Κυριακή Ζ’ Λουκά - Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης: «Ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε… Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε» (Λουκ. 8,48,50)
Χωρὶς Θεό, ἀγαπητοί μου, δὲ ζῇ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἔθνος
καὶ λαὸς ποὺ νὰ μὴ πιστεύῃ στὸ Θεό.
Ὑπάρχουν πολλὲς θρησκεῖες. Ἀλλ᾽ ἐὰν μὲ ρωτήσετε, ποιά ἀπ᾽ ὅλες εἶνε ἡ ἀληθινή,
ποιά ἀνταποκρίνεται στὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαντῶ· ἡ θρησκεία
ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Καὶ εἶνε ἡ μόνη ἀληθινή, γιατὶ αὐτὸς ποὺ τὴν ἵδρυσε δὲν εἶνε ἕνας ἄνθρωπος
ἁπλῶς, ὅπως ὁ Μωάμεθ ποὺ ἵδρυσε τὴ θρησκεία τῶν Τούρκων ἢ ὅπως ὁ Βούδδας ποὺ ἵδρυσε
τὴ θρησκεία τῶν Ἰνδῶν, δὲν εἶνε ἕνας φιλόσοφος ἢ ἄλλος μεγάλος ἄνδρας τῆς ἱστορίας.
Ὁ Χριστός, ποὺ ἵδρυσε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε Θεός. Αὐτὴ εἶνε ἡ ῥίζα καὶ
τὸ θεμέλιο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καμμία δύναμι στὸν κόσμο δὲ θὰ μπορέσῃ
ποτὲ νὰ γκρεμίσῃ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός. Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε,
καὶ οἱ πέτρες ποὺ πατοῦμε θὰ φωνάξουν ὅτι «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς
Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Θὰ πῇς· Μὰ ἐγὼ σήμερα θέλω ἀποδείξεις. Ὑπάρχουν ἀποδείξεις ὅτι ὁ
Χριστὸς εἶνε Θεός;
Ὑπάρχουν πλῆθος ἀποδείξεις. Καὶ πρὶν ἀπ᾽ ὅλα τὰ θαύματά του, ποὺ ποτέ δὲν
σταμάτησαν. Μετρᾷς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης, τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ φύλλα τῶν
δασῶν; Ἄλλο τόσο μπορεῖ κανεὶς νὰ μετρήσῃ τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, κάνει καὶ θὰ
κάνῃ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων ὁ Κύριος ἡμῶν
Ἰησοῦς Χριστός.
Δύο θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τὸ ἕνα εἶνε μεγαλύτερο, τὸ ἄλλο
μικρότερο. Ποιά εἶνε αὐτά;
Ὁ Χριστὸς πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Μόλις τό ᾽μαθε ὁ κόσμος, αὐθορμήτως
σχημάτισε διαδήλωσι· λαὸς πολὺς βγῆκε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ. Καθὼς περπατοῦσε ὁ
Χριστός, ἦρθε ἕνας, ἔπεσε μπρούμυτα μπροστά του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν
παρακαλοῦσε. Δὲν ἦταν φτωχὸς ζητιάνος· ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος. Ἦταν
πλούσιος, ἀλλὰ δυστυχισμένος. Μὲ τὰ λεφτά, βλέπετε, ἀγοράζεις τὰ πάντα, ἕνα δὲν
ἀγοράζεις· τὴν εὐτυχία. Καὶ αὐτὸς ἦταν δυστυχισμένος, διότι μέσ᾽ στὸ σπίτι
του συνέβη κακό.
Τὸ μονάκριβο κορίτσι του ἀρρώστησε, ἔπεσε στὸ κρεβάτι· καί, μολονότι
ξώδεψε πολλὰ γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσῃ, δὲν κατώρθωσε τίποτε. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ
κορίτσι πέθαινε. Ἀπελπισμένος βγῆκε στοὺς δρόμους. Πῆγε στὸ Χριστὸ καὶ τοῦ
ζήτησε νὰ ἔρθῃ στὸ σπίτι του. Ὁ Χριστὸς δέχθηκε. Ἀλλ᾽ ἐνῷ προχωροῦσαν γιὰ τὸ
σπίτι, ἔρχεται ἀπὸ ᾽κεῖ ἕνας ὑπηρέτης τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ λέει· Τὸ κορίτσι σου
πέθανε, μὴν ἐνοχλεῖς πιὰ τὸν διδάσκαλο. Ὁ Χριστός, ποὺ τ᾽ ἄκουσε, στρέφεται στὸν
πατέρα καὶ λέει· Μὴ φοβᾶσαι· μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθῇ.
Ἔτσι ἔφθασαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ σπίτι. Μέσα τὸ κορίτσι ἦταν πλέον νεκρό. Φίλοι,
συγγενεῖς, γείτονες εἶχαν μαζευτῆ καὶ ἔκλαιγαν. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μὴν κλαῖτε· δὲν
πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται» (Λουκ. 8,52). Ἄρχισαν νὰ τὸν περιγελοῦν· ὅπως καὶ τώρα
κοροϊδεύουν κάθε παπᾶ – δεσπότη – ἱεροκήρυκα ἅμα λέῃ τὰ σωστά. Ἡ κοινωνία
παραμένει ἴδια πάντα. Κορόιδευαν τὸ Χριστό· Ἄκου λέει «κοιμᾶται»! Ἀφοῦ τὸ κορίτσι
εἶνε νεκρό, τί ἦρθε αὐτὸς ἐδῶ νὰ μᾶς πῇ;…
Ἤξερε ὅμως ὁ Χριστὸς τί ἔλεγε.
Ὅπως εἶπε καὶ κάποιος ἅγιος διδάσκαλος, ὁ ὕπνος, ποὺ κοιμούμεθα κάθε μέρα, εἶνε
ἕνας μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος. Κάθε βράδυ ποὺ
κοιμούμεθα πεθαίνουμε. Ἂν τὸ σκεφθοῦμε καλὰ – καλά, κανείς δὲ θὰ κοιμηθῇ. Ἕνα
μυστήριο εἶνε κι ὁ ὕπνος· δὲ μποροῦν νὰ τὸ ἐξηγήσουν καὶ μεγάλοι ἐπιστήμονες.
Κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἐν μέρει νεκρώνεται. Δὲ βλέπει, δὲν ἀκούει – ἐκτὸς ἀπὸ
τὰ ὄνειρα ποὺ φανερώνουν ὅτι ἔχει μεταφυσικὴ προέλευσι, πέραν τοῦ κόσμου
τούτου. Κοιμᾶται ὁ ἄνθρωπος, νεκρὸς εἶνε· τὸ πρωὶ γίνεται ἀνάστασις. Ὅπως λοιπὸν
αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται θὰ ξυπνήσῃ, ἔτσι κι αὐτοὺς πού ᾽νε μέσ᾽ στὰ μνήματα ―αὐτὴ εἶνε
ἡ πίστις μας― θὰ τοὺς σηκώσῃ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τὸ χέρι τῆς νεκρᾶς καὶ φώναξε·
Παιδί μου, σήκω. Καὶ ἀμέσως τὸ νεκρὸ κορίτσι σηκώθηκε ὄρθιο. Μὲ ὅση εὐκολία ἡ
μάνα ξυπνάει τὸ παιδί, ἔτσι ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ νεκρὸ κορίτσι. Ἦταν ἕνα θαῦμα,
ποὺ τὸ εἶδαν καὶ θαύμασαν ὅλοι. Μὲ τὸ θαῦμα αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀπέδειξε ὅτι εἶνε
Θεός, Κύριος ζώντων καὶ νεκρῶν.
Ἀλλ᾽ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ τὸ μεγάλο, ἔκανε κ᾽ ἕνα ἄλλο μικρότερο. Στὴν πόλι ἐκείνη
ζοῦσε μιὰ γυναίκα δυστυχισμένη. Ἦταν ἄρρωστη δώδεκα χρόνια. Ἔπασχε ἀπὸ γυναικεία
πάθησι· εἶχε αἱμορραγία, ποὺ τὴν εἶχε στραγγίσει, τὴν εἶχε ἀφήσει πετσὶ καὶ
κόκκαλο. Πῆγε σὲ γιατρούς, ξώδεψε μιὰ περιουσία, πῆρε βότανα καὶ φάρμακα, ὅλα
τὰ χρησιμοποίησε, μὰ τίποτα.
Ἀπελπισμένη περίμενε τὸ θάνατο. Τώρα ὅμως, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός,
ξεκίνησε νὰ πάῃ νὰ τὸν συναντήσῃ μὲ τὴν πεποίθησι «Αὐτὸς θὰ μὲ κάνῃ καλά!».
Δυσκολεύτηκε νὰ βρεθῇ κοντά του ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο· μῆλο νά ᾽ρριχνες δὲν ἔπεφτε
κάτω. Μὲ μεγάλο ἀγῶνα κατώρθωσε νὰ πλησιάσῃ ἀπὸ πίσω τὸ Χριστὸ καὶ ν᾽ ἀγγίξη τὴν
ἄκρη τοῦ φορέματός του! Καὶ πράγματι, μόλις τὸ ἄγγιξε ―ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι,
ἐμεῖς πιστεύουμε―, ἀμέσως ἔγινε καλά· ἡ αἱμορραγία σταμάτησε.
Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν τό ᾽ξερε κανένας· μόνο αὐτὴ κι ὁ Χριστός. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ
κρυφὰ θαύματα στὴ ζωή μας, κι αὐτὰ ἴσως εἶνε τὰ πιὸ πολλά.
Ὁ Χριστὸς ρωτάει·
―Ποιός μὲ ἄγγιξε;
Ὁ Πέτρος λέει·
―Μά, Κύριε, ὁ κόσμος ὅλος σὲ ἀγγίζει καὶ σὲ πιέζει, καὶ ρωτᾷς ποιός σὲ ἄγγιξε;
―Ὄχι, λέει ὁ Χριστός, κάποιος μ᾽ ἄγγιξε· ἕνα ἄλλο ἄγγιγμα ἦταν αὐτό, ἐγὼ ἔνιωσα
ὅτι βγῆκε δύναμις ἀπὸ μένα. Τότε ἡ γυναίκα, τρέμοντας, ἀναγκάστηκε νὰ παρουσιαστῇ.
Ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ εἶπε μπροστὰ σὲ ὅλους·
―Χριστέ, συχώρεσέ με· ἐγὼ εἶμαι ἡ ἁμαρτωλὴ ποὺ τόλμησα ν᾽ ἀγγίξω μὲ τὰ δάχτυλά
μου τὸ χιτῶνα σου· ἔπασχα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀσθένεια, καὶ τώρα ἔγινα καλά. Κι ὁ
Χριστὸς τῆς εἶπε·
―«Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην»· ἔχε θάρρος,
κόρη μου, ἡ πίστι σου σὲ ἔσωσε, βάδιζε ἥσυχη τὸ δρόμο σου (ἔ.ἀ. 8,48).
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, ποὺ πιστοποιοῦν ὅτι ὁ
Χριστὸς εἶνε Θεός. Παρατηροῦμε ὅτι καὶ οἱ δύο, καὶ ὁ Ἰάειρος καὶ ἡ αἱμορροοῦσα,
πίστευαν. Ἀπαραίτητη δηλαδὴ προϋπόθεσις τοῦ θαύματος εἶνε ἡ πίστις· γιὰ νὰ γίνῃ
θαῦμα, χρειάζεται πίστις.
Ὁ Χριστὸς εἶνε καὶ σήμερα ὁ ἴδιος ποὺ ἦταν ὅταν ζοῦσε ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ὁ ἴδιος
θὰ μείνῃ «εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Ὅπως τότε ἔκανε τὰ θαύματα ποὺ ἀκούσαμε,
ἔτσι καὶ σήμερα κάνει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν θαύματα πρέπει νὰ πιστεύουμε. Καὶ
γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς πιστεύουμε, ἔχουμε αὐτὴ τὴν πίστι;
Ἡ πίστις δὲν εἶνε κάτι κρυφό. Εἶνε ὅπως ὁ ἔρωτας. Ἕνας ποὺ ἀγαπάει ἕνα
κορίτσι τὸ δείχνει· μὲ βλέμματα, μὲ γράμματα, μὲ αἰσθήματα. Ἔτσι καὶ ἡ
πίστις. Πιστεύεις; θὰ τὸ φανερώσῃς. Κάθε δέντρο τὸ καταλαβαίνουμε ἀπὸ τὸν καρπό
(Λουκ. 6,43)· καὶ τὸ δέντρο τῆς πίστεως παράγει καρποὺς στὴν καθημερινὴ ζωή.
Σήμερα ἡ πίστις μένει κρυμμένη, δὲν ἐκδηλώνεται ὅπως ἄλλοτε. Οἱ
πρόγονοί μας, π.χ. στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ στὸν Πόντο, πίστευαν. Ὅποιος πήγαινε
τότε ἐκεῖ, ἔβλεπε ζωντανὴ πίστι. Βλαστήμια δὲν ἀκουγόταν. Διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε.
Οἱ οἰκογένειες ἔφερναν παιδιὰ στὸν κόσμο. Νήστευαν Τετάρτη, Παρασκευή,
σαρακοστές. Ἂν ἔβγαζαν 100 δραχμές, κρατοῦσαν 10 καὶ τὶς 90 τὶς ἔδιναν νὰ
χτιστοῦν ἐκκλησίες καὶ σχολεῖα. Ὅταν χτυποῦσε ἡ καμπάνα ―ἢ καὶ χωρὶς καμπάνα,
γιατὶ δὲν ἄφηνε ὁ Τοῦρκος― πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν θυμιάτιζε ὁ παπᾶς
ἢ περνοῦσαν τὰ ἅγια καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, δάκρυζαν.
Εἴδατε σήμερα κανένα δάκρυ; Ἄλλος χασμουριέται, ἄλλος ξύνεται, ἄλλος κοιτάζει τὸ
ρολόι του. Ἁμαρτάνουμε ἔξω· νὰ ἁμαρτάνουμε καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία;
Προτιμότερο νὰ κλείσουν οἱ ἐκκλησίες. Ποῦ καταντήσαμε τώρα! Νὰ προχωρήσω, νὰ ἐλέγξω,
νὰ παρουσιάσω τὴν ἀθλιότητα ποὺ ἔχουμε σήμερα; Ἂς μὴ γίνω πικρός…
Ἐλεύθερος εἶνε ὁ καθένας νὰ μὴν πιστεύῃ. Ἀλλὰ θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας. Διότι
«Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6,7). Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας· εἶνε
ζωντανή. Ἐὰν εἶνε ψέμα, νὰ πᾶμε μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ καταστρέψουμε τὴν Ἐκκλησία,
γιὰ νὰ μὴ ζοῦμε μ᾽ ἕνα ψέμα. Ἐὰν ὅμως εἶνε ἀλήθεια ―καὶ εἶνε ἀλήθεια―, ἀπευθύνομαι
σ᾽ ἐσᾶς καὶ λέω· Κι ἂν ἄλλοι ἀρνηθοῦν τὸ Χριστὸ καὶ χειροκροτήσουν ἀπίστους καὶ
ἀθέους, ἐσεῖς μείνετε πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι σ᾽ αὐτόν· νὰ λατρεύετε πάντα τὸ
Χριστό· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ν. Ἁγ. Βασιλείου; Φιλώτα – Ἀμυνταί)
kirigmata.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου