– Γέροντα, σήμερα στὴν διαλογὴ τῶν ἐλιῶν
κατέκρινα μερικὲς ἀδελφές, γιατὶ ἔβλεπα ὅτι δὲν ἔκαναν προσεκτικὰ τὴν δουλειά
τους.
– Κοίταξε νὰ ἀφήσης τὶς κρίσεις καὶ τὶς κατακρίσεις, γιατὶ μετὰ θὰ σὲ κρίνη κι ἐσένα ὁ Θεός. Ἐσὺ δὲν βάζεις καμμιὰ ἐλιὰ λίγο χαλασμένη μὲ τὶς καλές;
– Ὄχι, Γέροντα, προσέχω νὰ μὴ βάζω.
– Ἂν μᾶς κάνη τέτοιο καλὸ διάλεγμα ὁ Χριστὸς στὴν Κρίση, χαθήκαμε! Ἐνῶ,
ἂν τώρα παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων καὶ δὲν τοὺς κατακρίνουμε, θὰ μποροῦμε
τότε νὰ ποῦμε στὸν Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε με κι ἐμένα σὲ καμμιὰ ἄκρη μέσα στὸν
Παράδεισο!». Θυμᾶστε τί γράφει τὸ
Γεροντικὸ γιὰ ἕναν ἀμελῆ μοναχὸ ποὺ σώθηκε, ἐπειδὴ δὲν κατέκρινε; Ὅταν ἦρθε
ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ εἰρηνικός. Τότε ὁ Γέροντάς του, γιὰ νὰ
ὠφεληθοῦν οἱ Πατέρες ποὺ εἶχαν μαζευτῆ ἀπὸ τὰ γύρω Κελλιά, τὸν ρώτησε: «Ἀδελφέ,
πῶς δὲν φοβᾶσαι τὸν θάνατο, ἀφοῦ ἔζησες μὲ ἀμέλεια;». Καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀπάντησε:
«Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔζησα μὲ ἀμέλεια· ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπάθησα
νὰ μὴν κατακρίνω κανέναν, ὁπότε τώρα θὰ πῶ στὸν Χριστό: Χριστέ μου, εἶμαι ἕνας
ταλαίπωρος, ἀλλὰ τοὐλάχιστον τὴν ἐντολή Σου ʺμὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτεʺ8, τὴν τήρησα». «Μακάριος εἶσαι, ἀδελφέ,
τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας, γιατὶ σώθηκες χωρὶς κόπο»9.
– Γέροντα, μερικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι,
ὅταν βλέπουν κάποιον νὰ ζῆ ἁμαρτωλά, λένε: «Ἄ, αὐτός, ἔτσι ποὺ πάει, εἶναι γιὰ
τὴν κόλαση!».
– Ἄχ, ἂν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε στὴν κόλαση ἀπὸ τὶς καταχρήσεις,
οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε ἀπὸ τὶς κατακρίσεις... Γιὰ κανέναν δὲν μποροῦμε
νὰ ποῦμε ὅτι θὰ πάη στὴν κόλαση. Ὁ Θεὸς δὲν ξέρουμε πῶς ἐργάζεται. Τὰ κρίματα
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Κανέναν νὰ μὴν καταδικάζουμε, γιατὶ ἔτσι παίρνουμε τὴν κρίση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ· πᾶμε νὰ γίνουμε
θεοί. Ἂν μᾶς ρωτήση ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἂς ποῦμε τὴν γνώμη
μας...
Ἂν στραφοῦμε στὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ
κατακρίνουμε
– Γέροντα, ὅταν βλέπω κάποια ἀταξία στὸ
διακόνημα, κατακρίνω μέσα μου.
– Ἐσύ, νὰ κοιτᾶς τὴν εὐταξία τὴν δική σου καὶ ὄχι τὶς ἀταξίες τῶν ἄλλων.
Νὰ εἶσαι αὐστηρὴ μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἄλλους. Τί δουλειὰ ἔκανες σήμερα;
– Ξεσκόνιζα.
– Ξεσκόνιζες τοὺς ἄλλους ἢ τὸν ἑαυτό σου;
– Δυστυχῶς τοὺς ἄλλους.
– Κοίταξε, θὰ ἀρχίσης νὰ κάνης δουλειὰ στὸν ἑαυτό σου, ὅταν πάψης νὰ ἀσχολῆσαι
μὲ τὸ τί κάνουν οἱ ἄλλοι γύρω σου. Ἂν ἀσχολῆσαι μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ πάψης νὰ ἀσχολῆσαι
μὲ τοὺς ἄλλους, θὰ βλέπης μόνον τὰ δικά σου σφάλματα καὶ στοὺς ἄλλους δὲν θὰ βρίσκης
κανένα σφάλμα. Τότε θὰ ἀπελπισθῆς μὲ τὴν
καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ κατακρίνης μόνον τὸν ἑαυτό σου. Θὰ αἰσθάνεσαι
τὴν ἁμαρτωλότητά σου καὶ θὰ ἀγωνίζεσαι νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες σου. Ὕστερα,
ὅταν θὰ βλέπης στοὺς ἄλλους κάποια ἀδυναμία, θὰ λές: «Μήπως ἐγὼ ξεπέρασα τὶς ἀδυναμίες
μου; Πῶς λοιπὸν ἔχω τέτοια ἀπαίτηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους;». Γι᾿ αὐτὸ νὰ μελετᾶς καὶ
νὰ παρακολουθῆς συνέχεια τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ ἀποφεύγης τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια,
καὶ νὰ ἔχης αὐτομεμψία μὲ διάκριση, γιὰ νὰ ἀποφεύγης τὴν ἐσωτερικὴ κατάκριση· ἔτσι
θὰ διορθωθῆς.
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ γράφει: «Ἐὰν ἀγαπᾷς
τὴν καθαρότητα, εἰσελθὼν ἔργασαι ἐν τῇ ἀμπέλῳ τῆς καρδίας σου, ἐκρίζωσον ἐκ τῆς
ψυχῆς σου τὰ πάθη, ἔργασαι μὴ γνῶναι κακίαν ἀνθρώπου»1. Τί ἐννοεῖ;
– Ἐννοεῖ νὰ στραφῆς στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ κάνης δουλειὰ στὸν ἑαυτό σου.
Οἱ Ἅγιοι πῶς ἁγίασαν; Εἶχαν στραφῆ
στὸν ἑαυτό τους καὶ ἔβλεπαν μόνον τὰ δικά τους πάθη. Μὲ τὴν αὐτοκριτικὴ καὶ τὴν
αὐτομεμψία ποὺ εἶχαν, ἔπεσαν τὰ λέπια ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ ἔφθασαν νὰ
βλέπουν καθαρὰ καὶ βαθιά. Ἔβλεπαν τὸν ἑαυτό τους κάτω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
καὶ ὅλους τοὺς θεωροῦσαν καλύτερους ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Τὰ δικά τους σφάλματα τὰ
ἔβλεπαν μεγάλα καὶ τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων πολὺ μικρά, γιατὶ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια
τῆς ψυχῆς τους καὶ ὄχι μὲ τὰ γήινα μάτια. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅταν ἔλεγαν: «Ἐγὼ εἶμαι
χειρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους». Τὰ
μάτια τῆς ψυχῆς τους εἶχαν καθαρίσει καὶ εἶχαν γίνει διόπτρες, γι᾿ αὐτὸ καὶ
ἔβλεπαν τὰ μικρά τους σφάλματα – τὰ ξυλαράκια – σὰν δοκάρια. Ἐμεῖς ὅμως, ἐνῶ τὰ
σφάλματά μας εἶναι δοκάρια, δὲν τὰ βλέπουμε ἢ τὰ βλέπουμε σὰν ξυλαράκια2. Κοιτᾶμε τοὺς ἄλλους μὲ τὸ μικροσκόπιο
καὶ βλέπουμε τὰ δικά τους ἁμαρτήματα μεγάλα, ἐνῶ τὰ δικά μας δὲν τὰ βλέπουμε,
γιατὶ δὲν καθάρισαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ βάση εἶναι νὰ καθαρίσουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν
τυφλό: «πῶς βλέπεις τώρα τοὺς ἀνθρώπους;», ἐκεῖνος Τοῦ ἀπάντησε: «σὰν δένδρα»3
γιατὶ δὲν εἶχε ἀποκατασταθῆ ὅλο τὸ φῶς του. Ὅταν ἀποκαταστάθηκε ὅλο τὸ φῶς του,
τότε ἔβλεπε καθαρά. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν φθάση σὲ καλὴ πνευματικὴ
κατάσταση, ὅλα τὰ βλέπει καθαρά, ὅλα τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων τὰ δικαιολογεῖ, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, γιατὶ τὰ βλέπει μὲ
τὸ θεϊκὸ μάτι καὶ ὄχι μὲ τὸ ἀνθρώπινο.
6 Γκαμήλα ὀνομάζεται ἡ βουνοκορφὴ τῆς Πίνδου Πάπιγγο‐Τύμφη, ἐπειδὴ τὸ σχῆμα της μοιάζει μὲ καμήλα.
7 Ὁ Γέροντας ἀποκαλύπτοντας ἐξομολογητικὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀποκαλύπτει συγχρόνως τὸ μαρτυρικό του φρόνημα, τὸ ὁποῖο πήγαζε ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κατέφλεγε τὴν καρδιά του καὶ τὸν παρακινοῦσε πρὸς κάθε ὑπερβολὴ ἀσκήσεως καὶ ὀδύνης. Τὸ κίνητρο δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση αὐτὴν τοῦ πειρασμοῦ δὲν ἦταν τὸ μίσος πρὸς τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. (Παρόμοια παραδείγματα μαρτυροῦνται καὶ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Βλ. Βίος Ὁσίου Μαρτινιανοῦ, 13 Φεβρουαρίου). Ὁ Γέροντας ἀνέφερε τὸ γεγονὸς αὐτό, γιὰ νὰ τονίση ὅτι μὲ τὴν κατάκριση ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ· σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν θὰ ὑπεδείκνυε παρόμοια ἀντιμετώπιση ἑνὸς σαρκικοῦ πειρασμοῦ.
8 Ματθ. 7, 1.
9 Βλ. Τὸ Μέγα Γεροντικόν, τόμος Α´, κεφ. Γ´, παρ. 51, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1994, σ. 344
1 Βλ. Τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰσαάκ, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, Ἐπιστολὴ Δ´, ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 383.
2
Βλ. Ματθ. 7, 3.
3
Βλ. Μάρκ. 8, 24.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη
καὶ Ἀρετὲς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου