– Γιατί, Γέροντα, ἄλλες φορὲς νιώθουμε ἔντονα
τὴν θεία Χάρη στὴν προσευχὴ καὶ ἄλλες φορὲς δὲν αἰσθανόμαστε τίποτε;
– Ὁ Καλὸς Θεός, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήση νὰ ἀγωνιζώμαστε, μᾶς δίνει πότε‐πότε
τέτοιες εὐλογίες. Ὅπως δίνουμε σὲ ἕνα μικρὸ παιδὶ ἕνα σοκολατάκι καὶ τοῦ λέμε:
«ἂν εἶσαι φρόνιμο, θὰ σοῦ δώσω καὶ ἄλλα», ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς δίνει «σοκολάτες», γιὰ
νὰ καταλάβουμε πόσο Γλυκὺς εἶναι καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ Τὸν εὐαρεστήσουμε, γιὰ νὰ
πᾶμε κοντά Του.
– Γέροντα, ἡ γλυκύτητα ποὺ αἰσθάνεται στὴν
προσευχὴ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει καθαρισθῆ ἀκόμη ἀπὸ τὰ πάθη, μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο
συναίσθημα;
– Στὴν ἀρχὴ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ λίγο συναίσθημα, ἀλλά, καθὼς ὡριμάζει
κανεὶς πνευματικά, αὐτὸ λαμπικάρεται, ὅπως καὶ ἕνα φροῦτο, ὥσπου νὰ ὡριμάση, εἶναι
λίγο ξινό, λίγο στυφό... Ὁ Θεὸς δίνει σιγὰ‐σιγὰ τὴν Χάρη Του, γιὰ νὰ βοηθιέται ὁ
ἄνθρωπος, γιατί, ἂν νιώση στὴν ἀρχὴ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ τιναχθῆ στὸν ἀέρα.
Ἂν ὅμως δὲν καταλάβη ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ λίγο προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοῦ μπῆ ὁ
λογισμὸς ὅτι κάτι εἶναι, τότε ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἀφαιρεῖ, ἕως ὅτου καταλάβη ὅτι δὲν ἦταν
δικό του, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ.
– Μερικὲς φορές, Γέροντα, εἶμαι ὅλη τὴν ἡμέρα
στὴν διακονία καὶ τὸ βράδυ, ὅταν πάω στὸ κελλί, δὲν μοῦ κάνει καρδιὰ νὰ
ξεκουρασθῶ· ἔχω πολλὴ διάθεση γιὰ πνευματικά.
– Εἶναι εὐφορία πνευματική. Νὰ ἀξιοποιῆς αὐτὲς τὶς καταστάσεις.
– Γέροντα, τί νὰ λέω τότε στὸν Θεὸ γιὰ
δοξολογία;
– Νὰ λὲς στὸν Θεὸ ἁπλὰ ὅ,τι σὲ συγκινεῖ. Αὐτὴ ἡ κατάσταση εἶναι ἕνα χάδι
τοῦ Θεοῦ.
Ἡ
θεία παρηγοριὰ στὴν προσευχὴ
– Γέροντα, πότε οἰκονομάει ὁ Θεὸς νὰ αἰσθανθῆ
κάποιος θεία εὐωδία;
– Ὁ Θεὸς δίνει εὐωδία ἄλλοτε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ ἄλλοτε σὲ ὥρα ποὺ
δὲν προσεύχεσαι, γιὰ νὰ παρηγορήση, νὰ ἐνδυναμώση, νὰ πληροφορήση· πάντοτε γιὰ
κάποιον σκοπό.
– Ὁρισμένες φορές, Γέροντα, ἐκεῖ ποὺ λέω
τὴν εὐχὴ καὶ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνομαι κάποια ἀλλοίωση μέσα μου, μιὰ
κατάνυξη.
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ ταπεινὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀναγνωρίζη τὴν ἁμαρτωλότητά
του, τότε ὁ Θεὸς τοῦ στέλνει τὴν Χάρη Του καὶ ἀλλοιώνεται πνευματικά. Πονάει ποὺ
λύπησε τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες του, μετανοιώνει, νιώθει συντριβή, καὶ ὁ Θεὸς τὸν
ἀνταμείβει μὲ αὐτὴν τὴν θεία παρηγοριά.
– Γέροντα, ὅταν λέω τὴν εὐχή, νιώθω μιὰ
παρηγοριά, μιὰ χαρά. Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ εἶναι πλάνη;
– Καλὸ εἶναι αὐτό, ἀλλὰ καλύτερα νὰ μὴ δίνης σημασία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν
δίνη σημασία σὲ αὐτά, ὁ Θεὸς συγκινεῖται περισσότερο καὶ τὸν βοηθάει μὲ ἄλλον
τρόπο. Νὰ προσέξης νὰ μὴ ζητᾶς νὰ προσευχηθῆς, γιὰ νὰ νιώσης εὐχαρίστηση, χαρά.
Τὸ παιδάκι τρέχει στὸν πατέρα του, ὄχι γιατὶ θὰ τοῦ δώση σοκολάτα, ἀλλὰ γιατὶ τὸν
ἀγαπάει· ἄλλο ἂν ἐκεῖνος θελήση νὰ τοῦ δώση καὶ σοκολάτα. Ἡ προσευχὴ ποὺ κάνουμε,
γιὰ νὰ νιώσουμε ἀγαλλίαση, καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι
πραγματικὴ προσευχή.
– Μερικὲς φορές, Γέροντα, ἐνῶ προσεύχομαι
γιὰ κάποια δύσκολη κατάσταση, αἰσθάνομαι νὰ λέω μέσα μου δοξολογία. Εἶναι
φυσιολογικὸ αὐτό;
– Μετὰ τὴν προσευχὴ νιώθεις θεία παρηγοριά;
– Δὲν ξέρω, Γέροντα, ἂν εἶναι θεία
παρηγοριά, ἀλλὰ νιώθω μιὰ γαλήνη καὶ σιγουριά.
– Αὐτὸ ἔχει ἐλπίδα στὸν Θεὸ καὶ θεία παρηγοριά.
– Πῶς μπορεῖ, Γέροντα, νὰ καταλάβη κανεὶς
ὅτι ἐπικοινωνεῖ σωστὰ μὲ τὸν Θεό;
– Ἂν ἔχη μέσα του τὴν θεϊκὴ παρηγοριά. Αὐτὴ ἡ θεϊκὴ παρηγοριὰ δὲν συγκρίνεται
μὲ τὴν ἀνθρώπινη, ὅπως ὁ Παράδεισος δὲν συγκρίνεται μὲ τὴν γῆ.
– Γέροντα, κοπιάζω στὴν προσευχή, ἀλλὰ δὲν
νιώθω παρηγοριά.
– Αὐτὸ καλὸ εἶναι, γιατὶ δουλεύεις χωρὶς νὰ πληρώνεσαι. Ἂς δώσουμε ἐμεῖς
τὴν καρδιά μας στὸν Θεὸ ζητώντας ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του, καὶ Ἐκεῖνος ξέρει τί πρέπει
νὰ μᾶς δώση. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν ἐπιδιώκει τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν
σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Δὲν ἀγωνίζεται γιὰ τὶς θεῖες ἡδονές· ἀγωνίζεται μὲ φιλότιμο
καὶ δέχεται ὅ,τι τοῦ δίνει ὁ Θεός.
Ἡ ἐπίσκεψη
τῆς θείας Χάριτος
– Γέροντα, πῶς εἶναι τὸ ἄκτιστο φῶς;
– Ποῦ νὰ ξέρω; Ἐγὼ στὸ Καλύβι ἔχω μιὰ κτιστὴ σόμπα ποὺ τὴν ἀνάβω, γιὰ νὰ
ζεσταθῶ. Ἂν θέλω φῶς, ἀνάβω ἕνα κερὶ καὶ βλέπω!
Ποτὲ νὰ μὴ ζητάη κανεὶς φῶτα ἢ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μόνο μετάνοια, ἡ
ὁποία θὰ φέρη τὴν ταπείνωση, καὶ μετὰ ὁ Καλὸς Θεὸς θὰ τοῦ δώση ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη.
Πῆγα μιὰ φορὰ νὰ δῶ τὸν πατέρα Δαβὶδ τὸν Διονυσιάτη. Ἔμενε σὲ ἕνα κελλί, μέσα
στὰ κουρέλια, μέσα στὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ κελλί, ἐκεῖνος ζοῦσε
μέσα στὸ φῶς. Ἦταν πολὺ προχωρημένος στὴν εὐχή, εἶχε φθάσει σὲ μεγάλη πνευματικὴ
κατάσταση. Τρόμαξα νὰ τοῦ βγάλω κάτι! «Αὐτὰ δὲν λέγονται, δὲν λέγονται», ἔλεγε.
Ξέρεις τί θὰ πῆ μέσα στὸ σκοτάδι νὰ βλέπης φῶς, χωρὶς νὰ ἔχης φῶς; Νὰ εἶσαι μέσα
στὰ κουρέλια, καὶ νὰ βρίσκεσαι μέσα στὰ παλάτια τοῦ Θεοῦ!
«Γιὰ νὰ λάβης πνεῦμα, πρέπει νὰ δώσης αἷμα»191. Ὅταν ἤμουν στὸ Κοινόβιο,
μιὰ Μεγάλη Σαρακοστὴ προσπάθησα νὰ τὸ ἐφαρμόσω. Δὲν ὑπολόγισα καθόλου τὸν ἑαυτό
μου, τράβηξα τὸ σχοινὶ μέχρι ποὺ τεντώθηκε τελείως. Ἔνιωθα τόση κούραση, ποὺ ἔπεφτα
στὸν δρόμο καὶ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μὲ βοηθήση νὰ σηκωθῶ λιγάκι, γιὰ νὰ μὴ μὲ
δοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ ποῦν: «Νά, οἱ καλόγεροι πέφτουν ἀπὸ τὴν ἄσκηση». Τὸ ἔνιωθα
κάθε μέρα σὰν μαρτύριο. Τὴν Πέμπτη πρὸ τοῦ Λαζάρου, τὸ βράδυ, ἐνῶ προσευχόμουν
στὸ κελλί, ἔνιωσα μιὰ γλυκύτητα, μιὰ ἀγαλλίαση, κι ἕνα φῶς μὲ ἔλουσε· ἀπὸ τὰ μάτια
μου ἔτρεχαν δάκρυα, ἕνα γλυκὸ κλάμα. Αὐτὸ κράτησε εἴκοσι μὲ τριάντα λεπτὰ καὶ μὲ
τόνωσε πολύ, μὲ ἔτρεφε πνευματικὰ γιὰ δέκα χρόνια.
Ὅταν ρώτησα τὸν Γερο‐Πέτρο192 γι’ αὐτό, μοῦ εἶπε: «Ἐγὼ συνέχεια ζῶ τέτοιες
θεῖες καταστάσεις. Ἐκείνη τὴν ὥρα ποὺ μὲ ἐπισκέπτεται ἡ θεία Χάρις, ἡ καρδιά
μου θερμαίνεται γλυκὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἕνα φῶς παράξενο μὲ φωτίζει ἐσωτερικὰ
καὶ ἐξωτερικά· νιώθω τὸ πρόσωπό μου νὰ φωτίζη. Φωτίζεται ἀκόμη καὶ τὸ κελλί
μου. Βγάζω τότε τὸ σκουφί μου, σκύβω ταπεινὰ τὸ κεφάλι μου καὶ λέω στὸν Χριστό:
“Χριστέ μου, χτύπησέ με μὲ τὸ κοντάρι τῆς εὐσπλαγχνίας Σου στὴν καρδιά μου”. Ἀπὸ
τὴν πολλὴ εὐγνωμοσύνη τὰ μάτια μου τρέχουν συνέχεια γλυκὰ δάκρυα καὶ δοξολογῶ τὸν
Θεό. Τότε ὅλα σταματᾶνε, γιατὶ νιώθω πολὺ κοντά μου τὸν Χριστὸ καὶ δὲν μπορῶ πιὰ
νὰ ζητήσω τίποτε· σταματάει καὶ ἡ προσευχή, τὸ κομποσχοίνι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίση».
– Γέροντα, τὸ ἄκτιστο φῶς τὸ βλέπει κανεὶς
μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια;
– Ἂν ἀφήσετε τὶς μικρότητες, θὰ σᾶς πῶ.
– Γέροντα, μέχρι νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς
μικρότητες, ἐσεῖς θὰ φύγετε... Κάντε το σὰν πνευματικὴ ἐλεημοσύνη!
– Ὅταν ἤμουν στὰ Κατουνάκια, στὸ Κελλὶ τοῦ Ὑπατίου, ἕνα ἀπόγευμα, ἀφοῦ ἔκανα
τὸν Ἑσπερινὸ μὲ κομποσχοίνι, ἤπια ἕνα τσάι καὶ συνέχισα. Ἔκανα τὸ Ἀπόδειπνο καὶ
τοὺς Χαιρετισμοὺς μὲ κομποσχοίνι, καὶ ὕστερα ἔλεγα τὴν εὐχή. Ὅσο τὴν ἔλεγα, τόσο
ἔφευγε ἡ κούραση καὶ αἰσθανόμουν ξεκούραστος. Ἔνιωθα μέσα μου μιὰ χαρά, ποὺ δὲν
μοῦ ἔκανε καρδιὰ νὰ κοιμηθῶ· ἔλεγα συνέχεια τὴν εὐχή. Γύρω στὶς ἕντεκα τὴν νύχτα
γέμισε ξαφνικὰ τὸ κελλὶ μὲ ἕνα φῶς γλυκό, οὐράνιο. Ἦταν πολὺ δυνατό, ἀλλὰ δὲν σὲ
θάμπωνε. Κατάλαβα ὅμως ὅτι καὶ τὰ μάτια μου «δυνάμωσαν», γιὰ νὰ μπορῶ νὰ ἀντέξω
αὐτὴν τὴν λάμψη. Ὅσο ἤμουν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, μέσα στὸ θεῖο ἐκεῖνο φῶς, ἤμουν
σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, πνευματικό. Αἰσθανόμουν μιὰ ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση, καὶ τὸ σῶμα
μου ἀνάλαφρο· εἶχε χαθῆ τὸ βάρος τοῦ σώματος. Ἔνιωθα τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν θεῖο
φωτισμό. Θεῖα νοήματα περνοῦσαν γρήγορα ἀπὸ τὸν νοῦ μου σὰν ἐρωταποκρίσεις. Δὲν
εἶχα προβλήματα, οὔτε θέματα νὰ ρωτήσω, ὅμως ρωτοῦσα καὶ εἶχα συγχρόνως καὶ τὴν
ἀπάντηση. Ἦταν ἀνθρώπινα λόγια οἱ ἀπαντήσεις, εἶχαν ὅμως καὶ θεολογία, ἀφοῦ ἦταν
θεῖες ἀπαντήσεις. Καὶ ἦταν τόσο πολλὰ ὅλα αὐτά, ὥστε, ἂν τὰ ἔγραφε κανείς, θὰ
γραφόταν ἄλλος ἕνας Εὐεργετινός. Αὐτὸ κράτησε ὅλη τὴν νύχτα, μέχρι τὶς ἐννιὰ τὸ
πρωί. Ὅταν πιὰ χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς, ὅλα μοῦ φαίνονταν σκοτεινά. Βγῆκα ἔξω καὶ ἦταν
σὰν νύχτα. «Τί ὥρα εἶναι; Δὲν ἔφεξε ἀκόμη;», ρώτησα ἕναν μοναχὸ ποὺ περνοῦσε ἀπὸ
ἐκεῖ. Ἐκεῖνος μὲ κοίταξε καὶ μοῦ ἀπάντησε μὲ ἀπορία: «Τί εἶπες, πάτερ Παΐσιε;».
«Τί εἶπα;», ἀναρωτήθηκα καὶ μπῆκα μέσα. Κοιτάζω τὸ ρολόι καὶ τότε συνειδητοποίησα
τί εἶχε συμβῆ. Ἡ ὥρα ἦταν ἐννιὰ τὸ πρωί, ὁ ἥλιος ἦταν ψηλά, κι ἐμένα ἡ ἡμέρα μοῦ
φαινόταν σὰν νύχτα! Ὁ ἥλιος δηλαδὴ μοῦ φαινόταν ὅτι ἴσα‐ἴσα φώτιζε· σὰν νὰ εἶχε
γίνει ἔκλει‐ψη ἡλίου. Ἤμουν σὰν ἕναν ποὺ πετιέται ἀπότομα ἀπὸ τὸ δυνατὸ φῶς στὸ
σκοτάδι· τόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά!
Μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν θεϊκὴ κατάσταση βρέθηκα στὴν ἄλλη, τὴν φυσική, τὴν ἀνθρώπινη,
καὶ ξεκίνησα νὰ κάνω ὅπως κάθε μέρα τὸ πρόγραμμά μου. Ἔκανα λίγο ἐργόχειρο, ἔκανα
τὴν Ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν μὲ κομποσχοίνι, μετὰ τὴν Ἐνάτη Ὥρα ἔβρεξα λίγο παξιμάδι
γιὰ νὰ φάω, ἀλλὰ ἔνιωθα σὰν ζῶο ποὺ πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, καὶ
ἔλεγα μέσα μου: «Γιά δὲς μὲ τί ἀσχολοῦμαι! Τόσα χρόνια ἔτσι τὰ πέρασα;». Μέχρι
τὸ ἀπόγευμα εἶχα τέτοια ἀγαλλίαση, ποὺ δὲν ἔνιωθα τὴν ἀνάγκη νὰ ξεκουραστῶ. Τόσο
δυνατὴ ἦταν ἡ κατάσταση αὐτή. Ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔβλεπα θαμπά· ἴσα‐ἴσα ποὺ
μποροῦσα νὰ κάνω τὴν δουλειά μου. Καὶ ἦταν καλοκαίρι· ὁ ἥλιος ἔλαμπε. Τὴν ἄλλη
μέρα ἄρχισα νὰ βλέπω τὰ πράγματα φυσιολογικά. Ἔκανα τὸ ἴδιο τυπικό, ἀλλὰ δὲν ἔνιωθα
πιὰ ἔτσι, σὰν ζῶο.
Μὲ τί χαζὰ πράγματα περνοῦμε τὸν καιρό μας καὶ τί χάνουμε! Γι’ αὐτό, ὅταν
βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολὺ στενοχωριέμαι.
191 Βλ. Τὸ Γεροντικόν, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981, Ἀββᾶς Λογγῖνος
ε΄, σ. 63.
192 Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα,
σ. 64‐73.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου