του Σταύρου Λυγερού –
Το κρίσιμο ερώτημα που απασχολεί το ελληνικό Γενικό Επιτελείο
είναι εάν οι τουρκικές κινήσεις εντάσσονται ή όχι σ’ ένα σχέδιο πρόκλησης
θερμού επεισοδίου. Αν και οι εκτιμήσεις είναι ότι το καθεστώς Ερντογάν δεν
κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις
προετοιμάζονται και γι’ αυτό το ακραίο ενδεχόμενο.
Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών καθίσταται ολοένα και πιο
δυσχερής για την Ελλάδα σ’ όλα τα επίπεδα. Όταν, μάλιστα, από το 2018 η Τουρκία
θα αρχίσει να παραλαμβάνει το νέας γενιάς αμερικανικό μαχητικό αεροσκάφος F-35,
που εκτός των άλλων έχει και χαρακτηριστικά στελθ (δεν εντοπίζεται εύκολα από
τα ραντάρ), θα αρχίσει να αποκτά και πλήρη κυριαρχία στον αέρα. Η Τουρκία θα
αποκτήσει κυριαρχία και στη θάλασσα όταν θα αρχίσει να παραλαμβάνει τα μεγάλου
εκτοπίσματος πολεμικά σκάφη θαλάσσιας κυριαρχίας TF-2000 (το πρόγραμμα
προβλέπει τη ναυπήγηση έξι τέτοιων σκαφών μέχρι το 2028).
Αν και οι προοπτικές στο επίπεδο του συσχετισμού δυνάμεων είναι
σκοτεινές, λόγω και των επιπτώσεων που έχει η μακρόχρονη οικονομική κρίση στον
εξοπλισμό και κατ’ επέκτασιν στο αξιόμαχο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, προς
το παρόν είναι –με ορθολογικούς όρους– απαγορευτική μία στρατιωτικού χαρακτήρα
τουρκική επιθετική κίνηση.
Ο πειρασμός της εύκολης νίκης
Είναι ανησυχητικό, ωστόσο, το γεγονός ότι ο Ερντογάν θεωρεί πως, λόγω
της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα είναι ευάλωτη στις πιέσεις. Ο πειρασμός του,
λοιπόν, είναι να τις κλιμακώσει με σκοπό να εξασφαλίσει μία εύκολη νίκη. Από
την άλλη πλευρά, όμως, οι εδρεύουσες στην ευρωπαϊκή Τουρκία δυνάμεις έχουν
αποδυναμωθεί, λόγω της μεταφοράς μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων μονάδων στη
Συρία.
Υπενθυμίζουμε ότι οι Τούρκοι έχουν εμπλακεί για τα καλά στο
συριακό μέτωπο. Επιπροσθέτως, συνεχίζει να αιμορραγεί και η ανοικτή πληγή
λόγω του παρατεταμένου ανταρτοπόλεμου στη νοτιοανατολική Τουρκία. Σύμφωνα με
τουρκικές πηγές, οι πολεμικές συγκρούσεις στο Ιράκ και στη Συρία έχουν
επιτρέψει στο ΡΚΚ όχι μόνο να προμηθευθεί πολύ πιο αποτελεσματικό οπλισμό σε
σύγκριση με το παρελθόν, αλλά και να εκπαιδευθεί, γεγονός που συνεπάγεται
μεγαλύτερες απώλειες για τους Τούρκους.
Πέρα από την επίσημη ελληνική ρητορική, ανεξάρτητοι στρατιωτικοί
παρατηρητές θεωρούν ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις διατηρούν, έστω και με τα
δόντια, την αποτρεπτική ικανότητά τους. Μπορούν, δηλαδή, ακόμα να προκαλέσουν
βαρύτατα πλήγματα στην τουρκική πλευρά σ’ όλα τα επίπεδα. Είναι πολύ
διαφορετικό η Τουρκία να στέλνει δυνάμεις στη Συρία εναντίον των Κούρδων και
του Ισλαμικού Κράτους από το να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο
που μπορεί να εξελιχθεί σε γενικευμένη σύρραξη.
Τραυματισμένος από τις εκκαθαρίσεις
Ο σημαντικότερος λόγος που καθιστά απαγορευτική μία τουρκική επιθετική
κίνηση στο Αιγαίο είναι το γεγονός ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν
αποδεκατιστεί από το κύμα των διώξεων που ακολούθησε το πραξικόπημα του
περασμένου Ιουλίου. Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Ο αριθμός των
αξιωματικών που έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες.
Τέσσερις στους 10 ανώτατους αξιωματικούς έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί, γεγονός
που έχει δημιουργήσει μεγάλα κενά στο επίπεδο των επιτελικών λειτουργιών.
Στον κρίσιμο τομέα της πολεμικής αεροπορίας το πλήγμα είναι βαρύτατο.
Έχουν φυλακισθεί ή απολυθεί πάνω από 250 πιλότοι. Σύμφωνα και με δήλωση Τούρκου
ανώτατου αξιωματικού, ο οποίος έχει ζητήσει άσυλο σε ευρωπαϊκή χώρα, η έλλειψη
πιλότων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ακόμα και στις επιχειρήσεις βομβαρδισμού
στόχων στη Συρία.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι αριθμοί. Το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στους
κόλπους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων είναι πολύ βαθύ και επηρεάζει καταλυτικά
το αξιόμαχό τους. Είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν πιλότοι που παρότι δεν έχουν
απολυθεί και συνεχίζουν να εκτελούν αποστολές, θεωρούνται ύποπτοι και ως εκ
τούτου υποχρεώνονται να δίνουν καθημερινά το παρόν στο αστυνομικό τμήμα της
περιοχής τους!
Δεν εμπιστεύεται τους στρατηγούς
Ένας ακόμα λόγος που καθιστά απαγορευτική μία επιθετική κίνηση στο
Αιγαίο είναι ότι ο Ερντογάν πιστεύει πως οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν
έχουν εκκαθαριστεί πλήρως και ως εκ τούτου είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντί
τους. Είναι ενδεικτικό ότι στις 10 Ιανουαρίου 2017 ψηφίσθηκε νόμος που
μεταφέρει κρίσιμες αρμοδιότητες του αρχηγού ΓΕΕΘΑ στον υπουργό Άμυνας. Αυτός θα
διορίζει τους διοικητές των κλάδων, θα αποφασίζει τις προαγωγές και θα έχει υπό
τον έλεγχό του τις στρατιωτικές σχολές.
Για την κατάσταση στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι ενδεικτικό ότι
ο τέως αρχηγός του ΓΕΕΘΑ στρατηγός Μπασμπούγ εξέφρασε την άποψη πως εάν το
πραξικόπημα δεν είχε αποτύχει θα είχαν προσχωρήσει και όσοι διοικητές στην
κρίσιμη στιγμή δίστασαν ή τήρησαν στάση αναμονής. Την ίδια άποψη έχει εκφράσει
και ο απόστρατος εισαγγελέας της στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ουτσόκ: «εάν είχε
συλληφθεί ο πρόεδρος, η στρατιωτική ιεραρχία θα είχε νομιμοποιήσει το πραξικόπημα».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι λογικό να υποθέσουμε πως ο Ερντογάν
φοβάται να εξωθήσει τα πράγματα σε μία ελληνοτουρκική σύγκρουση. Μία τέτοια
σύγκρουση εκ των πραγμάτων θα έδινε μεγάλα περιθώρια αυτόνομων κινήσεων στους
στρατηγούς, οι οποίοι ενδεχομένως να τα χρησιμοποιούσαν για την ανατροπή του.
Δυσμενές διεθνές περιβάλλον
Τέλος, ούτε το διεθνές περιβάλλον ευνοεί μία τουρκική επιθετική κίνηση
στρατιωτικού χαρακτήρα. Το κλίμα για τη νεοοθωμανική Τουρκία είναι αρνητικό σ’
όλη τη Δύση. Αν και ο Τραμπ δεν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως τις προθέσεις του για
την περιοχή μας, οι μέχρι τώρα κινήσεις του οδηγούν στην εκτίμηση πως οι
αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε τροχιά επιδείνωσης παρά βελτίωσης.
Αντιθέτως, η θεώρηση που τον τελευταίο καιρό κυριαρχεί και στο Στέητ
Ντηπάρτμεντ και στο Πεντάγωνο είναι ότι η Ελλάδα από χώρα δεύτερης γραμμής έχει
γεωπολιτικά μετατραπεί σε χώρα πρώτης γραμμής. Ως εκ τούτου πρέπει να
αντιμετωπισθεί αναλόγως.
Ο Ερντογάν επιδίωξε να ρίξει γέφυρες προς τον Τραμπ, αλλά τουλάχιστον
μέχρι τώρα δεν έχει καταφέρει να διαφοροποιήσει την αμερικανική εξωτερική
πολιτική. Η Ουάσιγκτον συνεχίζει να εξοπλίζει τους Κούρδους με βαρύ οπλισμό,
γεγονός που έχει εξωθήσει την Άγκυρα ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της Μόσχας.
Αυτό με τη σειρά τους καθιστά ακόμα πιο προβληματικές τις αμερικανοτουρκικές
σχέσεις.
Η απειλή ως πολιτικό όπλο
Από όλα τα παραπάνω συνεπάγεται ότι αντικειμενικά η Τουρκία δεν έχει
περιθώρια να επιχειρήσει μία στρατιωτικού χαρακτήρα επιθετική κίνηση στη Θράκη
και στο Αιγαίο. Αυτό, βεβαίως, δεν πρόκειται να εμποδίσει τους νεοοθωμανούς να
επαναφέρουν με ένταση τις χρόνιες μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις, όπως τη
θεωρία περί «γκρίζων ζωνών». Ούτε να χρησιμοποιούν την απειλή χρήσης
στρατιωτικής βίας ως πολιτικό όπλο.
Οι κατά καιρούς δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων για «γκρίζες ζώνες» και
τουρκικές βραχονησίδες(!) κινούνται σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο. Είναι
αξιοσημείωτο ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση πλειοδοτεί σε επεκτατισμό
στο μέτωπο του Αιγαίου.
Η Αθήνα, πάντως, παρακολουθεί με προσοχή
και ετοιμότητα, αλλά αποφεύγει επιμελώς να απαντήσει στις τουρκικές προκλήσεις
κατά τρόπο που να οδηγεί σε κλιμάκωση. Η εκτίμηση που κυριαρχεί είναι ότι ο
Ερντογάν δεν πρόκειται να υπερβεί το όριο. Η πρόσφατη σημαντική αύξηση της
εισροής προσφύγων-μεταναστών προς τα νησιά του βορείου Αιγαίου, ωστόσο, είναι
μία μορφή πίεσης και προς την Ελλάδα και προς την ΕΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου