Απόσπασμα:
«Εδώ στον
Πειραιά, πριν αρκετά χρόνια μεταξύ 1970 και 1974 καθαιρέθηκε
ένας κληρικός, ο οποίος βέβαια μετά την καθαίρεση, επειδή ήταν
μορφωμένος και συγχρόνως εκπαιδευτικός, εξασκούσε το
επάγγελμα του εκπαιδευτικού, ως κοσμικός, αλλά βέβαια ζήτησε μετάθεση και πήγε
στην επαρχία και έμεινε εκεί μακριά.
Κάποιες γιορτές ήρθε να δει εδώ τους δικούς του και πέρασε από τη γειτονιά και μία κυρία τον γνώρισε και λέει σε κάποια άλλη:
- Ξέρει αυτός είναι καθηρημένος.
Αυτός ήταν παπάς και τον καθαίρεσαν.
Και σηκώθηκε η άλλη που μόλις το άκουσε, χωρίς μυαλό μέσα της, σήκωσε τα δυο της τα χέρια και τον φασκέλωσε από
πίσω, όπως περπατούσε ο καθηρημένος εκείνος ιερέας.
Δεν πέρασε ένας χρόνος και η γυναίκα αυτή που μούντζωσε πέθανε.
Ηρθε η ώρα της, πέθανε.
Πήγαν στο νεκροταφείο.
Πέρασαν τα τρία χρόνια, εδώ στν Ανάσταση, πέρασαν τα τρία χρόνια και έγινε η
εκταφή.
Βγήκε όλη λιωμένη εκτός από τα δυο χέρια, τα οποία
ήταν ολόκληρα, ακέραια μαζί με το κρέας, σαν να τα είχαν βάλει στον τάφο
εκείνη την ώρα.
Μαύρα ναι αλλά σαν να τα είχαν βάλει εκείνη την ώρα.
Απλώς βάψιμο, σαν να είχαμε μια μπογιά.
Αλλά το κρέας υπήρχε επάνω, δεν είχε λιώσει από μέσα.
Μαύρα, χοντρά, απαίσια στην όψη και με τα νύχια μεγάλα.
Φωνάξαν τον ιερέα του τμήματος εκεί, όσοι
είστε από εδώ και πηγαίνετε στην Ανάσταση ξέρετε, διάβασε ευχή, μια, δυο,
τρεις, τίποτα δεν έγινε.
Ειδοποιούν τον Μητροπολίτη.
Ηταν πρωινές ώρες.
Τότε ήταν Μητροπολίτης ο Χρυσόστομος στον Πειραιά, ο οποίος αμέσως πήρε το
αυτοκίνητο και
ήρθε.
Βάζει το Πετραχείλι και το Ωμοφόριο, διάβασε αρχιερατική συγχωρητική ευχή, δεν
έγινε τίποτα. Περίμεναν δηλαδή να γίνει κάτι.
Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Ανάμεσα σε αυτούς τους συγγενείς και τους γνωστούς που παρευρίσκοντο στην
εκταφή, ήτο και εκείνη η κυρία που ήτο γειτόνισσα και λίγο συγγενής με την
πεθαμένη.
Αυτή που της είπε ότι αυτός ο παπάς είναι καθηρημένος.
Και το θυμήθηκε.
Και λέει αυτή:
- Κάτι πρέπει να έχει κάμει με τα χέρια της για να μην λιώνουν.
Και θυμήθηκε αυτή.
- Α, λέει, είναι αυτό.
Και είπε τι έγινε.
Είπε αμέσως να βρεθεί ο καθηρημένος ιερεύς, να βρεθεί.
Και πράγματι, δεν ξέρω για ποιους λόγους ήτο εκεί εκείνες τις ημέρες, μάλλον
ήτο προς το καλοκαίρι και είχαν παύση τα σχολεία και ευρέθη τελικά.
Το απόγευμα της ημέρας ήρθε μαζί με τον Δεσπότη ξανά εκεί και παρουσία βέβαια
των εκταφέων,
τα άλλα κομμάτια τα είχαν πάρει, εκείνα τα είχαν τοποθετήσει εκεί κάτω τέλος
πάντων σε μια ...; τα φύλαγαν, και του είπε
- Κοίταξε να δεις, παιδί μου, εδώ, ό,τι έγινε έγινε τότε αλλά εδώ πρέπει να,
πεις... Συνέβη αυτό χωρίς να το ξέρεις, εσύ μπορεί να καθαιρέθηκες αλλά η
ιεροσύνη, η χάρις της ιεροσύνης δεν έφυγε,
είναι μέσα σου, κολλημένη και ενωμένη με το είναι σου και με την ψυχή σου.
Συγχώρησέ την.
Πες:
"Λελυμένη και συγκεχωρημένη".
Και ακούμπησε με τα χέρια σου τα χέρια της.
Οταν είπε "Λελυμένη και συγκεχωρημένη" και πήγε να ακουμπήσει
τα χέρια, έλιωσαν.
Αυτό έγινε μεταξύ 1970 και 1974, δεν θυμάμαι, παρόντος του ιερέως της εποχής
εκείνης και των εκταφέων. Αυτά από πρώτο χέρι. Λοιπόν, ο παππούλης όποιος και
αν είναι Λειτουργός Ιερεύς είναι κάρβουνο.
Αν είναι αγιασμένος, είναι αναμμένο θα σας κάψει.
Αν δεν είναι όποιος και αν είναι είναι πάλι κάρβουνο σβησμένο αλλά οπωσδήποτε
θα μουντζουρωθείτε.
Ποιος έπιασε κάρβουνο και δεν μουντζουρώθηκε;
Ποιος έπιασε κάρβουνο και δεν κάηκε;
Μετά φόβου και τρόμου στη Θεία Λειτουργία ο παππούλης είναι εις τόπον και
τύπον Χριστού.»
Απομαγνητοφωνημένα (και ηχητικά) κηρύγματα του
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου