– Γέροντα, πῶς νὰ λέω τὴν εὐχή;
– Καλύτερα νὰ τὴν λὲς ὁλόκληρη: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν
με», γιατὶ ἡ εὐχὴ περιέχει ὅλο τὸ δόγμα τῆς Πίστεως109. Ἂν δυσκολεύεσαι νὰ τὴν
πῆς ὁλόκληρη, ἂς λές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
– Διάβασα, Γέροντα, ὅτι ἡ προσευχὴ πρέπει
νὰ ἀπευθύνεται καὶ στὰ τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος110. Μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστὲ» ὅμως δὲν ἀπευθυνόμαστε μόνο στὸν Χριστό;
– Τὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸν Υἱό, δὲν ἀπέστειλε ὁ Πατὴρ στὸν κόσμο, γιὰ νὰ
σώση τὸν κόσμο; Ὁ Χριστὸς δὲν θυσιάστηκε καὶ σταυρώθηκε γιὰ μᾶς; Ὁ Χριστὸς δὲν
θὰ κρίνη τὸν κόσμο; Στὸν Χριστὸ λοιπὸν θὰ ἀπευθυνθοῦμε, ἀφοῦ σ’ Αὐτὸν στήριξε ὁ
Θεὸς τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.
– Εἶναι σωστό, Γέροντα, ἀντὶ νὰ λέω: «Κύριε
Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», νὰ λέω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισέ με» ἢ «συγχώρεσέ
με» ἢ «σκέπασέ με»;
– Καλύτερα νὰ λὲς τὴν εὐχὴ ὅπως εἶναι. Τὸ «ἐλέησόν με» τὰ ἔχει ὅλα μέσα·
σημαίνει καὶ «σῶσον» καὶ «φώτισον», ἀναφέρεται καὶ στὶς σωματικὲς ἀνάγκες καὶ
στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη κ.λπ. Ἀλλά, ἂν κάποια στιγμὴ νιώσης τὴν ἀνάγκη νὰ πῆς:
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισέ με» ἢ «συγχώρεσέ με», μπορεῖς νὰ τὸ κάνης.
– Γέροντα, μετὰ τὸ «ἐλέησόν με» πρέπει νὰ
λέω πάντοτε «τὴν ἁμαρτωλήν»;
– Μπορεῖς νὰ τὸ πῆς λίγες φορὲς στὴν ἀρχὴ καὶ μετὰ δὲν χρειάζεται νὰ τὸ
λές· φθάνει νὰ ἔχης συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός σου.
– Γέροντα, μοῦ εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ κάνω
κομποσχοίνι στὴν Παναγία ἢ στοὺς Ἁγίους παρὰ νὰ λέω τὴν εὐχή. Εἶναι φυσικὸ νὰ
συμβαίνη αὐτό;
– Ἄλλο τὸ ἕνα, ἄλλο τὸ ἄλλο. Ἡ εὐχὴ ἔχει ἄλλο νόημα· μὲ τὴν εὐχὴ συνδέεται
κανεὶς μὲ τὸν Χριστό, ἑνώνεται ὁ νοῦς του μὲ τὸν Θεό. Ἀλλὰ πρέπει ὁ νοῦς νὰ εἶναι
στὴν εὐχή· αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό. Ὅταν κάνουμε πολλὰ κομποσχοίνια στὸν ἕναν ἢ
στὸν ἄλλον Ἅγιο, καλὸ εἶναι καὶ αὐτό, ἀλλὰ δὲν βοηθάει στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Νὰ συνηθίζης νὰ λὲς περισσότερο τὴν εὐχή, γιὰ νὰ κινῆται ὁ νοῦς πολλὲς φορὲς στὸ
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», καὶ ἔτσι θὰ βρίσκεσαι φυσιολογικὰ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή,
ἡ ὁποία περιορίζεται συνήθως στὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»,
τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ λέμε «ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ
διανοίᾳ»111. Ἄλλο εἶναι ὅταν θέλουμε νὰ παρακαλέσουμε ἕναν Ἅγιο γιὰ νὰ ἐπέμβη,
νὰ βοηθήση σὲ κάποιο πρόβλημα. Αὐτὸ τὸ λέω ἀπὸ δική μου πεῖρα, πῶς βοηθιέμαι ἐγώ·
δὲν ξέρω ἐὰν βοηθάη καὶ ἄλλους.
Τὸ πᾶν εἶναι νὰ στραφοῦμε στὴν εὐχή, γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Μόνον
αὐτὸ ἀξίζει, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συγγενεύει, καὶ μὲ τὸ πνεῦμα
ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ κατὰ ἕναν ἱερὸ τρόπο διὰ τῆς προσευχῆς. Ἐπαναλαμβάνουμε
δηλαδὴ πολλὲς φορὲς τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀκούει
μὲ μιὰ φορὰ ποὺ θὰ Τὸν ἐπικαλεσθοῦμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνωθῆ ὁ νοῦς μας μαζί Του, ἀφοῦ
ὁ Χριστὸς εἶναι γιὰ μᾶς τὸ πᾶν καὶ σʹ Αὐτὸν θὰ καταλήξουμε.
Ἡ
εὐχή: Τὸ φοβερὸ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου
– Γέροντα, αἰσθάνομαι ἀδύναμη νὰ ἀντιμετωπίσω
ὁποιονδήποτε πειρασμὸ καὶ δυσκολία.
– Δὲν λὲς τὴν εὐχή; Ὅπως τὰ καράβια ποὺ κινδυνεύουν ἐκπέμπουν S.Ο.S., ἔτσι
κι ἐσὺ νὰ λὲς συνεχῶς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», καὶ θὰ
λαμβάνης βοήθεια.
Ἐμένα, μιὰ φορά, ὁ πειρασμὸς θὰ μὲ ἔρριχνε στὸν γκρεμό, ἂν δὲν ἔλεγα τὴν
εὐχή· ἡ εὐχὴ μὲ ἔσωσε. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ἕνα βράδυ εἶχα πάει σὲ
μιὰ σπηλιὰ ποὺ βρισκόταν σὲ ἕνα ἐπικίνδυνο καὶ ἀπότομο μέρος. Ἦταν πολὺ μικρή·
μόλις ποὺ χωροῦσα καθιστός. Εἶχα βάλει μερικὲς πέτρες ἔξω ἀπὸ τὸ ἄνοιγμά της,
γιατὶ κάτω ἦταν γκρεμός. Ὅλη τὴν νύχτα ἔλεγα τὴν εὐχή. Τὰ χαράματα, μέσα στὴν ἡσυχία,
ἀκούστηκε ξαφνικὰ ἕνα τρομακτικὸ «κικιρίκου» καὶ ἕνα δυνατὸ χτύπημα φτερῶν ἀκριβῶς
δίπλα μου. Ξαφνιάστηκα. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», φώναξα καὶ πετάχτηκα ἔξω. Λίγο ἔλειψε
νὰ πέσω στὸν γκρεμό. Ἀμέσως ὅμως κατάλαβα ὅτι ἦταν ὁ πειρασμὸς καὶ συνέχισα τὴν
εὐχή, ἐνῶ τὰ αὐτιά μου βούιζαν ἀπὸ τὸν θόρυβο.
– Γέροντα, ὅταν κανεὶς λέη τὴν εὐχὴ μόνο
μὲ τὸ στόμα, χωρὶς νὰ συμμετέχη ὁ νοῦς, αὐτὸ βοηθάει;
– Βοηθάει καὶ αὐτό. Δὲν διώχνει βέβαια τὸν ἐχθρό, ἀλλά, μὲ τὶς ριπὲς ποὺ
τοῦ ρίχνει, τὸν καθηλώνει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται.
Ἡ εὐχὴ ἔχει μεγάλη δύναμη· εἶναι φοβερὸ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου. Εἶναι σὰν
νὰ πυροβολῆς τὸν διάβολο μὲ σφαῖρες πνευματικὲς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πλησιάση. Μιὰ
φορὰ ἕνας δόκιμος μοναχός112, ποὺ ἔμενε στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἔλεγε τὴν εὐχή,
καὶ ὁ διάβολος τὸν κορόιδευε καὶ τοῦ ἔκανε συνέχεια «μμμ...». Ὕστερα ἄκουσε τὸν
διάβολο νὰ φωνάζη: «Στὴν Σκήτη τῆς Γριᾶς113 δὲν μ’ ἀφήνουν οἱ καλόγεροι νὰ
πλησιάσω».
– Γέροντα, ὅταν ἔχω πονηροὺς ἢ βλάσφημους
λογισμοὺς καὶ προσπαθῶ νὰ λέω τὴν εὐχή, μπορεῖ νὰ ἐπισύρω τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ;
– Ὄχι. Τὸ ταγκαλάκι ἀπὸ τὴν κακία του σπέρνει πονηροὺς λογισμούς, ἀλλὰ ἐσὺ
νὰ τὸ ἀξιοποιῆς γιὰ ἐργάτη στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Νὰ τοῦ λές: «καλὰ ποὺ μοῦ ἔφερες
αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, γιατὶ εἶχα ξεχάσει τὸν Θεό», καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχή. Τὸ
ταγκαλάκι, ὅταν δῆ ὅτι σοῦ κάνει καλό, θὰ ὑποχωρήση μόνο του, γιατὶ δὲν τὸ συμφέρει
νὰ γίνεται αὐτὸ ἀφορμή, γιὰ νὰ προσεύχεσαι ἐσύ. Ὅταν ὑποχωρήση καὶ δὲν θὰ σὲ
πειράζη πλέον, ἐσὺ θὰ ἔχης ἀποκτήσει τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Πάντως ὁ διάβολος, χωρὶς νὰ τὸ θέλη, κάνει τελικὰ μεγάλο καλό· γι’ αὐτὸ
καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνέχεται. Ὅταν ἤμουν στὴν Σκήτη Ἰβήρων114, μιὰ νύχτα τὰ ταγκαλάκια
πῆγαν νὰ μὲ σκοτώσουν μὲ μιὰ πλάκα! Τὸ ἀπόγευμα εἶχε περάσει ἀπὸ τὸ Καλύβι ἕνας
ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος. Τοῦ ἔδωσα ὅ,τι χρήματα εἶχα καὶ ἔφυγε. Τὴν νύχτα ἀκούω
νὰ χτυποῦν τὴν πόρτα. Σκέφθηκα ὅτι αὐτὸς θὰ νόμισε πὼς ἔχω καὶ ἄλλα χρήματα καὶ
ξαναῆρθε. «Ποιός εἶναι;», φωνάζω. Τίποτε. Ἀκούω μετὰ χτυπήματα στὴν ἄλλη πόρτα.
Ἀνάβω ἕνα κερί, γιὰ νὰ φέξη. «Ποιός εἶναι;», ξαναφωνάζω. Τίποτε. Σὲ λίγο ἀκούω
χτυπήματα πάνω στὸ ταβάνι. «Ἔ, τώρα συνεννοηθήκαμε!», λέω. Καὶ ἀρχίζει ἕνας θόρυβος!
Γονάτισα καὶ ἔλεγα συνέχεια τὴν εὐχή. Ξαφνικά, πετᾶνε μιὰ πλάκα ἀπὸ ἐπάνω «μπάμ!».
Ἔσπασε τὸ σανίδι ἀπὸ τὸ ταβάνι καὶ βγῆκε ἡ μισὴ πλάκα ἀκριβῶς ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι
μου μὲ τὴν μύτη πρὸς τὰ κάτω. «Κατάλαβα, εἶπα, ἔτσι θὰ πᾶμε ὅλη τὴν νύχτα!». Κάναμε
ἀγρυπνία μετά. Ἐγὼ μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὰ ταγκαλάκια μὲ τὰ χτυπήματα πάνω στὴν στέγη…
Ὄμορφες ἀγρυπνίες ἦταν αὐτές!
Εὐχὴ σημαίνει πόλεμος κατὰ τοῦ ταγκαλακιοῦ. Θὰ πολεμάη ἑπομένως καὶ τὸ
ταγκαλάκι ἀμυνόμενο. Ἀφοπλισμένα εἶναι τὰ ταγκαλάκια, μόνον ὅταν τὰ πολεμάη
κανεὶς μὲ λεβεντιὰ ποὺ ἔχει μέσα ταπεινοφροσύνη, καὶ ὄχι μὲ ἐγωιστικὴ παλληκαριά.
111 Βλ. Ματθ. 22, 37· Μάρκ. 12, 30· Λουκ. 10, 27.
109 Τὰ λόγια τῆς εὐχῆς φανερώνουν τὸ ὀρθὸ δόγμα τῆς πίστεώς μας. Τὸ «Κύριε»
φανερώνει τὴν θεία φύση τοῦ Χριστοῦ. Τὸ «Ἰησοῦ» φανερώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση
Του. Τὸ «Χριστὲ» φανερώνει καὶ τὶς δύο φύσεις. Τὸ «Υἱὲ τοῦ Θεοῦ» φανερώνει ὅτι
οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀσύγχυτες καὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἕνωσή τους. (Βλ. Ἀνωνύμου
τινὸς Ἁγίου, Λόγος θαυμάσιος περὶ τῶν λόγων τῆς θείας προσευχῆς, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν
Νηπτικῶν, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1976, τόμος Ε΄, σ. 65‐66).
110 Βλ. Ἀνωνύμου Ἡσυχαστοῦ, Νηπτικὴ Θεωρία, ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1979, σ. 97‐99.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί
Προσευχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου