– Τὸν μοναχὸ τὸν βοηθάει φυσιολογικὰ ὅλη ἡ ζωή του νὰ ἔχη τὴν ἀγάπη, τὴν
θυσία. Ξεκίνησε νὰ πεθάνη γιὰ τὸν Χριστό. Ξεκίνησε δηλαδὴ γιὰ τὴν θυσία. Δὲν ἔχει
καὶ ὑποχρεώσεις, γι᾿ αὐτὸ ἐπιβάλλεται ὁ μοναχὸς νὰ καλλιεργῆ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας.
Ὁ λαϊκὸς δὲν ξεκίνησε νὰ πεθάνη γιὰ τὸν Χριστό. Ὕστερα ἔχει καὶ ὑποχρεώσεις. Σκέφτεται
τὴν οἰκογένειά του, τὰ παιδιά του, γι᾿ αὐτὸ ἔχει ἐλαφρυντικὰ καὶ δικαιολογεῖται.
Π.χ. σὲ ἕναν πόλεμο, ἕνας ποὺ ἔχει οἰκογένεια πάει νὰ ἀποφύγη τὸν κίνδυνο, γιὰ
νὰ μὴ μείνουν τὰ παιδιά του στὸν δρόμο. Δὲν ὑπολογίζει ὅτι, ἂν ἀποφύγη ἐκεῖνος,
ἴσως σκοτωθῆ κάποιος ἄλλος ποὺ ἔχει καὶ ἐκεῖνος παιδιά. Τέλος πάντων, ἐκεῖ ὑπάρχει
τοὐλάχιστον ἕνα ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Σοῦ λέει: «Τὰ παιδιά μου νὰ
μὴ μείνουν στὸν δρόμο». Μπορεῖ νὰ μὴν πιστεύη κιόλας στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ πάει νὰ
γλυτώση αὐτὴν τὴν ζωή.
– Δηλαδή, Γέροντα, ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ
θυσιάζη συνέχεια τὸν ἑαυτό του.
– Κοίταξε, δὲν εἴπαμε ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι μιὰ θυσία; Ἔ, τί
κάνουμε ἀλλιῶς; Ἂν χωλαίνη σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ μοναχός, τότε δὲν εἶναι μοναχός.
Μετὰ τί πνευματικὰ νὰ πῆς; Δὲν χωρᾶνε τὰ πνευματικά, ὅταν δὲν ὑπάρχη θυσία. Ὅσα
πνευματικὰ καὶ ἂν κάνη ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὁ μοναχός, τίποτε δὲν εἶναι. Στὸ Ἅγιον
Ὄρος αὐτὰ τὰ πνευματικὰ τὰ λένε «κουκουσκιάχτικα». Δηλαδὴ δὲν μπορεῖ νὰ διώξη
δαιμόνια ὁ καλόγερος ποὺ κάνει τέτοια πνευματικά· ἴσα–ἴσα τὰ κοράκια διώχνει. Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος παίρνη στὰ ζεστὰ τὸν ἀγώνα ποὺ ἔχει νὰ κάνη σʹ αὐτὴν τὴν ζωή, ὑπάρχει
καὶ ἡ Θεία φλόγα μέσα του. Ἅμα λείπη αὐτὴ ἡ θεία φλόγα, εἶναι ἄχρηστος. Αὐτὴ εἶναι
ποὺ τοῦ δίνει χαρά, τοῦ δίνει παλληκαριά, τοῦ δίνει φιλότιμο. Εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπε
ὁ Κύριος: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν»6. Ὅταν ὑπάρχη αὐτὸ τὸ θεῖο πῦρ, τότε καὶ ἡ ψαλμωδία
καὶ ἡ προσευχή του εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτό του εἴτε γιὰ τοὺς ἄλλους ἔχει ἀποτελέσματα.
Ἰδίως ἡ γυναικεία καρδιά, ὅταν ἐξαγνισθῆ, ἔχει μεγάλη δύναμη. Καὶ στὴν προσευχὴ
πολὺ προχωράει. Ραντὰρ γίνεται. Ὅποιος δὲν ἔχει φιλότιμο, θυσία, θὰ ἔχη ἢ
κοσμικὴ χαρὰ ἢ κοσμικὴ στενοχώρια· ἀγαλλίαση πνευματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ νιώση.
Γιʹ αὐτὸ λέω νὰ καλλιεργήσετε τὴν θυσία, τὴν ἀδελφοσύνη. Νὰ ἀποκτήση
καθεμία κατάσταση πνευματική, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ τὰ βγάλη πέρα μόνη της σὲ μιὰ δύσκολη
περίσταση. Ἂν δὲν ἔχη κανεὶς πνευματικὴ κατάσταση, δειλιάζει, ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸν
ἑαυτό του. Μπορεῖ καὶ τὸν Χριστὸ νὰ ἀρνηθῆ, νὰ Τὸν προδώση. Πρέπει νὰ εἶστε ἀποφασισμένες
νὰ πεθάνετε. Ἐδῶ κοσμικοὶ ἄνθρωποι θυσιάζονται, ποὺ οὔτε καὶ στὸν Παράδεισο
πιστεύουν. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι τίποτε δὲν πάει χαμένο καὶ ἡ θυσία μας ἔχει νόημα.
Οἱ κοσμικοὶ νὰ ἔχουν ἄγνοια ἀπὸ ὅλα καὶ νὰ θυσιάζωνται, νὰ κινδυνεύουν, γιὰ νὰ
προφυλάξουν τὸν ἄλλον, καὶ οἱ μοναχοὶ νὰ μὴ θυσιάζωνται; Ἐμεῖς ξεκινᾶμε γιὰ τὴν
ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ πεθάνουμε, ὑποχρεώσεις δὲν ἔχουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καὶ θυσία,
τότε τί κάνουμε; Θὰ μᾶς γελᾶν καὶ τὰ μυρμήγκια μετά! Εἶδες μυρμήγκια νὰ κοροϊδεύουν
τοὺς ἀνθρώπους; Κοροϊδεύουν τοὺς τεμπέληδες!
– Γέροντα, ἐνδέχεται νὰ ἔχω προθυμία νὰ ἐξυπηρετῶ
καὶ νὰ μὴν ἔχω ἁγνὰ ἐλατήρια;
– Αὐτὸ φαίνεται. Ὅταν δὲν εἶναι ἁγνὰ τὰ ἐλατήρια, ἡ ψυχὴ δὲν βρίσκει ἀνάπαυση.
Ὁπότε τὸ καταλαβαίνει καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξαγνίση. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση μιὰ ψυχὴ
ποὺ ἦρθε αὐτὲς τὶς μέρες. Ὅταν μαθαίνη ὅτι κάποιος εἶναι ἄρρωστος καὶ ὑποφέρει,
δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθῆ, πονάει καὶ κλαίει. Καὶ ζῆ μέσα στὸν κόσμο. Τὸ εἶπε σὲ κάποιον
καὶ τῆς εἶπε: «Μπορεῖ νὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ». Γίνεται νὰ εἶναι αὐτὸ τοῦ
πειρασμοῦ; Μόνον ὅταν τὸ κάνη κανεὶς ἐπιδεικτικά, μπορεῖ νὰ τὸν ξεγελάη ὁ
πειρασμὸς καὶ νὰ ζῆ μιὰ λανθασμένη κατάσταση.
Νὰ βγάζετε τὸν ἑαυτό σας ἀπὸ τὶς ἐνέργειές σας. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βγαίνη
ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, βγαίνει ἀπὸ τὴν γῆ. Κινεῖται σὲ ἄλλη ἀτμόσφαιρα. Ὅσο παραμένει
στὸν ἑαυτό του, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη οὐράνιος ἄνθρωπος. Δὲν γίνεται πνευματικὴ ζωὴ
χωρὶς θυσία. Νὰ θυμᾶστε καὶ λίγο ὅτι ὑπάρχει θάνατος. Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ
μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό μας. Ὄχι νὰ μὴν προσέχουμε καὶ νὰ παθαίνουμε
ζημιές, ἀλλὰ ὄχι νὰ προσκυνοῦμε καὶ τὴν ἀνάπαυση! Οὔτε λέω νὰ ρίχνη κανεὶς τὸν ἑαυτό
του στοὺς κινδύνους, ἀλλὰ νὰ ἔχη λίγο ἡρωισμό, βρὲ παιδάκι μου! Οἱ ἥρωες μὲ τί
παλληκαριὰ ἀντιμετώπιζαν στὸν ἀγώνα τὸν θάνατο! Μοῦ ἔλεγε ἕνας μοναχὸς ποὺ ἦταν
μαζὶ μὲ τὸν Κονδύλη – ὁ Κονδύλης ἦταν πατριώτης, ἥρωας: Ὅταν οἱ Ἕλληνες μὲ τὸν
πόλεμο στὴν Μικρὰ Ἀσία εἶχαν κάνει ἀποβίβαση κοντὰ στὴν Πόλη, ὁ Κονδύλης μέσα
στὸ καράβι, μόλις εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὴν Πόλη, ἔκανε σὰν τρελλός. «Βρὲ παιδιά, θὰ
πεθάνουμε ποὺ θὰ πεθάνουμε, φώναζε. Τί σήμερα, τί αὔριο! Νὰ πεθάνουμε παλληκαρίσια,
βρὲ παιδιά! Ἂς πεθάνουμε ἥρωες γιὰ τὴν πατρίδα». Δὲν εἶχε ὑπομονὴ οὔτε νὰ
προσεγγίσουν στὴν ξηρά. Ἀπὸ τὴν ἀγωνία, ἀπὸ τὴν λαχτάρα ποὺ εἶχε, δὲν εἶδε ὅτι
τὸ καράβι δὲν εἶχε ἀκουμπήσει ἀκόμη στὴν ξηρά, πήδηξε καὶ ἔπεσε μέσα στὴν θάλασσα!
Τόσο πολύ! Δὲν ἤξερε καὶ κολύμπι, ἔτρεξαν, τὸν ἔβγαλαν.
– Γέροντα, μᾶς εἴπατε νὰ προσπαθήσουμε νὰ
μὴν εἶναι ὁ ἑαυτός μας σὲ κάθε μας ἐνέργεια. Πῶς θὰ γίνη αὐτό;
– Ἐσεῖς ὅλα ἕτοιμα τὰ θέλετε. Τί θὰ πῆ βγάζω τὸν ἑαυτό μου; Πότε βγάζω
τὸν ἑαυτό μου; Πῶς θὰ βγάλουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας; Πῶς θὰ λαμπικάρουμε
τὴν ἀγάπη μας; Ὅσο δὲν ὑπολογίζω τὸν ἑαυτό μου, τόσο βγάζω τὸν ἑαυτό μου. Καὶ ὅταν
κόβουμε τὸ θέλημα, τὴν ἀδυναμία, τὴν ἀνάπαυσή μας, καὶ τότε βγάζουμε τὸν ἑαυτό
μας. Καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ μὲ τὴν σιωπὴ πολλὰ ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας.
Καὶ ὅταν δὲν ἔχη ἰδιοτέλεια ἡ ἀγάπη μας, πάλι βγάζουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πρέπει
νὰ ἔχη καὶ θυσία ἡ ἀγάπη μας. Τὸ καταλαβαίνετε αὐτό; Μπορεῖ νὰ θέλη π.χ. μιὰ
ψυχὴ νὰ πάη στὴν Γερόντισσα καὶ βλέπει μιὰ ἄλλη ἀδελφὴ ποὺ θέλει καὶ ἐκείνη νὰ
πάη. Ἂν ἀμέσως παραχωρήση τὴν σειρά της, καὶ ἂς ξέρη ὅτι ἡ ἄλλη δὲν ἔχει θέματα,
τότε ἔχει τὴν ὑπακοή, τὴν θυσία κ.λπ. Καὶ ὅταν μὲ ὅλη τὴν καρδιά της παραχωρήση
τὴν θέση της καὶ δὲν μιλήση μὲ τὴν Γερόντισσα, σʹ αὐτὴν θὰ μιλήση ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός. Νὰ τὸ αἰσθανθῆ ὅμως ὡς ἀνάγκη, νὰ τὸ λέη ἡ καρδιά της, ὄχι νὰ τὸ κάνη,
ἐπειδὴ ἁπλῶς τὸ λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἔτσι λαμβάνει διπλὴ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τότε
ἡ μία βοηθιέται πνευματικὰ ἀνθρωπίνως, ἐνῶ ἡ ἄλλη βοηθιέται θεϊκά, ἀπʹ εὐθείας ἀπὸ
τὸν Χριστό.
Παρατηρῆστε καὶ κοσμικοὺς ποὺ παρουσιάζουν τέτοια θυσία ποὺ δὲν τὴν ἔχουν
οὔτε μοναχοί. Στὸν κόσμο – μοῦ κάνει ἐντύπωση –, παρόλο ποὺ οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ
νὰ μὴν πιστεύουν, νὰ ἔχουν τὶς ἀδυναμίες τους, τὰ πάθη τους, πῶς τὰ οἰκονόμησε ὁ
Θεὸς καὶ ἔχουν μαλακὴ καρδιά. Βλέπουν κάποιον ποὺ ἔχει ἀνάγκη, καὶ ἂς εἶναι ἄγνωστος,
καὶ πᾶνε νὰ τοῦ προσφέρουν βοήθεια. Πολλοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν οὔτε καὶ στὸν Παράδεισο,
ἂν δοῦν ἕναν κίνδυνο, τρέχουν νὰ προλάβουν νὰ μὴ γίνη κακό, νὰ σκοτωθοῦν αὐτοί,
γιὰ νὰ σωθοῦν ἄλλοι, νὰ δώσουν περιουσίες κ.λπ. Πρὶν ἀπὸ χρόνια, σὲ μιὰ βιοτεχνία
κινδύνεψε νὰ τυλιχθῆ ἕνας ἐργάτης σὲ ἕνα μηχάνημα, καὶ ἐνῶ ἦταν τόσοι ἄνδρες, ἔτρεξε
μιὰ γυναίκα νὰ τὸν γλυτώση. Οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν καὶ παλληκαριά, κοιτοῦσαν... Τὸν
γλύτωσε τελικά, ἀλλὰ τυλίχτηκε ἐκείνη μὲ τὰ φορέματά της καὶ σκοτώθηκε. Μάρτυρας!
Μεγάλη ὑπόθεση!
Τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν σκέφτονται τὸν ἑαυτό τους· τὸν πετᾶνε ἔξω. Καὶ ὅταν
τὸν πετᾶνε ἔξω, τότε πετιέται μέσα τους ὁ Χριστός.
6
Λουκ. 12, 49.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου