Απόσπασμα:
«Μαθαίνει
κανένας τα κακουργήματα που γίνουνται σήμερα, κι ανατριχιάζει περισσότερο απ’
άλλη φορά, από την αναισθησία, από την απάθεια, από την πώρωση που έχουνε
κείνοι που τα κάνουνε, σαν να είναι αληθινοί σατανάδες, και σαν να είναι ο
σκοτωμός η φυσική τροφή της ψυχής τους.
Άλλη φορά οι φονιάδες σκοτώνανε, οι περισσότεροι, χωρίς να το θέλουνε, μέσα στη
ζάλη τους. Ένα σύννεφο από θυμό ή από ζήλεια ή από πνιγμένο δίκιο, θόλωνε τα
μάτια τους για μια στιγμή. Μα ύστερα σκόρπιζε αυτό το σύννεφο, τα μάτια τους
καθαρίζανε, και μετανιώνανε. Πολλές φορές κλαίγανε, θέλανε να σκοτωθούνε,
ντρεπόντανε τον κόσμο.
Τώρα οι φονιάδες, κ’ οι άλλοι που κάνουνε κακές πράξεις, είναι ολότελα
μαυρόψυχοι, ξεροί, παγωμένοι, αναίσθητοι σατανάδες, βουβοί και ψυχροί
κακούργοι. Και τί; Μικροί και μεγάλοι, χωριάτες και σπουδαγμένοι! Ένα πράγμα
φοβερό!
Αυτές οι σκέψεις με κάνανε να θυμηθώ κάποιους φονιάδες, που έζησα μαζί τους τον
καιρό που ήμουνα πολύ νέος, και που είχανε κάνει την αμαρτία του σκοτωμού μέσα
στην άναψη της ψυχής τους.
Αυτοί ήτανε ζεστοί φονιάδες, να πούμε, δεν ήτανε ψυχροί, σαν τους περισσότερους
σημερινούς.
Ένιωθες πως ήτανε άνθρωποι σαν κ’ εσένα κι όχι φίδια κρύα, όπως είναι οι
σημερινοί φονιάδες, χωρίς καρδιά, εκτρώματα βουβά, παγωμένα, ολότελα ξένα για
τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό, εκείνους τους παλιούς φονιάδες τους λέγω αθώους φονιάδες,
μπροστά στους καινούργιους, που είναι, οι περισσότεροι, κακούργοι μέχρι
κόκκαλο, σατανόψυχοι, αμετανόητοι.
Για τους τέτοιους παραστρατημένους αμαρτωλούς, που άθελά τους πιάνονται στα
δίχτυα του Σατανά, ο Χριστός έδειχνε μεγάλη επιείκεια, μεγάλη συμπόνια,
ξεχωρίζοντάς τους από τους άλλους, που
θεληματικά κάνουνε την αμαρτία, και
που χαίρουνται σαν την κάνουνε.
«Οι τελώναι και αι πόρναι» έλεγε, «προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν
του Θεού». «Οι τελώνες κ’ οι πόρνες πηγαίνουνε μπροστά από σας στη βασιλεία του
Θεού». Για όποιον δεν έχει στο νου του αυτή την αμαρτωλή αθωότητα, που είπα,
είναι ακατανόητα αυτά που λέγει για κάποιους αμαρτωλούς και όσα αυστηρά λέγει
γι’ άλλους αμαρτωλούς, που μας φαίνεται πως δεν αμαρτήσανε τόσο βαριά, ώστε να
τους κατακρίνει τόσο αυστηρά ο πράος και ανεξίκακος Χριστός.
Συγχωρά τον τελώνη Ματθαίο που φορολογούσε τον κόσμο και τον κάνει
μάλιστα και μαθητή του, συγχωρά τον Ζακχαίο, την πόρνη, τον Πέτρο που τον
αρνήθηκε, τον Θωμά που δεν τον πίστεψε, τέλος τον ληστή που σκότωνε τ’ αδέρφια
του και που τον κάλεσε, αυτόν τον φονιά, να μπει πρώτος στον Παράδεισο, πριν να
έμπουνε οι Απόστολοι, οι Άγιοι κ’ οι Μάρτυρες, πράγματα παράδοξα κι ανεξήγητα.
Δεν συγχώρεσε όμως τους υποκριτές
Φαρισαίους, τους ματαιόδοξους πλούσιους, τον φονιά τον Ηρώδη, που τον ονόμασε
αλώπεκα, τους άπιστους Γραμματείς, τους πονηρούς Σαδδουκαίους, τον προδότη
Ιούδα, που είχε ψυχή οπού ήτανε χαλασμένη αδιόρθωτα από τη φιλαργυρία κι από
τον φθόνο.
Εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τον Χριστό, είναι η
απλότητα της ψυχής, κι όχι η άμεμπτος διαγωγή ενός ανθρώπου, πονηρού, όπως ο
Φαρισαίος που προσευχότανε.
Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος: «Αμήν, λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα
παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών». Το περίσσευμα της
καρδίας κοιτάζει ο Χριστός, που φανερώνει την βαθύτερη ουσία του κάθε ανθρώπου.
Συγχωρά τις αμαρτίες που κάθουνται απάνω στην ψυχή όπως η σκουριά απάνω
στο σίδερο, και που φεύγει με το τρίψιμο, με τη μετάνοια.
Μα δεν συγχωρά την ψυχή που την έχει φάγει από το θεμέλιό της η αμαρτία, που
είναι σκουριασμένη και σαπισμένη ολότελα, και καταστάθηκε αμετανόητη.
«Δεν υπάρχει», λέγει ένας άγιος,
«αμαρτία ασυγχώρητη, παρά μονάχα εκείνη που είναι αμετανόητη». Ο Χριστός αγαπά
τον άνθρωπο που έχει καλή καρδιά, και σιχαίνεται τη μοχθηρία.»
(Από το βιβλίο: “Το Αϊβαλί η πατρίδα
μου”, του Φώτη Κόντογλου. Εκδόσεις: “Άγκυρα”. Αθήνα, Μάιος του 2009)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: orp.gr, Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου