχομαι. Ὑποφέρω δηλαδή, ἀλλὰ καὶ ἀνταμείβομαι ἀπὸ
τὸν Θεὸ ἀνάλογα. Ὅταν ὅμως κάνω ἕνα σφάλμα καὶ δὲν τὸ ξανασκέφτωμαι, τότε τὸ σφάλμα
δὲν μὲ κεντάει καθόλου· τὸ ξεχνάω καὶ μένω ἀδιόρθωτος.
Γι᾿ αὐτὸ μερικοί, ἐνῶ τοὺς κάνεις παρατήρηση γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ ἔκαναν,
γελᾶνε, σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε. Αὐτὸ ἔχει ἀναίδεια, ἀδιαφορία· εἶναι κάτι
τελείως σατανικό. Εἶδες τί λέει ὁ Δαβίδ; «Τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ
μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου»12 καὶ «ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός»13.
Παρόλο ποὺ ὁ Θεὸς τὸν εἶχε συγχωρήσει, ἐκεῖνος ἀπὸ φιλότιμο πάλι μέσα
του πονοῦσε, γι᾿ αὐτὸ δεχόταν συνέχεια θεία παρηγοριά.
Ἄλλοι πάλι χάνονται μὲ συνεχεῖς διαγνώσεις τοῦ ἑαυτοῦ τους. Σημειώνουν ‐
σημειώνουν σχολαστικὰ τὰ σφάλματά τους, δῆθεν γιὰ νὰ κάνουν πιὸ λεπτὴ ἐργασία,
τὰ περνᾶνε ἀπὸ διυλιστήριο, ζαλίζονται, ἀλλὰ δὲν διορθώνονται. Ἐνῶ, ἂν πιάσουν ἕνα
‐ ἕνα τὰ μεγάλα ἐλαττώματα καὶ ἀγωνισθοῦν νὰ διορθωθοῦν σ᾿ αὐτά, θὰ ἐξαφανισθοῦν
καὶ τὰ μικρά.
– Γέροντα, ἂν κάποιος δὲν ζῆ ἐν μετανοίᾳ
καὶ δοξολογῆ τὸν Θεό, τὴν δέχεται αὐτὴν τὴν δοξολογία ὁ Θεός;
– Ὄχι, πῶς νὰ δεχθῆ αὐτὴν τὴν δοξολογία ὁ Θεός; Πρῶτα τοῦ χρειάζεται
μετάνοια. Γιατί, ὅταν παραμένη στὴν ἁμαρτία, σὲ τί τὸν ὠφελεῖ νὰ πῆ: «Δόξα Σοι,
τῷ δείξαντι τὸ φῶς...»; Αὐτὸ ἔχει ἀναίδεια. Τὸ μόνο ποὺ ταιριάζει νὰ πῆ, εἶναι:
«Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ δὲν ρίχνεις ἕναν κεραυνὸ νὰ μὲ κάψης», γιατὶ αὐτοῦ
τοῦ εἴδους ἡ δοξολογία ἔχει μετάνοια.
Μετάνοια ἀναγκαστικὴ
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ γράφει: «Πᾶσα
μετάνοια γινομένη ἄνευ τῆς προαιρέσεως οὔτε χαρὰν περιέχει, οὔτε λογίζεται ἀξία
ἀνταμοιβῆς»14. Πῶς μπορεῖ νὰ μετανοῆ κανεὶς χωρὶς τὴν προαίρεσή του;
– Ἀναγκάζεται νὰ μετανοήση, μιὰ ποὺ ξέπεσε στὰ μάτια τῶν ἄλλων, ἀλλὰ δὲν
ἔχει ταπείνωση. Ἔτσι τὸ καταλαβαίνω.
– Δηλαδὴ ὑπάρχει μετάνοια χωρὶς τὴν προαίρεσή
μας;
– Ναί, εἶναι ἡ ἀναγκαστικὴ μετάνοια. Σοῦ ζητάω δηλαδὴ νὰ μὲ συγχωρέσης
γιὰ ἕνα κακὸ ποὺ σοῦ ἔκανα, γιὰ νὰ γλυτώσω ἀπὸ τὶς συνέπειες, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ δὲν
ἀλλάζω. Ὁ διαβολεμένος ἄνθρωπος κάνει δῆθεν ὅτι μετάνοιωσε καὶ πηγαίνει μὲ
πονηριά, βάζει μετάνοιες μὲ προσποιητὴ καλωσύνη, γιὰ νὰ πλανέση τοὺς ἄλλους. Ἀλλὰ
καὶ τὸ νὰ πάη κανεὶς νὰ πῆ τὶς ἁμαρτίες του στὸν πνευματικό, γιατὶ φοβᾶται μήπως
πάη στὴν κόλαση, καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι μετάνοια. Γιατὶ δὲν εἶναι ὅτι μετανοεῖ γιὰ
τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι νὰ μὴν πάη στὴν κόλαση!
Μετάνοια πραγματικὴ εἶναι πρῶτα νὰ συναισθανθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸ σφάλμα
του, νὰ πονέση, νὰ ζητήση συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μετὰ νὰ ἐξομολογηθῆ. Ἔτσι θὰ
ἔρθη ἡ θεία παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ πάντα συνιστῶ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Μόνον ἐξομολόγηση
ποτὲ δὲν συνιστῶ.
Νά, καὶ ὅταν γίνεται ἕνας σεισμός, βλέπει κανεὶς ὅτι ὅσοι ἔχουν καλὴ
προαίρεση συγκλονίζονται, μετανοοῦν καὶ ἀλλάζουν ζωή. Οἱ ἄλλοι, οἱ περισσότεροι,
ἔρχονται πρὸς στιγμὴν σὲ συναίσθηση, μόλις ὅμως περάση ὁ κίνδυνος, πάλι γυρίζουν
στὴν παλιά τους ζωή. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μοῦ εἶπε κάποιος ὅτι στὴν πόλη ποὺ μένει ἔγινε
δυνατὸς σεισμός, τοῦ εἶπα: «Σᾶς κούνησε δηλαδὴ γερά· σᾶς ξύπνησε ὅμως;». «Μᾶς ξύπνησε,
μᾶς ξύπνησε», μοῦ λέει. «Πάλι ὅμως θὰ κοιμηθῆτε», τοῦ εἶπα.
12 Ψαλμ. 37, 19.
13 Ψαλμ. 50, 5.
14 Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος Λ´, σ. 111.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου