– Τί θὰ μὲ βοηθοῦσε, Γέροντα, πρακτικὰ νὰ
ἀποκτήσω ταπείνωση;
– Πῶς ἀποκτᾶ ταπείνωση κανείς; Ὅταν τοῦ λένε μιὰ κουβέντα, νὰ λέη δύο;
Νὰ μὴ σηκώνη μύγα στὸ σπαθί του; Εὐλογημένη, ὅταν σοῦ δίνεται εὐκαιρία γιὰ ταπείνωση,
νὰ δέχεσαι τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἀποκτιέται ἡ ταπείνωση.
Τὸ φάρμακο τὸ δικό σου εἶναι νὰ κινῆσαι ἁπλά, ταπεινά, νὰ δέχεσαι ὅπως ἡ
γῆ καὶ τὴν βροχὴ καὶ τὸ χαλάζι καὶ τὰ σκουπίδια καὶ τὰ φτυσίματα, ἐὰν θέλης νὰ ἐλευθερωθῆς
ἀπὸ τὰ πάθη σου. Οἱ ἐξωτερικὲς ταπεινώσεις βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐλευθερωθῆ
πολὺ γρήγορα ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἑαυτό του, ὅταν τὶς δέχεται.
– Ἐγώ, Γέροντα, ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ
ταπείνωση.
– Νὰ πᾶς νὰ ἀγοράσης. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ πουλοῦν τὴν ταπείνωση,
καὶ μάλιστα δωρεάν, ἀρκεῖ νὰ τὴν θέλης...
– Ποιοί εἶναι αὐτοί, Γέροντα;
– Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού, ὅταν δὲν ἔχουν καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, φέρονται
ἀδιάκριτα καὶ μὲ τὴν συμπεριφορά τους μᾶς ταπεινώνουν.
Ἡ ταπείνωση δὲν ἀγοράζεται ἀπὸ τὸν μπακάλη ὅπως τὰ ψώνια. Ὅταν λέμε: «δῶσ᾿
μου, Θεέ μου, ταπείνωση», ὁ Θεὸς δὲν θὰ πάρη τὴν σέσουλα καὶ θ᾿ ἀρχίση: «πάρε ἕνα
κιλὸ ταπείνωση ἐσύ», «μισὸ κιλὸ ἐσύ», ἀλλὰ θὰ ἐπιτρέψη νὰ ἔρθη λ.χ. κάποιος ἄνθρωπος
ἀδιάκριτος νὰ μᾶς φερθῆ σκληρὰ ἢ θὰ πάρη ἀπὸ ἄλλον τὴν Χάρη Του καὶ θὰ ἔρθη νὰ
μᾶς βρίση. Ἔτσι θὰ δοκιμασθοῦμε καὶ θὰ ἐργασθοῦμε, ἐὰν θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν
ταπείνωση. Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνη ὁ ἀδελφός
μας κακός, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἐμεῖς, καὶ θυμώνουμε μὲ τὸν ἀδελφό.
Καί, ἐνῶ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ ταπείνωση, δὲν δεχόμαστε τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς στέλνει, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε, ἀλλὰ δυσανασχετοῦμε. Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ χρωστᾶμε εὐγνωμοσύνη σ᾿ αὐτὸν ποὺ
μᾶς ταπεινώνει, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης μας. Ὅποιος ζητάει στὴν
προσευχή του ταπείνωση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν δέχεται τὸν ἄνθρωπο ποὺ τοῦ στέλνει
ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν ταπεινώση, δὲν ξέρει τί ζητάει.
Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, ἦταν κάτω στὴν Κόνιτσα ἕνας παπᾶς ποὺ μὲ ἀγαποῦσε
πολὺ ἀπὸ λαϊκὸ ἀκόμη. Μιὰ Κυριακὴ εἶχα κατεβῆ νὰ λειτουργηθῶ στὴν Κόνιτσα. Ἡ ἐκκλησία
ἦταν γεμάτη κόσμο. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινα, ὅπως συνήθιζα, στὸ Ἱερό, εἶπα μέσα
μου: «Θεέ μου, βάλε ὅλους αὐτοὺς τοὺς πιστοὺς στὸν Παράδεισο κι ἐμένα, ἂν θέλης,
βάλε με σὲ μιὰ ἀκρούλα». Ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐνῶ αὐτὸς ὁ
παπᾶς πάντα μὲ κοινωνοῦσε μέσα στὸ Ἱερό, γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου καὶ φώναξε
δυνατά: «Βγὲς ἀπὸ τὸ Ἱερὸ καὶ νὰ κοινωνήσης ἀπ᾿ ἔξω τελευταῖος, γιατὶ εἶσαι ἀνάξιος».
Βγῆκα ἔξω, χωρὶς νὰ πῶ τίποτε. Πῆγα στὸ ἀναλόγιο καὶ ἄρχισα νὰ διαβάζω τὴν ἀκολουθία
τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ὕστερα, καθὼς πήγαινα τελευταῖος νὰ κοινωνήσω, εἶπα μέσα
μου: «Ὁ παπᾶς φωτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μοῦ ἀποκάλυψε ποιός εἶμαι. Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησέ με, τὸ κτῆνος». Μόλις κοινώνησα, αἰσθάνθηκα μέσα μου μεγάλη γλυκύτητα.
Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, μὲ πλησιάζει ὁ παπᾶς συντετριμμένος: «Συγχώρεσέ με! μοῦ λέει. Πῶς τὸ ἔκανα αὐτό! Ἐγὼ μπροστά σου δὲν ἔβαζα οὔτε τὰ
παιδιά μου οὔτε τὴν παπαδιά, οὔτε τὸν ἑαυτό μου. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔπαθα!» Ἔπεφτε
κάτω, μοῦ ἔβαζε μετάνοια, μοῦ ζητοῦσε συγγνώμη, προσπαθοῦσε νὰ μοῦ φιλήση τὰ χέρια.
«Παπᾶ μου, τοῦ λέω, μὴ στενοχωριέσαι. Δὲν φταῖς ἐσύ· ἐγὼ φταίω. Σὲ χρησιμοποίησε
ὁ Θεὸς ἐκείνη τὴν στιγμή, γιὰ νὰ δοκιμάση ἐμένα». Ὁ παπᾶς δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβη
τί τοῦ ἔλεγα καὶ τελικά, νομίζω, δὲν τὸν ἔπεισα. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἐξαιτίας τῆς
προσευχῆς ποὺ εἶχα κάνει.
Κι ἐσεῖς, ὅταν βλέπετε μιὰ ἀδελφὴ νὰ παραφέρεται καὶ νὰ σᾶς μιλάη ἄσχημα,
νὰ ξέρετε ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς αἰτία εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ κάνετε. Ἐπειδὴ
δηλαδὴ ζητᾶτε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σᾶς δώση ταπείνωση, ἀγάπη κ.λπ., παίρνει ὁ Θεὸς γιὰ
λίγο τὴν Χάρη Του ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ καὶ σᾶς ταπεινώνει καὶ σᾶς στενοχωρεῖ. Ἔτσι σᾶς
δίνεται εὐκαιρία νὰ δώσετε ἐξετάσεις στὴν ταπείνωση, στὴν ἀγάπη. Ἂν ταπεινωθῆτε,
θὰ ὠφεληθῆτε. Ὅσο γιὰ τὴν ἀδελφή, θὰ λάβη διπλὴ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ· καὶ γιατὶ τῆς
πῆρε ὁ Θεὸς τὴν Χάρη, γιὰ νὰ δοκιμάση ἐσᾶς, καὶ γιατὶ ταπεινώθηκε μὲ τὸ σφάλμα
της καὶ ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁπότε καὶ ἐσεῖς ἐργάζεσθε στὴν ταπείνωση
καὶ ἐκείνη γίνεται καλύτερη.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου