– Γέροντα, ἔχω ζήλεια, μνησικακία,
κατακρίνω, θυμώνω...
– Ἡ ζήλεια, ἡ κατάκριση, ὁ θυμός, ἡ μνησικακία κ.λπ., ὅλα ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια
ξεκινοῦν. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τὸ Γενικὸ Ἐπιτελεῖο ὅλων τῶν παθῶν. Ἂν λοιπὸν χτυπήσης τὴν ὑπερηφάνεια, χτυπᾶς ὅλα
τὰ πάθη καὶ ἔρχεται μέσα σου ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη. Γι᾿ αὐτό, νομίζω, ἀρκετὸ
εἶναι νὰ ἀσχοληθῆς ἢ μᾶλλον νὰ ἀνοίξης μέτωπο μάχης μὲ τὴν ὑπερηφάνεια· νὰ στρέψης
ὅλα τὰ πυρὰ πρὸς τὸ κάστρο τῆς ὑπερηφανείας, τὸ ὁποῖο μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεό.
Βλέπεις, ὅταν ὁ ἐχθρὸς πολεμάη ἕνα κράτος, τὶς περισσότερες δυνάμεις θὰ τὶς στείλη
νὰ χτυπήσουν τὴν πρωτεύουσα. Μία βόμβα ἂν ρίξη στὴν πρωτεύουσα καὶ τὴν καταστρέψη,
πάει μετά, κατέστρεψε ὅλο τὸ κράτος.
– Γέροντα, μὲ ποιόν συγγενεύει ὁ ὑπερήφανος;
– Μὲ τὸν ἔξω ἀπὸ ᾿δῶ, μὲ τὸν διάβολο... Ἂν καὶ εὐκολώτερα κάμπτεται ὁ
διάβολος παρὰ ὁ ὑπερήφανος. Γιατὶ τὸν δαίμονα τὸν κάμπτεις, ἂν ταπεινωθῆς, ἐνῶ
τὸν ὑπερήφανο, ἀκόμη καὶ νὰ ταπεινωθῆς καὶ νὰ τοῦ ζητήσης συγγνώμη, δὲν τὸν κάμπτεις·
θὰ σοῦ πῆ: «ὑποκρίνεσαι!».
Ὅποιος ἔχει περισσότερη ταπείνωση, ἔχει
περισσότερο πνευματικὸ περιεχόμενο. Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἔχει ἐσωτερικὸ περιεχόμενο. Εἶναι σὰν τὸ ἀψώμωτο στάχυ ποὺ στέκεται ὄρθιο, ἐνῶ τὸ
ψωμωμένο στάχυ γέρνει τὸ κεφαλάκι του. Καὶ ἐκτὸς ποὺ εἶναι σκοτισμένος, εἶναι
καὶ ἐσωτερικὰ ἀνήσυχος καὶ ἐξωτερικὰ ταραγμένος καὶ θορυβώδης. Γιατί, ὅταν ὑπάρχη
ὑπερηφάνεια, ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι μιὰ φούσκα ποὺ τὴν φουσκώνει ὁ διάβολος
καὶ μετὰ τὴν τρυπάει μὲ μιὰ καρφίτσα, κάνει κρότο καὶ σπάει.
Εἶναι ἄτιμη ἡ ὑπερηφάνεια, εἶναι φοβερὸ πράγμα, ἀφοῦ τοὺς Ἀγγέλους τοὺς
ἔκανε δαίμονες! Αὐτὴ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν γῆ καὶ τώρα ἀπὸ τὴν γῆ
προσπαθεῖ νὰ μᾶς στείλη στὴν κόλαση.
Ὅταν δὲν καταλαβαίνουμε τὴν ὑπερηφάνεια
– Ἐγώ, Γέροντα, δὲν καταλαβαίνω νὰ ὑπερηφανεύωμαι
γιὰ κάτι συγκεκριμένο.
– Τότε θὰ ὑπάρχη μέσα σου μιὰ γενικὴ ὑπερηφάνεια. Πολλὲς φορὲς ὁ διάβολος
τὰ παρουσιάζει ὅλα καμουφλαρισμένα καὶ δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος εἴδηση, ὅταν ἐνεργῆ
ὑπερήφανα. Ἂν ὅμως παρακολουθῆ καὶ ἐξετάζη τὸν ἑαυτό του, βλέπει ποῦ ἐνήργησε μὲ
ὑπερηφάνεια. Μπορεῖ νὰ μὴν καταλαβαίνη ὅλη
τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἔχει, ἀλλὰ λίγο θὰ τὴν καταλαβαίνη. Θὰ δῆ ὅτι νιώθει μέσα
του μιὰ ἐγωιστικὴ ἱκανοποίηση, μιὰ ὑπεροχὴ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, κάποιος δὲν μπορῆ νὰ
καταλάβη καθόλου ὅτι ἔχει ὑπερηφάνεια, τί γίνεται;
– Τότε λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ
νόμοι. Ὑπερηφανεύεται, πέφτει καὶ ταπεινώνεται. Ξανὰ ὑπερηφανεύεται, πάλι πέφτει, πάλι ταπεινώνεται. Καὶ συνεχίζεται
ἡ ἴδια κατάσταση σὲ ὅλη του τὴν ζωή, ὑπερηφάνεια‐ταπείνωση, ὑπερηφάνεια‐ταπείνωση.
Αὐτὴ ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι ἀρετή· εἶναι
τὸ ἀποτέλεσμα τῶν πνευματικῶν νόμων ποὺ λειτουργοῦν. Ταπεινώνεται δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος,
χωρὶς νὰ τὸ θέλη καὶ χωρὶς νὰ βγαίνη τίποτε. Ὑπάρχει μιὰ στασιμότητα· τοῦ δίνεται
μόνον ἡ εὐκαιρία νὰ καταλάβη ὅτι δὲν πάει καλά. Λέω, ἂς ποῦμε, σὲ μιὰ ἀδελφή: «Αὐτὴν τὴν εἰκόνα τὴν ἔκανες καλή». Ἂν
ὑπερηφανευθῆ, ὅταν πρόκειται νὰ κάνη ἄλλη εἰκόνα, θὰ πῆ: «Αὐτὴν τὴν εἰκόνα θὰ τὴν
κάνω πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν προηγούμενη, γιὰ νὰ μοῦ πῆ ὁ Γέροντας πάλι ʺμπράβοʺ». Καὶ
βλέπεις, μετὰ κάνει μιὰ καρικατούρα. Τὴν διορθώνω καί, ἐπειδὴ πάλι λέει μέσα
της: «τώρα θὰ τὴν κάνω ὅπως ἀκριβῶς μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ μοῦ πῆ ʺμπράβοʺ»,
κάνει πάλι καρικατούρα.
– Μπορεῖ ὅμως, Γέροντα, ἡ ἴδια νὰ τὴν
θεωρῆ καλή;
– Πῶς δὲν μπορεῖ; Τὴν καρικατούρα μπορεῖ νὰ τὴν θεωρήση ἀριστούργημα καὶ
νὰ ἔρθη μὲ χαρὰ νὰ μοῦ πῆ: «Πῶς σᾶς φαίνεται, Γέροντα, τώρα; Εἶναι καλή;». Θὰ τῆς
ἀποδείξω ὅτι εἶναι καρικατούρα καὶ τότε θὰ καταλάβη.
– Κι ἂν δὲν τὸ καταλάβη;
– Τότε ἡ ὑπερηφάνειά της ἔχει πιάσει πουρὶ καὶ θὰ συνεχίζη νὰ κάνη τὰ ἴδια
λάθη. Ὅ,τι καὶ νὰ πῆς, δὲν θὰ βγαίνη ἀπὸ τὸ δικό της.
– Ἐάν, Γέροντα, μὲ τὸν νοῦ μου πιάνω τὴν
ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ ἡ καρδιά μου μένει σκληρή;
– Ἀπὸ ᾿κεῖ θὰ ἀρχίσης καὶ σιγὰ ‐ σιγὰ θὰ ἔρθη ἡ θεραπεία. Ὁ γιατρὸς πρῶτα
κάνει τὴν διάγνωση καὶ ὕστερα προχωρεῖ στὴν θεραπεία.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη
καὶ Ἀρετὲς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου