– Μερικοὶ λένε: «Σ᾿ αὐτὸν τὸν Ναὸ τὸν μικρό, τὸν κατανυκτικό, ζῶ τὴν Θεία
Λειτουργία· στὸν μεγάλο Ναὸ δὲν τὴν ζῶ. Ἂν εἶναι κανένα ἐξωκλήσι σοβατισμένο ἄσπρο,
δὲν νιώθω τίποτε· ἂν ὅμως εἶναι ἁγιογραφημένο, ἔχη καλὸ τέμπλο κ.λπ., ἐκεῖ ζῶ τὴν
Θεία Λειτουργία!». Αὐτὰ εἶναι γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει ὄρεξη νὰ φάη καὶ τοῦ
βάζεις λίγο ἁλάτι, λίγο πιπέρι, γιὰ νὰ τοῦ ἔρθη ἡ ὄρεξη.
– Δηλαδή, Γέροντα, αὐτὰ δὲν παίζουν κάποιο
ρόλο; Δὲν βοηθοῦν;
– Ναί, δὲν λέω, βοηθοῦν καὶ αὐτά, ἀλλὰ νὰ μὴ σκαλώνη κανεὶς σʹ αὐτά.
Διαφορετικά, μὲ μαγικὸ τρόπο θὰ ζητᾶ ὁ ἄνθρωπος νὰ ζήση τὸν Χριστό. Θὰ ζητᾶ
κελλὶ σκοτεινό, κανδήλι μὲ χαμηλὸ φῶς, κατανυκτικὸ Ναό. Χωρὶς αὐτὰ δὲν θὰ μπορῆ
νὰ προσευχηθῆ. Ἢ στὸ τραῖνο βρίσκεται ἢ στὴν σπηλιὰ ἢ στὸν δρόμο, νὰ εἶναι τὸ ἴδιο
γιʹ αὐτόν. Ὁ Θεὸς τὸν κάθε ἄνθρωπο τὸν ἔχει κάνει καὶ ἕνα ἐκκλησάκι8 καὶ μπορεῖ
νὰ τὸ φέρνη παντοῦ μαζί του.
Ὅλοι ψάχνουν τὴν ἀνάπαυση, ἀλλὰ ἡ ἀνάπαυση ἔρχεται ἀπὸ μέσα μας. Καὶ αὐτοὶ
οἱ καημένοι ποὺ πᾶνε ἀπὸ προσκύνημα σὲ προσκύνημα ψάχνουν νὰ βροῦν τὸν Χριστό, ἐνῶ
ὁ Χριστὸς εἶναι κοντά τους. Καὶ ἐνῶ μποροῦν νὰ Τὸν βροῦν χωρὶς κόπο, κουράζονται
καὶ τελικὰ δὲν Τὸν βρίσκουν. Ἕνας σωστὸς πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν ἀναπαύεται νὰ
γυρίζη καὶ νὰ βλέπη διάφορα ἀξιοθέατα. Αὐτὸ εἶναι γιὰ ὅσους ὑποφέρουν, γιὰ νὰ
ξεχνοῦν λίγο τὴν στενοχώρια τους. Ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν θεία
παρηγοριὰ δὲν τὰ χρειάζεται αὐτά. Καὶ ἂν δὲν ἔχη τὴν θεία παρηγοριὰ μέσα του, τότε
δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν κοσμικό. Οἱ βλέψεις του καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά του θὰ εἶναι πάλι
κοσμικά· δὲν θὰ εἶναι πνευματικά. Πάλι θὰ κοιτάζη πῶς νὰ ἀναπαυθῆ μὲ κάτι τὸ
κοσμικό.
Πολλοὶ ἔρχονται στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐπισκέπτονται διάφορους Πατέρες, ἐνθουσιάζονται
μὲ αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν ἀπὸ τὸν καθένα, τὰ ἑρμηνεύουν μὲ τὸν δικό τους τρόπο, τὰ μπλέκουν
καὶ λένε κιόλας: «Πολὺ καλὰ περάσαμε». Ἐνῶ, ἂν ἐπισκέπτονταν ἕναν Πατέρα, τὸν
συμβουλεύονταν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐφαρμόσουν ὅ,τι τοὺς εἶπε, θὰ εἶχαν θετικὴ
βοήθεια. Τώρα αὐτὸ ποὺ κάνουν εἶναι ἕνας πνευματικὸς
τουρισμός· χάνουν τὶς ὧρες τους, ταλαιπωροῦνται ἄσκοπα καὶ δὲν ὠφελοῦνται.
Πόσο ξεκούραστο θὰ ἦταν, ἂν στέκονταν σὲ ἕναν Πατέρα καὶ ἐφήρμοζαν ὅ,τι ἄκουσαν!
Διότι τότε θὰ ἔνιωθαν τὴν ἐσωτερικὴ ξεκούραση, ἐνῶ τώρα γυρίζουν ἀπὸ τόπο σὲ τόπο
καὶ ξεκουράζονται ἀπὸ τὰ πράσινα τοπία τοῦ Ἁγίου Ὄρους σὰν κοσμικοί.
Εἶναι καὶ μερικοὶ ποὺ λένε: «Θὰ πάω στὴν μία Παναγία, θὰ πάω στὴν ἄλλη
Παναγία!». Ἡ Παναγία εἶναι μία. Δὲν εἶναι ὅτι τὸ κάνουν ἀπὸ εὐλάβεια, ἀλλὰ γιατὶ
θέλουν νὰ βγοῦν ἔξω, νὰ ξεσκάσουν. Ἀπὸ ἐκεῖ νὰ καταλάβης ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν
ἠρεμία. Ἂν δὲν ἔχη κανεὶς εὐλάβεια, ταπείνωση, καὶ μέσα στὸ Κουβούκλιο τοῦ
Παναγίου Τάφου νὰ τὸν βάλης, τίποτε δὲν θὰ δῆ. Ἐνῶ, ἂν ἔχη εὐλάβεια, καὶ στὸν
Γολγοθᾶ μπορεῖ νὰ δῆ τὸ Ἅγιο Φῶς.
Κάποτε ἕνας δόκιμος ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα πῆγε τὸ Μέγα Σάββατο
νὰ πάρη Ἅγιο Φῶς ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο γιὰ τὸ μοναστήρι του – ὑπάρχει συνήθεια νὰ
στέλνουν τὰ γύρω μοναστήρια μοναχούς, γιὰ νὰ πάρουν τὸ Ἅγιο Φῶς.
Αὐτὸς ἔκανε μιὰ πονηριά· ἐπειδὴ φοροῦσε ράσα, παραμέρισε τοὺς κοσμικοὺς καὶ μπῆκε
μπροστά. Ὕστερα, ὅταν ἦρθαν κάποιοι κληρικοί, τὸν παραμέρισαν αὐτόν, ἐπειδὴ ἦταν
κανονισμένο ποιός θὰ καθήση ἐδῶ, ποιός ἐκεῖ.
Τότε τὰ ἔβαλε μὲ τὸν ἑαυτό του ὁ δόκιμος: «Βρὲ ταλαίπωρε ἁμαρτωλέ, χαμένε ἄνθρωπε,
μὲ ὅλα τὰ χάλια σου προχώρησες καὶ μπροστά; Νὰ τσακιστῆς νὰ φύγης ἀπὸ ἐδῶ. Οὔτε
μέσα στὸν Ναὸ δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ μείνης».
Τὰ πίστευε αὐτὰ ποὺ ἔλεγε. Βγῆκε λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ καὶ παρακαλοῦσε τὸν
Χριστό: «Χριστέ μου, Σὲ παρακαλῶ, ἂς μὲ ἀνεχθῆς νὰ πάω σὲ κανένα ἄλλο προσκύνημα».
Καὶ πῆγε μετὰ πιὸ πάνω στὸν Γολγοθᾶ. Ἐκεῖ ἐλεεινολογοῦσε πάλι τὸν ἑαυτό του: «Ἀκοῦς,
νὰ κάνω τέτοια πονηριά! Ἐπειδὴ φοράω ράσα, παραμέρισα ἐγὼ ὁ ἐλεεινὸς τοὺς ἄλλους
ποὺ εἶναι καλύτεροι ἀπὸ μένα...».
Καὶ ἐνῶ ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό του, βγῆκε σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γολγοθᾶ,
σὰν ἀστραπή, ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ τὸν διέλυσε. Τότε ὁ καημένος εἶπε: «Κατέβηκε τὸ
Ἅγιο Φῶς». Πῆγε, πῆρε Ἅγιο Φῶς μὲ τὸ φαναράκι του ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ ἔφυγε.
– Γέροντα, δηλαδὴ δὲν βοηθοῦν τὰ προσκυνήματα
ποὺ γίνονται λ.χ. στοὺς Ἁγίους Τόπους;
– Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ. Σήμερα, ἂν πᾶς, γιὰ νὰ ὠφεληθῆς λίγο, πρέπει νὰ
βλαφθῆς πολὺ μέσα στὰ τραῖνα, στὰ ἀεροπλάνα, στὰ ξενοδοχεῖα. Ὅλα ἔχουν
κοσμικοποιηθῆ. Τί θὰ ὠφεληθῆ κανείς, ἂν πάη σὲ ἕναν πνευματικὸ χῶρο καὶ δῆ καὶ
μιὰ μεγάλη κοσμικὴ ἀταξία;
Πρέπει νὰ εἶναι πολὺ δυνατός, γιὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήση ὅλα πρὸς τὸ καλό. Καὶ ἐκεῖ
στὰ προσκυνήματα αὐτὸς ποὺ μιλάει καὶ ἐξηγεῖ, ὅταν
πηγαίνουν μὲ γκρούπ, εἶναι καλύτερα σὲ μερικὲς περιπτώσεις νὰ μὴ μιλάη. Γιατὶ δὲν
λέει μὲ εὐλάβεια λ.χ. «αὐτὴ εἶναι ἡ Γεθσημανῆ, ἐδῶ εἶναι ὁ Πανάγιος Τάφος
κ.λπ.», ἀλλὰ ἀρχίζει βρρρρ:
«Ἐδῶ εἶναι αὐτό, ἐκεῖ εἶναι τὸ ἄλλο, τώρα θὰ πᾶμε στὴν Βηθλεέμ, ὅπου ἦρθαν οἱ Μάγοι
ἀπὸ τὴν Περσία», καὶ σιγὰ‐σιγὰ πάει τοὺς προσκυνητὲς στό... Κουβέιτ!
Ἔτσι δὲν ἀφήνει καὶ ἕναν ποὺ διάβασε Ἁγία Γραφὴ καὶ ξέρει ὅτι ἐδῶ εἶναι ὁ Πανάγιος
Τάφος, ἐκεῖ ἡ Γεθσημανῆ κ.λπ. νὰ συγκεντρωθῆ καὶ νὰ προσευχηθῆ. Αὐτὰ χρειάζονται
μόνο σὲ ἕναν ποὺ δὲν διάβασε Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ ὅσοι πᾶνε γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους
Τόπους ἔχουν διαβάσει Ἁγία Γραφή.
Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ζαλίζονται.
Ἐν τῷ μεταξὺ φεύγουν ἀμέσως ἀπὸ τὸ ἕνα προσκύνημα καὶ πᾶνε στὸ ἄλλο, καὶ οὔτε κἂν
ποτίζει μέσα τους αὐτὸ ποὺ ἀκοῦν.
Ἄλλο εἶναι, ὅταν κανεὶς πηγαίνη προσκύνημα μὲ πνευματικὴ συντροφιὰ καὶ
πνευματικὸ συνοδὸ καὶ ἔχη κάνει προηγουμένως καὶ μιὰ ἀνάλογη προετοιμασία.
Ἔλεγε μιὰ Φαρασιώτισσα ποὺ ἔμενε στὰ Γιαννιτσά: «Χατζῆδες εἶναι αὐτοί;
Σὲ μισὴ ὥρα πᾶνε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ σὲ μισὴ ὥρα γυρνᾶνε! Χατζῆδες εἶναι;». Παλιὰ οἱ καημένοι ἔμεναν στὰ προσκυνήματα καὶ ἔκαναν ἀγρυπνίες,
γιὰ νὰ ὠφελοῦνται πνευματικά, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν κάνουν ἔξοδα μένοντας
σὲ ξενοδοχεῖα, καὶ τὰ χρήματα τὰ ἔδιναν ἐλεημοσύνη.
Καὶ ἂν κανεὶς δὲν εἶχε καμμιὰ πνευματικὴ ἀλλοίωση, ὅταν ἐπέστρεφε, τοῦ ἔλεγαν:
«Σκόρδο πῆγες, κρεμμύδι γύρισες».
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος πήγαινε κάθε δέκα χρόνια στὰ
Ἱεροσόλυμα καὶ βάδιζε πέντε μέρες μὲ τὰ πόδια μέχρι τὴν Μερσίνα, γιὰ νὰ πάρη τὸ
καράβι.
Σήμερα σπάνια νὰ βρῆς τέτοιες περιπτώσεις.
Θυμᾶμαι, εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι ἕνας Ρῶσος ἀπὸ τὸ Βλαδιβοστόκ, ἀπέναντι ἀπὸ
τὴν Ἰαπωνία. Εἶχε τάξει νὰ πάη στοὺς Ἁγίους Τόπους μὲ τὰ πόδια. Ὅταν πῆγε νὰ πάρη
εὐλογία ἀπὸ τὸν Δεσπότη του, ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Δὲν εἶσαι καλά, ποὺ θὰ πᾶς μὲ τὰ
πόδια». Γιʹ αὐτὸ πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Ζαγκὸρσκ στὴν Μόσχα καὶ πῆρε εὐλογία ἀπὸ
ἕναν Στάρετς. Ξεκίνησε ἀπὸ ἐκεῖ τὸ Πάσχα μὲ τὰ πόδια καὶ ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα
τὸν Ὀκτώβριο. Ἑβδομῆντα χιλιόμετρα τὴν ἡμέρα βάδιζε. Ἦρθε μετὰ καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος
μὲ τὰ πόδια καὶ θὰ ξαναπήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα.
Εἶχε πραγματικὸ θεῖο ἔρωτα. Ζοῦσε σὲ ἄλλον κόσμο. Ἤξερε λίγα ἑλληνικὰ καὶ
συνεννοούμασταν. «Νόμιζα, μοῦ εἶπε, ὅτι θὰ εἶναι ἐκεῖ ὁ Ἀντίχριστος, γιὰ νὰ
μαρτυρήσω, νὰ μοῦ κόψη τὸ κεφάλι, ἀλλὰ δὲν ἦταν! Τώρα ποὺ θὰ ξαναπάω στὰ Ἱεροσόλυμα,
θὰ βάλω μιὰ μετάνοια στὸν Πανάγιο Τάφο καὶ γιὰ σένα, καὶ ἐσὺ νὰ μνημονεύης τὸ ὄνομά
μου». Σηκώθηκε ἐπάνω καὶ ἔκανε μιὰ μετάνοια, γιὰ νὰ μοῦ δείξη πῶς θὰ κάνη, καὶ
χτύπησε τὸ κεφάλι του πάνω σὲ μιὰ πέτρα. Ἔβλεπες μιὰ φλόγα μέσα του. Ἐνῶ ἄλλοι,
ἔτσι ὅπως πᾶνε στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ τουρισμὸ καὶ χωρὶς εὐλάβεια, εἶναι καλύτερα
νὰ μὴν πᾶνε.
Πόσο ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἁγίους Τόπους! Στὸν δρόμο
λ.χ. ποὺ πάει κανεὶς πρὸς τὸν Γολγοθᾶ αἰσθάνεται μιὰ ἀλλοίωση. Καὶ νὰ μὴν ξέρη
ποῦ πηγαίνει, ἂν περπατήση ἐκεῖ, συγκλονίζεται. Ἔχει καὶ μιὰ πινακίδα ποὺ γράφει
στὰ Λατινικὰ «via Dolorosa»9. Καὶ στὸν Πανάγιο Τάφο βλέπεις διάφορους ἀνθρώπους·
μιὰ ποικιλία. Ἄλλοι εἶναι κληρικοί, ἄλλοι κοσμικοί, ἄλλοι ντυμένοι σεμνά, ἄλλοι
ἄσεμνα, ἄλλοι μὲ μακριὰ ροῦχα, ἄλλοι μὲ κοντά, ἄλλοι σχεδὸν χωρὶς ροῦχα, ἄλλοι
κουρεμένοι, ἄλλοι μὲ μαλλιὰ μακριά... Διάφορος κόσμος, διάφορες μόδες, διάφορες
φυλές, ἀπὸ διάφορα δόγματα· ἄλλος Ρωμαιοκαθολικός, ἄλλος Ἀρμένιος, ἀλλὰ ὅλοι
πηγαίνουν καὶ προσκυνοῦν ἐκεῖ! Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση! Εἶναι συγκινητικό.
Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὰ μελετᾶ κανεὶς ὅλα αὐτὰ μὲ καλὸ λογισμό, γιὰ νὰ συγκινῆται
καὶ νὰ τὸν ἀνεβάζουν πνευματικά.
– Γέροντα, ὅταν κανεὶς δὲν ἔχη ἐπιθυμία
νὰ πάη, εἶναι ἔλλειψη εὐλαβείας;
– Ὄχι. Ἐγὼ δὲν ἔχω πάει οὔτε σὲ ὅλα τὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους οὔτε
σὲ πολλὰ προσκυνήματα. Δὲν πῆγα λ.χ. στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσο· αὐτὸ ὅμως δὲν
σημαίνει ὅτι δὲν εὐλαβοῦμαι τὸν Ἅγιο. Καλὰ εἶναι νὰ ἔχουμε τὴν εὐλάβεια γιὰ ἕναν
Ἅγιο σὲ ἕνα προσκύνημα, ἀλλὰ νὰ μὴν τρέχουμε, γιὰ νὰ πᾶμε. Νὰ πηγαίνουμε, ὅταν
δοθῆ κάποια εὐκαιρία ἢ ὅταν ὑπάρξη κάποιος λόγος.
Σημασία ἔχει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὴν Σαμαρείτιδα: «Οἱ
ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ Πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ».
6 Γνωστὴ ἀνθολογία ἀσκητικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων ποὺ φιλοτεχνήθηκε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Παῦλο τὸν Εὐεργετινό, ἱδρυτὴ καὶ κτίτορα τῆς περίφημης Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Εὐεργέτιδος στὴν Κωνσταντινούπολη.
7 Ἰω. 4, 23.
8 Βλ. Α´ Κορ. 3, 16 καὶ 6, 19.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’ «Πνευματικὴ Ἀφύπνιση»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου