Καλά εἶναι ὅποιος θέλει νὰ ζήση πνευματικά, καὶ ἰδίως ὁ μοναχός, νὰ βρίσκεται
ἀπομακρυσμένος ἀπὸ ὁρισμένες ἀσχολίες, φτιαξίματα κ.λπ., ποῦ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ
τὸν πνευματικό στόχο. Νὰ μήν ξανοίγεται μὲ πολλές ἀτέλειωτες δουλειές, γιατί οἱ
δουλειές δὲν τελειώνουν. Καὶ ἄν δὲν μάθη νὰ κάνη δουλειές ἐσωτερικές στὸν ἑαυτό
του, θὰ ξεφεύγη στὶς ἐξωτερικές συνέχεια. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ προσπαθοῦν νὰ τελειώσουν
τὶς δουλειές τὶς ἀτέλειωτες, τελειώνουν αὐτήν τὴν ζωή μὲ ἀτέλειες πνευματικές
καὶ μετανοοῦν στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τούς βοηθάει πιά σὲ τίποτε,
γιατί ἔχει βγῆ τὸ διαβατήριο. Ἄλλωστε καὶ μία ἀνάπαυλα ἀπὸ τὶς δουλειές εἶναι ἀπαραίτητη
γιὰ ἕνα μικρό ἔστω διάστημα.
Ὅταν οἱ πολλές ἐργασίες ἐλαττωθοῦν, φυσιολογικά θὰ ἔρθη ἡ σωματική ξεκούραση
καὶ ἡ δίψα γιὰ ἐσωτερική ἐργασία, ἡ ὁποία δὲν κουράζει, ἀλλὰ ξεκουράζει. Τότε
καὶ ἡ ψυχή θὰ ἀναπνέη ἄφθονο πνευματικό ὀξυγόνο. Ἡ κούραση ἀπὸ πνευματική ἐργασία
δὲν κουράζει, ἀλλὰ ξεκουράζει, γιατί ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ψηλά καὶ τὸν πλησιάζει
στὸν φιλόστοργο Πατέρα, ὅποτε καὶ ἡ ψυχή τοῦ ἀγάλλεται.
Ἡ σωματική κούραση, ὅταν δὲν ἔχη νόημα πνευματικό, ἤ μᾶλλον ὅταν δὲν
προέρχεται ἀπὸ πνευματική ἀνάγκη, γιὰ νὰ δικαιολογῆται, ἀγριεύει τὸν ἄνθρωπο.
Καὶ τὸ πιὸ ἥμερο ἀλογάκι, ὅταν τὸ πολυκουράση κανείς, ἀρχίζει νὰ κλωτσάη καὶ,
παρʹ ὅλο ποὺ δὲν εἶχε κακό χούι, ἀποκτάει ἀργότερα – ἐνῶ, ὅσο μεγαλώνει, θὰ ἔπρεπε
νὰ γίνεται πιὸ φρόνιμο.
Μερικά πράγματα μπορεῖ νὰ παραλείπωνται, γιὰ νὰ προηγοῦνται τὰ πνευματικά. Ἡ πολλή δουλειά καὶ ἡ πολλή μέριμνα κοσμικοποιοῦν τὸν μοναχό καὶ τὸ αἰσθητήριό του γίνεται κοσμικό.
Ζῆ πιά σάν κοσμικός μὲ ὅλο τὸ ἄγχος καὶ τὴν κοσμική ἀγωνία,
μὲ λίγα λόγια ἕνα μέρος τῆς κολάσεως ζῆ ἀπὸ τούτη τὴν ζωή, μὲ τὶς συνεχεῖς μέριμνες,
ἀνησυχίες καὶ συμφορές. Ὅταν ὁ μοναχός δὲν μεριμνᾶ γιὰ τὰ ὑλικά ἀλλὰ γιὰ τὴν
σωτηρία του καὶ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, κάνει τὸν Θεό οἰκονόμο του καὶ
τούς ἀνθρώπους διακονητές του.
Θυμάστε τὸ περιστατικό μὲ τὸν Ὅσιο Γερόντιο (3) καὶ τὸν ὑποτακτικό του;
ὁ Ὅσιος Γερόντιος εἶχε παρακαλέσει τὴν Παναγία νὰ τοῦ δώση λίγο νερό νὰ πίνη αὐτός
καὶ ὁ ὑποτακτικός του, καὶ ἡ Παναγία σάν καλή Μάνα ἄνοιξε μία ρωγμή στὸν τοῖχο
τοῦ Ἀσκητηρίου του καὶ ἔβγαλε νερό, Ἁγίασμα, γιὰ νὰ πίνουν. Ἀργότερα ὁ ὑποτακτικός
του ἄρχισε νὰ κτίζη πεζούλια, κουβάλησε χῶμα, ἔκανε κήπους, μπῆκε σὲ πολλή μέριμνα
καὶ παραμελοῦσε τὰ πνευματικά του. Ἐπειδή τὸ νερό δὲν τοῦ ἔφθανε, πῆρε μία σμίλη
νὰ ἀνοίξη τὴν ρωγμή νὰ βγαίνη περισσότερο νερό. Ἡ Παναγία τότε πῆρε ἐκεῖνο τὸ
νερό πίσω καὶ τὸ ἔβγαλε πολύ χαμηλά ἀπὸ τὸ Ἀσκητήριο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐὰν θέλης κήπους
καὶ περισπασμό, νὰ κουβαλᾶς νερό ἀπὸ μακριά».
97. Βλ. Ἐξ. 1, 13‐14
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου