– Γέροντα, παλιὰ ἔλεγαν: «Καλύτερα νὰ
λειώνης σόλες παρὰ κουβέρτες». Τί ἐννοοῦσαν;
– Ἤθελαν νὰ ποῦν: «Καλύτερα νὰ λειώνης σόλες δουλεύοντας παρὰ νὰ μένης
στὸ κρεββάτι τεμπελιάζοντας». Ἡ δουλειὰ εἶναι εὐλογία, εἶναι δῶρο Θεοῦ. Δίνει
ζωντάνια στὸ σῶμα, φρεσκάδα στὸν νοῦ. Ἐὰν δὲν ἔδινε ὁ Θεὸς τὴν δουλειά, θὰ μούχλιαζε
ὁ ἄνθρωπος. Ὅσοι εἶναι ἐργατικοί, ἀκόμη καὶ στὰ γεράματά τους δὲν σταματοῦν νὰ
δουλεύουν. Ἂν σταματήσουν τὴν δουλειά, ἐνῶ ἀκόμη ἔχουν δυνάμεις, μελαγχολία θὰ
πάθουν. Αὐτὸ εἶναι θάνατος γι᾿ αὐτούς. Θυμᾶμαι, ἕνα γεροντάκι στὴν Κόνιτσα,
κοντὰ ἐνενῆντα χρονῶν, συνέχεια δούλευε. Τελικὰ πέθανε στὸ χωράφι, δυὸ ὧρες
μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι.
Ἐξάλλου καὶ αὐτὴ ἡ σωματικὴ ἀνάπαυση ποὺ ἐπιζητοῦν μερικοὶ δὲν εἶναι μιὰ
μόνιμη κατάσταση. Ἴσα‐ἴσα ποὺ ξεχνοῦν τὸ ἄγχος τους ἐκείνη τὴν ὥρα. Ἔχουν τὸ
φαγητό τους, τὸ γλυκό τους, τὸ μπάνιο τους, τὴν ξεκούρασή τους. Μόλις ὅμως
τελειώσουν αὐτά, ζητοῦν ἄλλη ἀνάπαυση. Ἔτσι εἶναι συνέχεια στενοχωρημένοι, γιατὶ
πάντα κάτι τοὺς λείπει· νιώθουν ἕνα κενὸ καὶ ἡ ψυχή τους ζητᾶ νὰ τὸ συμπληρώση.
Ἐνῶ αὐτὸς ποὺ κουράζεται μὲ τὴν δουλειὰ ἔχει μιὰ συνεχῆ χαρά, τὴν πνευματικὴ
χαρά.
– Γέροντα, ἂν ἔχης πρόβλημα μὲ τὴν μέση,
δὲν μπορεῖς νὰ κάνης ὁποιαδήποτε ἐργασία.
– Καλά, καὶ ἡ μέση δὲν χρειάζεται ἄσκηση; Μιὰ ἐργασία ποὺ εἶναι σὰν ἄσκηση
γιὰ τὴν μέση δὲν βοηθάει; Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ: Ἂν κανεὶς τρώη, πίνη, κοιμᾶται καὶ
δὲν δουλεύη, παθαίνει ἕνα ξεβίδωμα καὶ θέλει ὅλο νὰ κοιμᾶται, γιατὶ τὸ σῶμα
του, τὰ νεῦρα του, χαλαρώνουν. Φθάνει σιγὰ‐σιγὰ νὰ μὴν μπορῆ νὰ κάνη τίποτε. Μόλις
περπατήση λίγο, κόβεται. Ἐνῶ, ἂν δουλέψη λίγο καὶ κινηθῆ, δυναμώνει καὶ στὰ πόδια
καὶ στὰ χέρια. Βλέπεις, αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὴν δουλειά, δὲν κοιμοῦνται πολὺ ἤ, ἀπὸ
κούραση, μπορεῖ καὶ καθόλου νὰ μὴν κοιμηθοῦν, ἀλλὰ ἔχουν δυνάμεις, γιατὶ μὲ τὴν
δουλειὰ ψήνονται καὶ δυναμώνουν σωματικά.
Ἡ δουλειά, εἰδικὰ γιὰ τὸν νέο, εἶναι ὑγεία. Ἔχω παρατηρήσει ὅτι μερικὰ
καλομαθημένα παιδιά, ὅταν πᾶνε στὸν στρατό, ψήνονται, σκληραγωγοῦνται. Ὁ στρατὸς
τοὺς κάνει πολὺ καλό. Φυσικὰ αὐτὸ περισσότερο γινόταν παλιά. Σήμερα φοβοῦνται νὰ
ζορίσουν τοὺς στρατιῶτες, γιατὶ μὲ λίγο ζόρισμα κόβουν τὶς φλέβες, παθαίνουν
νευρικὸ κλονισμό...
Ἐγὼ λέω στοὺς γονεῖς νὰ πληρώνουν κάποιον καὶ νὰ στέλνουν τὰ παιδιά τους σ᾿ αὐτὸν
νὰ δουλεύουν, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν ὑγεία τους – φθάνει νὰ κάνουν μιὰ δουλειὰ ποὺ νὰ
τὴν ἀγαποῦν. Γιατὶ ἕνας νέος ποὺ ἔχει νεῦρο, ἔχει καὶ μυαλό, ἂν δὲν δουλεύη, γίνεται
νωθρός. Ὅταν μάλιστα βλέπη τοὺς ἄλλους νὰ προκόβουν, μπερδεύεται ἀπὸ τὸν ἐγωισμό
του καὶ δὲν εὐχαριστιέται μὲ τίποτε. Συνέχεια ἔχει λογισμοὺς καὶ τὸ μυαλό του
κουρκουτιάζει. Ὕστερα πάει καὶ ὁ διάβολος καὶ τοῦ λέει: «Χαμένε, τί ἀνεπρόκοπος
ποὺ εἶσαι! Ὁ τάδε ἔγινε καθηγητής, ὁ ἄλλος ἔχει δική του δουλειὰ καὶ βγάζει χρήματα,
ἐσὺ ποῦ θὰ καταλήξης;», ὁπότε τὸν ἀπελπίζει. Ἐνῶ, ἂν δουλέψη, θὰ ἀποκτήση ἐμπιστοσύνη
στὸν ἑαυτό του, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Θὰ
δῆ ὅτι καὶ αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὰ βγάλη πέρα, ἀλλὰ καὶ τὸ μυαλό του θὰ ἀπασχολῆται
στὴν δουλειὰ καὶ θὰ γλιτώνη ἀπὸ τοὺς λογισμούς. Γίνονται ἔτσι δυὸ καλά.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή
Ζωή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου