Απολογητικός (περί Ιεροσύνης),
μετ. Θ. Καστανά, εκδ. «Ενορίας», 1948, Αποσπάσματα.
Απόσπασμα:
«Και
δεν είναι τέτοια η κατάσταση του λαού μόνο, ενώ οι ιερείς είναι καλύτεροι· παρά
φαίνεται τώρα καθαρά να εφαρμόζεται το σαν κατάρα άλλοτε ειπωμένο, «εκατάντησε
ο ιερεύς σαν το λαό». Κι ούτε πάλι είναι τέτοιοι οι πολλοί, ενώ οι ανώτεροι του
λαού και προϊστάμενοι καλύτεροι· παρά κι αυτοί πολεμούν φανερά τους κληρικούς,
χρησιμοποιώντας την ευσέβεια ως όπλο για να εξαναγκάσουν τους άλλους σε υπακοή.
Κι όσοι μεν παθαίνονται για ζητήματα πίστεως και τα υψηλότατα θέματα
της θεολογίας, κι εγώ δεν τους κατηγορώ· μάλιστα, για να ειπώ την αλήθεια και
τους επαινώ και χαίρω μαζί τους και εύχομαι να είμαι κι εγώ ένας απ' αυτούς που
αγωνίζονται για την αλήθεια και μισούν το ψεύδος· κι ακόμη μπορώ και να το
καυχηθώ ότι θα είμαι.
Γιατί προτιμότερος είναι ο επαινετός πόλεμος, από μιαν
ειρήνη που μας χωρίζει από τον Θεό· και για έναν τέτοιον πόλεμο κάνει ωπλισμένο μαχητή τον πράον άνθρωπο το
άγιο Πνεύμα, ώστε να μπορή να πολεμάη όπως
πρέπει.
Τώρα όμως είναι μερικοί που αγωνίζονται για μικρά και ανωφελή πράγματα,
και παίρνουν, όσους μπορούν, συμμάχους των του κακού με πολλή αμάθεια και
θρασύτητα· κι έπειτα λένε σε όλα, προσβάλλεται η πίστις, και το σεβαστό αυτό
όνομα το ανακατώνουν στις προσωπικές τους φιλονεικίες. Απ' αυτά, όπως
είναι φυσικό, εγίναμε μισητοί στα έθνη, και τα χειρότερο, δεν μπορούμε να
είπουμε ότι αδίκως μας κατακρίνουν εξευτελισθήκαμε ακόμη και στους απλούστερους
από τους δικούς μας. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο, ότι αυτό συμβαίνει με
τους περισσότερους, αφού αυτοί μόλις θα μπορούσαν να δεχθούν κάτι καλό κι από
τους καλούς ακόμη.
Έτσι μας κτυπούν εκ των όπισθεν οι αμαρτωλοί και όσα εμείς εφευρίσκουμε
οι μεν εναντίον των άλλων, εκείνοι τα χρησιμοποιούν εναντίον όλων μας.
Εκαταντήσαμε πρωτοφανές θέαμα, όχι σε αγγέλους και ανθρώπους, όπως ο
γενναιότατος αθλητής Παύλος, όταν αγωνιζόταν εναντίον των αρχών και εξουσιών
του σκότους· εμείς γινήκαμε θέατρο σ' όλους σχεδόν τους κακούς και σε κάθε
περίσταση και τόπο, στην αγορά, στα συμπόσια, στις χάρες μας, στα πένθη μας. Εφθάσαμε
ακόμη έως τη σκηνή των άσεμνων θεάτρων, και το λέω κλαίγοντας σχεδόν, και
γελούμε με τις αισχρότητες· κατήντησε να μην υπάρχη για μας τίποτε άλλο
ευχαριστότερο, ούτε διήγηση ή τραγούδι, ούτε παράσταση, από τον εμπαιζόμενο
χριστιανό.
Αυτά μας προξενεί ο αναμεταξύ μας πόλεμος. Αυτά κάνουν οι αγωνιζόμενοι
με μεγάλο ζήλο χάριν του αγαθού και πράου Ιησού. Αυτά όσοι αγαπούν τον Θεό με φανατισμό, που δεν χρειάζεται. Στο στάδιο δεν
επιτρέπεται ν' αγωνίζεται κανείς στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα έξω από τους
κανονισμούς αλλιώς, θα τον αποδοκιμάσουν με φωνές και θα τον ατιμάσουν και θα
χάση τη νίκη ο εκβιαστής στην πάλη ή ο αγωνιζόμενος σε κάτι άλλο παράνομα και
αντίθετα προς τους ορισμένους κανονισμούς του αγωνίσματος, έστω κι αν είναι
γενναιότατος και τεχνικώτατος. Είναι λοιπόν δυνατόν ν' αγωνίζεται κανείς
υπέρ Χριστού αντιχριστιανικά και θα υπηρετήσει ποτέ την ειρήνη του Χριστού,
πολεμώντας γι' αυτήν κατά απαγορευμένο τρόπο; [...]»
Από το περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» τεύχος 42
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου