Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

"Η δική μου ανάπαυση γεννιέται από την ανάπαυση του άλλου"

– Ἄν, Γέροντα, κάποιος δὲν ἔχη γευθῆ τὴν χαρὰ τῆς θυσίας, πῶς μπορεῖ νὰ φθάση στὴν θυσία; 

– Ἂν ἔρθη στὴν θέση τοῦ ἄλλου. Ὅταν ἤμουν στὸν στρατό, συχνὰ τὸ πολυβολεῖο ἦταν γεμάτο νερό· στὸν ἀσύρματο οἱ μπαταρίες ἤθελαν ἀλλαγὴ – καὶ ἦταν πολὺ δύσκολο, γιατὶ ἦταν φορτωμένη ἡ γραμμή. Βρεχόμουν μέχρι τὴν μέση· ἡ χλαίνη ἔσταζε. Προτιμοῦσα ὅμως νὰ κάνω μόνος μου τὴν δουλειά, γιὰ νὰ μὴν ταλαιπωρηθοῦν οἱ ἄλλοι, καὶ χαιρόμουν ποὺ τὸ ἔκανα. Ὁ διοικητὴς μοῦ ἔλεγε: «Εἶμαι ἀναπαυμένος καὶ ἥσυχος, ὅταν κάνης ἐσὺ τὴν δουλειά, ἀλλὰ σὲ λυπᾶμαι. Πὲς σὲ κάποιον ἄλλον νὰ πάη». «Ὄχι, χαίρομαι, κύριε διοικητά», τοῦ ἔλεγα. Στὴν διλοχία ἦταν ἀκόμη ἕνας ἀσυρματιστής, ἀλλὰ δὲν τὸν ἄφηνα στὶς ἐπιχειρήσεις νὰ κουβαλήση οὔτε τὴν μπαταρία οὔτε τὸν ἀσύρματο, ἂν καὶ ἦταν βαριά, γιὰ νὰ μὴ βρεθῆ σὲ κίνδυνο. Μὲ παρακαλοῦσε ἐκεῖνος: «Γιατί δὲν μοῦ τὰ δίνεις;». «Ἐσὺ ἔχεις γυναίκα καὶ παιδιά, τοῦ ἔλεγα. Ἂν σκοτώσουν ἐσένα, θὰ δώσω λόγο στὸν Θεό». Ἔτσι ὁ Θεὸς μᾶς φύλαξε καὶ τοὺς δύο· δὲν ἄφησε νὰ σκοτωθῆ οὔτε ἐκεῖνος οὔτε ἐγώ.

Προτιμότερο εἶναι γιὰ ἕναν εὐαίσθητο ἄνθρωπο νὰ σκοτωθῆ ὁ ἴδιος μιὰ φορὰ ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ προστατέψη τὸν πλησίον του, παρὰ νὰ ἀμελήση ἢ νὰ δειλιάση, καὶ ὕστερα νὰ σφάζεται συνέχεια ἀπὸ τὴν συνείδησή του σʹ ὅλη του τὴν ζωή. Μιὰ φορά, στὸν ἀνταρτοπόλεμο, τότε μὲ τὶς ἐπιχειρήσεις, οἱ ἀντάρτες μᾶς εἶχαν ἀποκλείσει ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ οἱ στρατιῶτες θὰ ἔρριχναν κλῆρο, ποιός θὰ πάη στὸ χωριὸ γιὰ ἐφόδια. «Θὰ πάω ἐγώ», εἶπα. Ἂν πήγαινε κάποιος ἄπειρος ἢ ἀπρόσεκτος, μπορεῖ καὶ νὰ σκοτωνόταν καὶ θὰ μὲ ἔτυπτε μετὰ ἡ συνείδηση. «Καλύτερα, σκέφτηκα, νὰ σκοτωθῶ ἐγώ, παρὰ νὰ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ νὰ μὲ σκοτώνη ἡ συνείδησή μου σὲ ὅλη μου τὴν ζωή. Πῶς θ᾿ ἀντέξω μετά; Θὰ μοῦ λέη ἡ συνείδησή μου: ʺΜποροῦσες νὰ τὸν γλυτώσης· γιατί δὲν τὸν γλύτωσες;ʺ». Νήστευα κιόλας καὶ ἤμουν νηστικός..., τέλος πάντων. Ὁπότε μοῦ λέει ὁ διοικητής: «Καὶ ἐγὼ προτιμῶ νὰ πᾶς ἐσὺ ποὺ πιάνεις πουλιὰ στὸν ἀέρα, ἀλλὰ νὰ τρῶς, γιὰ νὰ ἔχης ἀντοχή». Πῆρα τὸ ὅπλο καὶ ξεκίνησα. Οἱ ἀντάρτες μὲ πέρασαν γιὰ δικό τους καὶ μὲ ἄφησαν νὰ περάσω. Πῆγα στὸ χωριό, ἀνέβηκα σὲ ἕνα διώροφο σπίτι. Μιὰ γριὰ ποὺ ἦταν ἐκεῖ μοῦ ἔδωσε ἐφόδια καὶ γύρισα πίσω στὴν διλοχία.

Τὴν μεγαλύτερη χαρὰ τὴν ἔνιωθα τὸν χειμώνα, ἐκεῖ μέσα στὰ χιόνια. Θυμᾶμαι, ξύπνησα ἕνα βράδυ· οἱ ἄλλοι κοιμόνταν. Τὸ χιόνι εἶχε σκεπάσει τὶς σκηνές. Πάω, πιάνω τὸν ἀσύρματο καὶ βγάζω τὸ χιόνι ἀπὸ τὶς τρύπες τοῦ ἀσυρμάτου· βλέπω δούλευε. Τρέχω στὸν διοικητὴ καὶ τοῦ τὸ λέω. Ἐκεῖνο τὸ βράδυ εἴκοσι ἕξι κρυοπαγημένους ἔβγαλα μέσα ἀπὸ τὸ χιόνι μὲ τὸν κασμᾶ.

Ἐγὼ δὲν ἔκανα τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἂν τὸ 10% ἀπὸ ὅσα ἔκανα στὸν στρατὸ τὸ ἔκανα γιὰ τὸν Χριστό, τώρα θὰ ἔκανα θαύματα! Γιʹ αὐτὸ μετὰ στὴν καλογερικὴ ἔλεγα: «Στὸν στρατό, γιὰ τὴν πατρίδα ταλαιπωρήθηκα τόσο, γιὰ τὸν Χριστὸ τί κάνω;». Δηλαδὴ μπροστὰ στὴν ταλαιπωρία ποὺ πέρασα στὸν στρατό, στὴν καλογερικὴ αἰσθανόμουν σὰν νὰ ἤμουν βασιλόπουλο – ἄσχετα ἂν εἶχα ἢ δὲν εἶχα παξιμάδι. Γιατὶ στὶς ἐπιχειρήσεις ξέρεις τί νηστεία κάναμε; Τρώγαμε σπυρωτὸ χιόνι. Οἱ ἄλλοι ἔτρεχαν, ἔβρισκαν καὶ κάτι νὰ φᾶνε. Ἐγὼ μὲ τὸν ἀσύρματο δὲν μποροῦσα νὰ μετακινηθῶ. Μιὰ φορὰ δεκατρεῖς μέρες ἤμασταν νηστικοί. Μόνο μιὰ κουραμάνα καὶ μισὴ ρέγγα μᾶς εἶχαν μοιράσει. Νερὸ ἔπινα ἀπὸ τὶς πατημασιὲς τῶν ζώων. Καὶ δὲν ἦταν καὶ καθαρὸ βρόχινο ἀλλὰ λασπωμένο. Εἶχα πιεῖ μιά... πορτοκαλλάδα μιὰ φορά!

Εἶχα σκάσει γιὰ νερό. Εἶδα μιὰ πατημασιὰ ζώου γεμάτη κίτρινο νερό, ἤπια–ἤπια... Ὁπότε μετὰ στὴν καλογερική, ἀκόμη καὶ ζούδια νὰ εἶχε τὸ νερό, μοῦ φαινόταν μεγάλη εὐλογία. Ἔμοιαζε τοὐλάχιστον μὲ νερό.

Μιὰ φορά, ἕνα ἀπόγευμα, εἶχε κοπῆ ἡ ἕρπουσα γραμμή. Ἦταν Δεκέμβρης μήνας τοῦ 1948. Τὸ χιόνι πολύ. Στὶς 4 ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα ἔρχεται διαταγὴ νὰ πᾶμε στὸ χωριό, δυὸ ὧρες μακριά, νὰ φτιάξουμε τὴν γραμμὴ καὶ νὰ γυρίσουμε πίσω. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲν εἶχε ἀκόμη οὔτε δυὸ ὧρες μέρα. Οἱ στρατιῶτες ἦταν σκοτωμένοι στὴν κούραση καὶ δὲν εἶχαν κουράγιο νὰ ξεκινήσουν. Καὶ ποῦ νὰ βρῆς τὴν γραμμὴ μὲ τόσο χιόνι!

– Δὲν ξέρατε, Γέροντα, τὸν δρόμο καὶ ποῦ ἦταν ἡ γραμμή;

– Ἔ, περίπου τὸν δρόμο τὸν ἤξερα, ἀλλὰ θὰ μᾶς ἔπιανε καὶ ἡ νύχτα. Τέλος πάντων, μοῦ ἔδωσαν μιὰ ὁμάδα καὶ ξεκινήσαμε. Στὴν ἀρχὴ ἀνοίξαμε μέσα στὸ στρατόπεδο μὲ τὸ φτυάρι τὸν δρόμο ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ ἔτσι προχωρήσαμε λίγο, γιὰ νὰ ἀναπαύσουμε τὸν διοικητή. Μετὰ λέω: «Προχωρᾶμε, γιατὶ πρέπει καὶ νὰ γυρίσουμε». Πήγαινα μπροστά, γιατὶ οἱ ἄλλοι ἦταν ὅλο ἀντίδραση. «Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει, ἀλλὰ πεθαίνουμε ἐμεῖς», μοῦ ἔλεγαν. Συνέχεια αὐτό! Προχωροῦσα, βούλιαζα μέσα στὸ χιόνι, μὲ τραβοῦσαν ἐπάνω· ξαναβούλιαζα, μὲ ξανατραβοῦσαν. Εἶχα καὶ ἕνα ξίφος καὶ τὸ κάρφωνα κάτω, γιὰ νὰ κάνω γείωση. Συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐλέγχω. Ἔμπαινα μπροστά. «Προχωρῆστε, τοὺς ἔλεγα· ἀπὸ ᾿δῶ δὲν περνοῦν ζῶα, γιὰ νὰ κόψουν τὴν γραμμή. Μόνο σὲ κανένα λάκκο ποὺ ἡ γραμμὴ εἶναι ἐναέριος, ἐκεῖ νὰ ἐλέγξουμε». Τελικὰ φθάσαμε σὲ ἕνα χωριὸ ποὺ εἶχε πεζούλια καί, καθὼς τὸ χιόνι εἶχε στοιβαχθῆ ἀπὸ τὸν ἀέρα, δὲν ξεχώριζες τίποτε. Ὅταν φθάσαμε στὰ πεζούλια, πέφτω μέσα στὸ χιόνι. Τρόμαξαν νὰ μὲ βγάλουν οἱ ἄλλοι. Ὕστερα σιγὰ‐σιγὰ ἀπὸ τὸ ἕνα πεζούλι στὸ ἄλλο κατεβήκαμε ὅλοι – μὴν τὰ ρωτᾶς πῶς! – ἀργὰ τὸ βράδυ στὸ χωριό. Βρῆκα σὲ κάτι λάκκους σὲ ἕνα‐δυὸ μέρη τὴν γραμμὴ κρεμασμένη, τὴν συνδέσαμε καὶ μπορέσαμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν διοικητή. «Νὰ γυρίστε πίσω», μᾶς λέει ὁ διοικητής. Ἀλλὰ πῶς νὰ γυρίσουμε; Ἐκτὸς ποὺ ἦταν νύχτα, πῶς νὰ ἀνεβοῦμε τὰ πεζούλια; Κουτρουβάλα τὰ εἴχαμε κατεβῆ! Ποῦ νὰ βρῆς δρόμο; «Μὰ ἔτσι στὸν ἀνήφορο, πῶς νὰ γυρίσουμε; τοῦ λέω. Στὸν κατήφορο τέλος πάντων, κατεβήκαμε! Νὰ γυρίσουμε αὔριο τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ χωριοῦ κάνοντας τὸν γύρο». «Τίποτε, λέει ὁ διοικητής, ἀπόψε». Εὐτυχῶς ἄκουσε ἕνας ὑπασπιστὴς τὸν διοικητὴ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μᾶς ἀφήση νὰ μείνουμε τὴν νύχτα στὸ χωριό, καὶ ἔτσι μείναμε. Σὲ ἕνα σπίτι μᾶς ἔδωσαν δυὸ‐τρεῖς τσέργες2 καί, ἐπειδὴ εἶχα πουντιάσει – ὅπως ἔμπαινα μπροστὰ καὶ ἄνοιγα τὰ χιόνια, εἶχα γίνει τελείως μούσκεμα –, οἱ ἄλλοι μὲ λυπήθηκαν, γιατὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὴν πλήρωσα ἐγὼ ποὺ τραβοῦσα μπροστά, καὶ μὲ ἔβαλαν στὴν μέση, γιὰ νὰ ζεσταθῶ. Τότε εἴχαμε φάει μόνον ἕνα κομμάτι κουραμάνα. Μεγαλύτερη χαρὰ δὲν θυμᾶμαι νὰ ἔχω νιώσει στὴν ζωή μου.

Ἀναγκάσθηκα νὰ σᾶς πῶ αὐτὰ τὰ παραδείγματα, γιὰ νὰ καταλάβετε τί θὰ πῆ θυσία. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὲ χειροκροτήσετε, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβετε ἀπὸ ποῦ βγαίνει ἡ πραγματικὴ χαρά. Ἔπειτα στὸ γραφεῖο Διαβιβάσεων ὁ ἕνας μοῦ ἔλεγε ψέματα: «Ἔρχεται ὁ πατέρας μου καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὸν δῶ. Σὲ παρακαλῶ, κάθησε λίγο στὴν θέση μου». Ὁ ἄλλος: «Ἦρθε ἡ ἀδελφή μου» – καὶ δὲν ἦταν οὔτε κἂν ἀδελφή του. Κάποιος ἄλλος κάτι ἄλλο, καὶ ἐγὼ καθόμουν συνέχεια στὴν ὑπηρεσία γιὰ τὸν ἕνα καὶ γιὰ τὸν ἄλλον καὶ θυσιαζόμουν. Ὕστερα σκούπιζα, καθάριζα, γιατὶ ἐκεῖ στὴν διμοιρία Διαβιβάσεων ἀπαγορευόταν νὰ μπαίνουν ἄλλοι. Οὔτε ἀξιωματικὸς ἀπὸ ἄλλη ὑπηρεσία δὲν μποροῦσε νὰ πάη μέσα, γιατὶ ἦταν καὶ καιρὸς πολέμου. Καθαρίστρια νὰ πάρουμε, δὲν μπορούσαμε. Ἔπαιρνα λοιπὸν τὴν σκούπα καὶ καθάριζα ὅλους τοὺς χώρους. Ἐκεῖ ἔμαθα νὰ σκουπίζω. «Ἐδῶ εἶναι μιὰ ὑπηρεσία, ἔλεγα, εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ἱερὸς χῶρος· δὲν κάνει νὰ εἶναι ἀκατάστατα». Οὔτε ὑποχρέωση εἶχα νὰ σκουπίσω οὔτε ἤξερα ἀπὸ σκούπισμα. Μήπως εἶχα πιάσει ποτὲ σκούπα στὸ σπίτι μου; Καὶ νὰ ἤθελα νὰ πιάσω σκούπα, θὰ μὲ σκότωνε στὸ ξύλο μὲ τὴν σκούπα ἡ ἀδελφή μου. «Καθαρίστρια» μὲ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι, «αἰώνιο θύμα» μὲ ἔλεγαν. Δὲν τὰ λάμβανα ὑπ᾿ ὄψιν μου. Καὶ οὔτε γιὰ νὰ ἀκούσω τὸ «εὐχαριστῶ» τὸ ἔκανα. Ἀλλὰ τὸ ἔκανα ἀπὸ μέσα μου, γιατὶ τὸ ἔνιωθα ὡς ἀνάγκη καὶ τὸ χαιρόμουν.

– Δὲν σᾶς περνοῦσε, Γέροντα, καθόλου ἀριστερὸς λογισμός; Δὲν λέγατε λ.χ.: «Ὁ ἄλλος γυρίζει· δὲν πάει νὰ δῆ τὴν ἀδελφή του»;

– Ὄχι, δὲν μοῦ περνοῦσε λογισμός. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μοῦ ἔλεγε ὁ ἄλλος «σὲ παρακαλῶ, μπορεῖς νὰ καθήσης λίγο», τελείωσε. Ἄλλος μοῦ ζητοῦσε χρήματα καὶ μοῦ ἔλεγε δῆθεν ὅτι τὰ ἤθελε γιὰ τὰ παιδιά του, καὶ αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν ἔστελνε στὰ παιδιά του, ἀλλὰ ζητοῦσε καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα του χρήματα, νὰ ξοδεύη γιὰ τὸν ἑαυτό του. Κατάλαβες; Οὔτε τὸ ἔκανα, γιὰ νὰ μοῦ ποῦν «μπράβο»· τὸ αἰσθανόμουν ὡς ἀνάγκη. Ἐπειδὴ δὲν ἔβγαινα ἔξω, τὸ εἶχαν ἐκμεταλλευτῆ οἱ ἄλλοι καὶ μοῦ ἄφηναν ὅλη τὴν δουλειά. Ἔβγαζα ὅλη τὴν δουλειὰ τῆς διμοιρίας. Ἕνα σωρὸ σήματα διαβιβάσεων· νὰ βροντᾶνε συνέχεια οἱ θυρίδες. Εἶχα γίνει ἐρείπιο. Ἕνα διάστημα εἶχα συνέχεια τριάντα ἐννιάμισι πυρετὸ καὶ δὲν ἔλεγα σὲ κανέναν τίποτε. Ἔπειτα ἔπεσα πτῶμα ἀπὸ τὴν ὑπερκόπωση. Λιποθύμησα καὶ μὲ πέταξαν σὲ ἕνα φορεῖο. «Ἄντε Βενέδικτε3, ἄκουσα νὰ λένε, θὰ σὲ πᾶμε μὲ τὸ φορεῖο γιὰ γενικὴ ἐπισκευὴ ἐκεῖ ποὺ φτιάχνουν τὰ χαλασμένα αὐτοκίνητα!» καὶ μὲ πῆγαν σὲ ἕνα νοσοκομεῖο. Καὶ ἐκεῖ ἐγκαταλελειμμένος – ποιός νὰ μοῦ δώση σημασία; ὅλοι κοιτοῦσαν τοὺς τραυματισμένους –, ἀλλὰ ἔνιωθα χαρά, τὴν χαρὰ αὐτὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν θυσία. Γιατὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ἄλλου γεννιέται ἡ ἀνάπαυση ἡ δική μου.

2 Τσέργα: μάλλινη χοντρὴ κουβέρτα, βελέντζα.

3 Βενέδικτος ὀνομαζόταν ὁ ἱεροκήρυκας τῆς περιοχῆς καὶ οἱ συστρατιῶτες τοῦ Γέροντα, ὅταν ἤθελαν νὰ τὸν πειράξουν, τὸν ἀποκαλοῦσαν «Βενέδικτο».  

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι: Πειρασμοί και δοκιμασίες

Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι Χωρίς πειρασμούς και δοκιμασίες είναι αδύνατο να φτάσει ο άνθρωπος στην τελειότητα ή να γνωρίσει αληθινά τ...