Μέρος Α
Ἀδελφοί, «ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι» (῾Ρωμ. 13,11)
Ἀρχίζω τὸ κήρυγμα μὲ ἕνα παράδειγμα. Σᾶς ἐρωτῶ· ἔχετε δεῖ ποτέ σας ὑπνοβάτη;
Εἶνε κάτι φοβερό. Ὁ ὑπνοβάτης σηκώνεται τὴ νύχτα καί, ἐνῷ κοιμᾶται, ἀνοίγει τὴν
πόρτα, βγαίνει ἔξω καὶ περπατάει! Κι ἂν βοηθήσῃ ὁ Θεὸς καὶ δὲν πέσῃ σὲ κανένα
πηγάδι ἢ ἀπὸ καμμιὰ ταράτσα, θὰ ἐπιστρέψῃ πάλι στὸ κρεβάτι του. Τὸ πρωί, ὅταν
ξυπνήσῃ καὶ τὸν ρωτοῦν τί ἔγινε τὴ νύχτα, δὲ θυμᾶται τίποτε. Αὐτὸς εἶνε ὁ ὑπνοβάτης.
Ἕνα φαινόμενο, ποὺ καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ καλὰ – καλὰ νὰ τὸ ἐξηγήσῃ.
Ὁ ὑπνοβάτης εἶνε ἕνα παράδειγμα· εἶνε εἰκόνα μιᾶς ἄλλης καταστάσεως γιὰ
τὴν ὁποία μιλάει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Φωνάζει καὶ μᾶς λέει, ὅτι πρέπει νὰ
ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν ὕπνο (βλ. Ῥωμ. 13,11). Ποιόν ὕπνο; Δὲν πρόκειται γιὰ τὸν
φυσικὸ ὕπνο. Αὐτὸς εἶνε ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἀνάπαυσις τοῦ σώματος, ἀνανέωσις
τῶν δυνάμεων, φάρμακο ζωῆς, ὑγεία καὶ εὐλογία· ὅπως ἀντιθέτως ἡ ἀϋπνία εἶνε μιὰ
τιμωρία, μιὰ μάστιγα.
Ὥστε ὅταν λέῃ ἐδῶ ὁ ἀπόστολος, ὅτι πρέπει νὰ ξυπνήσουμε, ἐννοεῖ ἀπὸ
κάποιον ἄλλο ὕπνο, ὕπνο σὰν τοῦ ὑπνοβάτου, ὕπνο ἐπικίνδυνο καὶ θανατηφόρο, ὕπνο
κατηραμένο. Εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ ἔλεγε κι ὁ Δαυΐδ· Βοήθησέ με, Θεέ μου· «φώτισον τοὺς
ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου· Ἴσχυσα πρὸς
αὐτόν» (Ψαλμ. 12,4-5). Καὶ ὁ ὕπνος αὐτός, ἀδελφοί μου, εἶνε ὁ ὕπνος ποὺ φέρνει
στὴν ὕπαρξί μας ἡ ἁμαρτία· κάθε ἁμαρτία. Θέλετε παραδείγματα;
Νά μία συγκεκριμένη ἁμαρτία, ποὺ τὴν ἀναφέρει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Εἶνε ἡ
μέθη (βλ. Ῥωμ. 13,13). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μεθύσῃ, ζαλίζεται, χάνει τὶς αἰσθήσεις
του, δὲν κυριαρχεῖ πλέον στὸν ἑαυτό του. Ὁ μέθυσος δὲν ἔχει φρένο. Ἀνοίγει τὸ
στόμα του, μὰ τὰ λόγια του εἶνε ἀνοησίες, ἀστειολογίες, αἰσχρολογίες καὶ ὕβρεις,
ποὺ ἐκτοξεύει ἐναντίον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου. Τὰ λόγια του ἀκόμα εἶνε ἐκμυστηρεύσεις·
τὰ πιὸ σοβαρὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς του, ποὺ δὲν τὰ λέει οὔτε στὴ γυναῖκα του οὔτε
στὸν πνευματικό του, τὰ λέει τότε μπροστὰ σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, καὶ γίνεται
καταγέλαστος. Ἀκόμη χειρότερα, τὴν ὥρα τῆς μέθης κυριαρχεῖ ὁ σατανᾶς καὶ ἀπὸ
τὴν ψυχὴ τοῦ μεθύσου βγαίνουν φρικτὲς βλασφημίες τῶν θείων. Κ᾿ ἐπειδὴ στὸ
θολωμένο μυαλό του δὲν κυριαρχεῖ πλέον ἡ λογική, ὁδηγεῖται καὶ σὲ ἄλλες ἁμαρτίες,
ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Ἡ μέθη ἔχει γειτόνισσα τὴν πορνεία, τὴ μοιχεία
καὶ τὴν ἀκαθαρσία (ἔ.ἀ. 13,13). Βάκχος καὶ Ἀφροδίτη γειτονεύουν, ὅπως λέει καὶ ἡ
μυθολογία. Ἄλλος γείτονας τῆς μέθης εἶνε ὁ θυμός, καὶ ἄλλος ἀκόμη χειρότερος ὁ
φόνος. Διότι ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ ἀλκοὸλ καὶ ὁ πιὸ ἥσυχος ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ
διαπράξῃ φρικτὰ ἐγκλήματα. Ὁ ἔνδοξος Μέγας Ἀλέξανδρος σὲ συμπόσιο, ὑπὸ τὴν ἐπήρεια
τοῦ ἀλκοὸλ ἐφόνευσε – ποιόν; Τὸν Κλεῖτο, τὸν καλύτερό του φίλο!
Ὑπνοβάτης ὁ μέθυσος. Θέλετε ἄλλον ὑπνοβάτη; Νά ὁ φιλάργυρος. Αὐτὸς
πλέον δὲν μεθάει μὲ κρασί, ἀλλὰ μὲ τὸ χρῆμα. Ἀδικεῖ καὶ κλέβει, ἁρπάζει τὸ ψωμὶ
τοῦ φτωχοῦ, τῆς χήρας καὶ τοῦ ὀρφανοῦ. Ἡ φιλαργυρία φτάνει ἀκόμη καὶ μέσα στὸν ἱερὸ
ναό, ποὺ τὸν μεταβάλλει σὲ «οἶκον ἐμπορίου» (Ἰω. 2,16). Ὁ φιλάργυρος ἐμπορεύεται
ὅ,τι ἱερὸ καὶ ὅσιο, γίνεται καὶ χριστέμπορος καὶ θεοκάπηλος. Καὶ σὰν τὸν ὑπνοβάτη
ἔχει τελεία ἀναισθησία.
Ὑπνοβάτης ὁ μέθυσος, ὑπνοβάτης ὁ φιλάργυρος, ὑπνοβάτης καὶ ὁ
φιλόδοξος. Αὐτὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴ νόμιμη ὁδό, καὶ προσπαθεῖ μὲ κάθε θεμιτὸ καὶ
ἀθέμιτο μέσο ν᾿ ἀναρριχηθῇ σὲ ἀξιώματα. Ἕνα τὸν ἐνδιαφέρει, πῶς θὰ καταλάβῃ τὴν
ἐπίζηλη θέσι. Εἶνε κι αὐτὸς ἕνας φοβερὸς ὑπνοβάτης.
+++
Ἀλλὰ θὰ μοῦ πῆτε· Ἐμεῖς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ οὔτε μέθυσοι οὔτε
φιλάργυροι οὔτε φιλόδοξοι εἴμαστε. Εἴμαστε φτωχαδάκια· μεροδούλι – μεροφάι. Εἴμαστε
ἐμεῖς ὑπνοβάτες;
Καὶ ὅμως δὲν σᾶς ἀδικῶ. Ἀφήνω ὅλους αὐτοὺς ποὺ εἴπαμε, καὶ σᾶς λέω ὅτι
κι ἀπὸ σᾶς, ποὺ ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία, ἂν ἐξαιρέσω ἐλάχιστους, ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶστε
ὑπνοβάτες.
Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου (῾Ρωμ. 13,11 –
14,4)
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Χρυσοσπηλαιωτίσσης Ἀθηνῶν τὴν 7-3-1965.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Χρυσοσπηλαιωτίσσης Ἀθηνῶν τὴν 7-3-1965.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου