– Γέροντα, κάποια φορὰ μᾶς εἴχατε πεῖ:
«χρειάζεται ἀποκλεισμὸς στὸν πνευματικὸ ἀγώνα». Τί ἐννοούσατε;
– Στὸν πόλεμο προσπαθοῦν τὸν ἐχθρὸ νὰ τὸν ἀποκλείσουν. Τὸν περικυκλώνουν,
τὸν κλείνουν μέσα στὰ τείχη, τὸν ἀφήνουν νηστικό. Μετὰ τοῦ κόβουν καὶ τὸ νερό.
Γιατὶ ὁ ἐχθρός, ἂν δὲν ἔχη βασικὰ ἐφόδια καὶ πυρομαχικά, θὰ ἀναγκασθῆ νὰ
παραδοθῆ. Ἔτσι, θέλω νὰ πῶ, καὶ μὲ τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία ἀφοπλίζεται ὁ
διάβολος καὶ ὑποχωρεῖ. «Νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών...»1,
λέει ὁ ὑμνωδός.
Μὲ τὴν ἄσκηση ἐξαϋλώνεται ὁ ἄνθρωπος. Φυσικὰ πρέπει νὰ ἐγκρατεύεται
κανεὶς ἀποβλέποντας σὲ ἕναν ἀνώτερο πνευματικὸ σκοπό. Ἂν κάνη ἐγκράτεια, γιὰ νὰ
ἀποτοξινωθῆ ἀπὸ τὰ λίπη, πάλι γιὰ τὸ καλὸ τοῦ σαρκίου του φροντίζει. Τότε ἡ ἄσκησή
του μοιάζει μὲ τὴν γιόγκα.
Δυστυχῶς τὸ θέμα τῆς ἀσκήσεως ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔχουν κάνει στὴν ἄκρη. «Πρέπει νὰ φάω, λένε, τὸ φαγάκι μου, νὰ ἀπολαύσω καὶ ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο, γιατὶ ὁ Θεὸς ὅλα τὰ ἔφτιαξε γιὰ μᾶς».
Ξέρετε τί μοῦ εἶπε μιὰ φορὰ ἕνας
ἀρχιμανδρίτης σὲ ἕνα τραπέζι ποὺ μᾶς εἶχαν κάνει; Ἐγὼ δὲν μποροῦσα νὰ βιάσω τὸν
ἑαυτό μου νὰ φάω περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἔτρωγα καὶ ἐκεῖνος τὸ πρόσεξε καὶ μοῦ εἶπε:
«Ὅποιος φθείρει τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, ʺφθερεῖ τοῦτον ὁ Θεόςʺ»2!
«Μήπως τὸ πῆρες ἀνάποδα; τοῦ λέω. Στὴν ἄσκηση ἀναφέρεται αὐτὸ ἢ στὴν ἀσωτία; Τὸ
χωρίο ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ φθείρουν, ποὺ καταστρέφουν τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀσωτία,
μὲ τὶς καταχρήσεις· δὲν ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἄσκηση ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν
Χριστό».
Καὶ βλέπεις, ἀνέπαυε τὸν λογισμό του καὶ ἔλεγε: «Πρέπει νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ μὴ φθείρουμε
τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ»!
Κάποιος ἄλλος, μετὰ ἀπὸ μιὰ ἐπίσκεψή του σὲ κάποια Μονή, μοῦ εἶπε: «Πῆγα
σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ οἱ καλόγεροι ἀρρώστησαν ἀπὸ τὴν πολλὴ νηστεία ποὺ ἔκαναν.
Τὰ ἀσκιὰ μὲ τὸ λάδι ἦταν ἄθικτα. Αὐτὰ κάνουν, Πάτερ μου, ἡ νηστεία καὶ ἡ ἀγρυπνία»!
Τί νὰ πῆς; Τέτοιοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ μὴ στερηθοῦν τίποτε. Τρῶνε τὸ φαγητό
τους, τὸ φροῦτο τους, τὸ γλυκό τους καὶ ἔπειτα, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὸν ἑαυτό
τους, κατηγοροῦν τοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν ἄσκηση.
Δὲν ἔχουν αἰσθανθῆ τὴν πνευματικὴ χαρὰ τῆς ἀσκήσεως. Σοῦ λέει ὁ ἄλλος:
«Πρέπει νὰ πιῶ τόσα ποτήρια γάλα. Θὰ νηστέψω τὴν Σαρακοστή, ἀλλὰ μετὰ θὰ τὰ
συμπληρώσω, γιατὶ πρέπει νὰ πάρω τόσο λεύκωμα».
Δὲν εἶναι ὅτι τὸ ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμός του, ἀλλὰ λέει ὅτι τὸ δικαιοῦται καὶ ἀναπαύει
τὸν λογισμό του ὅτι εἶναι ἐντάξει, ὅτι δὲν εἶναι ἁμαρτία.
Μὰ καὶ μόνο νὰ σκεφθῆ κανεὶς ἔτσι εἶναι ἁμαρτία. Ποῦ φθάνει ἡ ἀνθρώπινη
λογική; Νὰ εἶναι ἐντάξει καὶ μὲ τὶς νηστεῖες ποὺ ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ
νὰ μὴ στερηθῆ καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχασε στὸ διάστημα τῆς νηστείας.
Ἔ, πῶς νὰ σταθῆ μετὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα;
Καὶ βλέπεις, μερικοὶ οἰκογενειάρχες τί φιλότιμο ἔχουν!
Πῆγε κάποτε νὰ ἐξομολογηθῆ κάποιος πολὺ ἁπλός, ποὺ εἶχε ἐννιὰ παιδιά, καὶ τοῦ εἶπε
ὁ Πνευματικὸς νὰ κοινωνήση. «Ἔμ, πῶς νὰ κοινωνήσω; τοῦ λέει. Βάζουμε λίγο λάδι
στὸ φαγητό, γιατὶ δουλεύω καὶ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου». «Πόσα παιδιὰ ἔχεις;», τὸν
ρωτάει ὁ Πνευματικός. «Ἐννιά». «Πόσο λάδι βάζετε στὸ φαγητό;». «Δυὸ κουτάλια».
«Πόσο λάδι σοῦ πέφτει, κακομοίρη μου; τοῦ λέει ὁ Πνευματικός, πήγαινε νὰ κοινωνήσης!».
Ἦταν ἕντεκα ἄτομα καὶ ἔτρωγαν δυὸ κουταλάκια λάδι ὅλο κι ὅλο καὶ τὸν πείραζε ὁ
λογισμός!
Ἔχω γνωρίσει λαϊκοὺς ποὺ ἁγίασαν μὲ τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκαναν. Νά, δὲν ἔχει
πολλὰ χρόνια ποὺ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἐργαζόταν γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἕνας λαϊκὸς μὲ τὸ
παιδί του. Ἔπειτα βρέθηκε μιὰ καλὴ δουλειὰ στὴν πατρίδα τους καὶ ὁ πατέρας ἀποφάσισε
νὰ φύγη καὶ νὰ πάρη καὶ τὸ παιδί, γιὰ νὰ εἶναι ὅλη ἡ οἰκογένεια κοντά. Τὸ παιδί
του ὅμως εἶχε συγκινηθῆ ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῶν μοναχῶν καὶ ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν
του καὶ τὴν κοσμικὴ ζωὴ μὲ τὸ ἄγχος δὲν θέλησε νὰ τὸν ἀκολουθήση καὶ νὰ γυρίση
στὸν κόσμο. «Ἀφοῦ, πατέρα, ἔχεις καὶ ἄλλα παιδιά, τοῦ εἶπε, ἄφησε καὶ ἕνα στὸ
Περιβόλι τῆς Παναγίας». Ἐπειδὴ ἐπέμενε, ἀναγκάσθηκε ὁ πατέρας του νὰ τὸν ἀφήση.
Τὸ παλληκάρι αὐτὸ ἦταν ἀγράμματο, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐαίσθητο καὶ εἶχε πολὺ φιλότιμο
καὶ ἁπλότητα. Αἰσθανόταν τὸν ἑαυτό του πολὺ ἀνάξιο, γιὰ νὰ γίνη μοναχός, ἐπειδὴ
νόμιζε ὅτι δὲν θὰ μπορέση νὰ ἀνταποκριθῆ στὰ μοναχικά του καθήκοντα. Βρῆκε λοιπὸν
μιὰ μικρὴ καλύβα, ποὺ τὴν χρησιμοποιοῦσαν παλιὰ γιὰ τὰ ζῶα, ἔκλεισε μὲ πέτρες καὶ
φτέρες τὴν πόρτα καὶ τὸ παράθυρο καὶ ἄφησε μιὰ μικρὴ στρογγυλὴ τρύπα, γιὰ νὰ
μπαινοβγαίνη στρυμωχτά, τὴν ὁποία ἔκλεινε ἀπὸ μέσα μὲ ἕνα κουρελιασμένο παλτό,
ποὺ εἶχε βρεῖ ἐκεῖ πεταγμένο. Οὔτε φωτιὰ δὲν ἄναβε. Οἱ φωλιὲς τῶν πουλιῶν φυσικὰ
ἦταν καλύτερες ἀπὸ τὴν φωλιά του, ὅπως καὶ τὰ γιατάκια τῶν ζώων πάλι ἦταν καλύτερα
ἀπὸ τὸ δικό του.
Τὴν χαρὰ ὅμως ποὺ εἶχε αὐτὴ ἡ ψυχὴ δὲν τὴν ἔχουν ὅσοι ζοῦν σὲ πλούσια παλάτια,
γιατὶ αὐτὸς ἀγωνιζόταν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ὁ Χριστὸς ἦταν κοντά του, ὄχι μόνο
στὴν καλύβα του, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ πνευματικό του σπίτι, στὸ σῶμα του, στὴν
καρδιά του. Γι᾿ αὐτὸ ζοῦσε μέσα στὸν Παράδεισο. Ἀπὸ τὴν φωλιά του ἔβγαινε κατὰ
καιροὺς καὶ περνοῦσε ἀπὸ κανένα Κελλί, στὸ ὁποῖο οἱ Πατέρες εἶχαν ἐξωτερικὲς ἐργασίες
στοὺς κήπους. Βοηθοῦσε στὶς δουλειὲς καὶ τοῦ ἔδιναν λίγο παξιμάδι καὶ λίγες ἐλιές.
Ἐὰν δὲν τὸν ἄφηναν νὰ ἐργασθῆ, δὲν δεχόταν εὐλογίες. Τὶς εὐλογίες ποὺ ἔπαιρνε, ἔπρεπε
νὰ τὶς πληρώση μὲ τὴν ἐργασία του διπλά. Φυσικὰ τὴν πνευματική του ζωὴ μόνον ὁ
Θεὸς τὴν γνώριζε, γιατὶ ζοῦσε στὴν ἀφάνεια, ἁπλὰ καὶ ἀθόρυβα. Ἀπὸ ἕνα ὅμως
περιστατικὸ ποὺ ἔγινε γνωστὸ μπορεῖ κανεὶς πολλὰ νὰ καταλάβη. Μιὰ φορὰ πέρασε ἀπὸ
ἕνα μοναστήρι καὶ ρώτησε πότε ἀρχίζει ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ – ἂν καὶ γι᾿ αὐτὸν ὅλος
ὁ χρόνος σχεδὸν ἦταν Μεγάλη Σαρακοστή –, καὶ ὕστερα πῆγε καὶ κλείστηκε στὴν
φωλιά του. Πέρασαν σχεδὸν τρεῖς μῆνες, χωρὶς νὰ καταλάβη πότε πέρασαν. Κάποια μέρα
βγῆκε καὶ πῆγε σὲ ἕνα μοναστήρι νὰ ρωτήση πότε εἶναι τὸ Πάσχα. Παρακολούθησε τὴν
ἀκολουθία, κοινώνησε στὴν Θεία Λειτουργία καὶ ἐν συνεχείᾳ πῆγε μὲ τοὺς Πατέρες
στὴν τράπεζα. Βλέπει στὴν τράπεζα κόκκινα αὐγὰ – ἦταν ἀπόδοση τοῦ Πάσχα.
Παραξενεύτηκε καὶ ρώτησε ἕναν ἀδελφό: «Καλά, ἦρθε τὸ Πάσχα;». «Τί Πάσχα; τοῦ ἀπαντᾶ
ὁ ἀδελφός. Αὔριο εἶναι τῆς Ἀναλήψεως!». Δηλαδὴ εἶχε νηστέψει ὅλη τὴν Μεγάλη
Σαρακοστὴ καὶ ἄλλες σαράντα μέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως! Μὲ τέτοιον τρόπο ἀγωνιζόταν
μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. Τὸν βρῆκε νεκρὸ ἕνας κυνηγὸς δύο μῆνες μετὰ τὸν
θάνατό του καὶ εἰδοποίησε τὴν ἀστυνομία καὶ τὸν γιατρό. Ὁ γιατρὸς μοῦ εἶπε: «Ὄχι
μόνο δὲν μύριζε, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἶχε μιὰ εὐωδία».
1
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Ὁσίων: «Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος».
2
Α´ Κορ. 3, 17.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή Ζωή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου