Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Γέροντας Παΐσιος: "Άμα κάνει κανείς τον σταυρό του, είτε φοβία έχει, είτε νοσοφοβία, βοηθάει μετά ο Χριστός"

- Γέροντα, αὐτὸς ποὺ σιχαίνεται, γιατί τὸ παθαίνει;
- Πες μου, ἐσὺ τί σιχαίνεσαι;
-  Ὅλα τὰ σιχαίνομαι.
- Τότε ὅλα σ᾽ ἐσένα θὰ ἔρχωνται! Καὶ τὰ σκουλήκια στὰ φροῦτα ἣ στὰ ὄσπρια καὶ καμμιὰ τρίχα στὸ ψωμὶ κ.λπ.
- Ἔτσι γίνεται, Γέροντα!
- Δόξα Σοι ὁ Θεός! Βλέπεις πόσο σὲ βοηθάει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸ ξεπεράσης;
- Ἀπὸ τὸν λογισμὸ δὲν ξεκινάει, Γέροντα, αὑτό;
- ᾽Ας ποῦμε ὅτι βρῆκε ἀδελφὴ μιὰ τρίχα. ’Ας τὴν βγάλη στὴν ακρη. Αὐτὸ εἶναι εὐλογία! Δὠσ᾽ την σ’ ἐμένα, νὰ τὴν πάρω ἐγὼ εὑλογία!... Ἄχ! Θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ στὸ Σινᾶ πηγαίναμε κάπου μὲ ἕναν μοναχὸ καὶ τοῦ ἔδωσα δυὸ ροδάκινα. Τὸν βλέπω, δὲν τὰ τρώει.
᾽Ἠθελε νὰ πάει νὰ τὰ πλύνει, γιὰ νὰ τὰ φάει, καὶ τὰ κρατοῦσε στὰ χέρια, μὴν τὰ βάλει στὴν τσέπη καὶ κολλήσουν μικρόβια καὶ ἀπὸ τὴν τσέπη! Ὁ ἀδελφός του ποὺ εἶχε ὀκτὼ παιδιὰ μοῦ ἔλεγε: «Περισσότερο σαποῦνι ξοδεύει αὐτός, γιὰ νὰ πλύνει τὰ χέρια του, παρὰ ὴ γυναίκα μου μὲ τὰ ὀκτὼ παιδιὰ ποὺ πλένει!». Καὶ νὰ δῆτε τί ἔπαθε!
Εκεῖ, στὸ Σινα ἔδιναν σὲ κάθε καλόγερο καὶ ἕναν Βεδουΐνο, γιὰ νὰ τὸν ἐξυπηρετἣ, νὰ τοῦ πηγαίνει τὸ φαγητὸ κλπ. Ὁ Βεδουΐνος ποὺ ἔδωσαν σ᾽ αὐτὸν ἦταν ὁ πιὸ βρώμικος ἀπ’ ὅλους. Κατάμαυρος! Μύριζαν τὰ ροῦχα του, μύριζε ὁλόκληρος. Μιὰ ἐβδομάδα ἔπρεπε νὰ τὸν βάλεις στὸ μουσκιό, γιὰ νὰ καθαρίσει!
Τὰ χέρια του ἦταν... μὴν τὰ ρωτᾶς! Ἔπρεπε νὰ τὰ ξύσεις μὲ τὴν σπάτουλα! Ἐν τῷ μεταξύ, ὅταν ἔπιανε τὸ τσανάκι, γιὰ νὰ τοῦ πάει τὸ φαγητό, ἔβαζε τὰ δυό του δάχτυλα μέσα. «Φύγε, φύγε...», τοῦ φώναζε ἐκεῖνος, μόλις τὸν ἔβλεπε. Τελικὰ αὐτὸς ὁ μοναχὸς οὔτε δυὸ ἑβδομάδες δὲν κάθησε στὸ Σινᾶ, ἔφυγε.
Θυμᾶμαι, καὶ στὸ Κοινόβιο εἴχαμε ἕναν μοναχὸ ποὺ ὡς λαϊκὸς ἦταν νωματάρχης. Τὸν εἶχαν βάλει διαβαστὴ, γιατὶ ἦταν μορφωμένος. Τόσα χρόνια ἦταν στὸ μοναστὴρι καὶ σιχαινόταν.
Ποῦ νὰ αγγίξει πόμολο! Μὲ τὸ πόδι ἄνοιγε τὴν πόρτα ἢ σκουντοῦσε τὸ μάνταλο μὲ τὸν ἀγκώνα καὶ μετὰ καθάριζε μὲ οὶνόπνευμα τὸ μανίκι ποὺ τὸ ἀκούμπησε! Ἀκόμη καὶ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας μὲ τὸ πόδι τήν ἄνοιγε. Καὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ὅταν γέρασε, νὰ σκουλήκιάσουν τὰ πόδια του, ἰδίως τὸ ἕνα μὲ τὸ ὸποῖο ἄνοιγε τὶς πόρτες.
Ἡμουν παρανοσοκόμος, ὅταν ἦρθε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μὲ δεμένο τὸ πόδι. Μοῦ εἶπε ὁ νοσοκόμος νὰ τὸ λύσω καὶ ἐκεῖνος πῆγε νὰ φέρει κάτι γάζες. Ὅταν τὸ ἄνοιξα, τί νὰ δῶ! Πώ, πώ, ἦταν γεμάτο σκουλήκια! «Πήγαινε στὴν θάλασσα, τοῦ λέω, πλύν’ το, νὰ φύγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἔλα νὰ κάνουμε ἀλλαγή». Ποῦ εἶχε φθάσει! Τί τιμωρία!
Εγὼ τὰ ἔχασα.
Μοῦ λέει ὁ νοσοκόμος: «Κατάλαβες ἀπὸ τί εἶναι αὐτό;». «Κατάλαβα, τοῦ λέω, ἐπειδή ἀνοίγει τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι!».
- Καὶ σ᾽ αὐτὴν τὴν κατάσταση, Γέροντα, συνέχιζε ν’ ανοίγει τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι;
- Ναί, μὲ τὸ πόδι! Καὶ εἶχε γεράσει καλόγερος!
- Δὲν τὸ κατάλαβε;
- Δὲν ξέρω. Μετὰ πῆγα στὴν Μονὴ Στομίου στήν Κόνυτσα. Τί θάνατο εἶχε ποιός ξέρει! Καὶ ἔβλεπες, ἐκεῖ στὸ Κοινόβιο μερικοὶ νέοι μοναχοὶ πήγαιναν καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὸ περίσσευμα ποὺ ἄφηναν στὰ πιάτα τους τὰ γεροντάκια, γιὰ νὰ πάρουν εὐλογία! Μάζευαν τὰ περισσεὐματα τῶν κλασμάτων.
Ή ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ πόμολο, γιατὶ τὸ ἀκούμπησαν οἱ Πατέρες, καὶ αὐτός, ὅταν προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες, μόλις ποὺ ἀκουμποῦσε τὸ μουστάκι του στὴν εἰκόνα. Καὶ τὸ μουστάκι τί θὰ τραβοῦσε! μετὰ μὲ τὸ οἰνόπνευμα!
-  Ὅταν, Γέροντα, κάτι τέτοιο γίνεται σὲ ἱερὰ πράγματα, δὲν εἶναι ἄνευλάβεια;
- Μὰ ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει κανεὶς καὶ φθάνει πιὸ πέρα. Ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μην προσκυνάει, γιατὶ φοβόταν μήπως ἐκεῖνος ποὺ προσκύνησε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὴν εἰκόνα εἶχε καμμιὰ ἀρρώστια!
- Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴ σιχαίνεται κανείς, δὲν πρέπει νὰ δίνει σημασία;  
- Τὶς σαβοῦρες ποὺ τρῶνε οἱ ἄνθρωποι δὲν τὶς βλέπουν! Αμα κάνει κανεὶς τὸν σταυρό του, εἴτε φοβία ἔχει εἴτε νοσοφοβία, βοηθάει μετὰ ὁ Χριστός. ᾽Εκεῖ στὸ Καλὺβι πόσοι περνᾶνε ποὺ ἔχουν διάφορες ἀρρώστιες! Καὶ μερικοὶ ἀπλοὶ κάνουν τὸν σταυρό τους, οἱ καημένοι, παίρνουν τὸ κύπελλο ποὺ ἔχω ἐκεῖ καὶ πίνουν νερό.
Οἱ ἄλλοι, ποὺ φοβοῦνται δὲν τὸ ἀγγίζουν. ᾿Ἠρθε πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες κάποιος ποὺ εἶχε πολὺ μεγάλη θέση σὲ κάποια ὑπηρεσία. Τόσο φοβᾶται ὁ καημένος τὰ μικρόβια, ποὺ ἔχει ἀσπρίσει τὰ χέρια του, γιὰ νὰ τὰ καθαρίζη μὲ τὸ οἰνόπνευμα. Ἀκόμη καὶ τὸ αὐτοκίνητό του τὸ τρίβει μὲ οἰνόπνευμα! Τὸν λυπήθηκα!
Ξέρεις τί εἶναι νὰ ἔχη τέτοια θέση καὶ νὰ κινῆται ἔτσι; Τοῦ ἔδωσα λουκοὺμι, καὶ δὲν τὸ πῆρε, ἐπειδὴ τὸ ἔπιασα. ᾿Αλλὰ καὶ στὸ κουτὶ νὰ ἦταν, πάλι δὲν θὰ τὸ ἔπαιρνε, γιατὶ θὰ σκεφτόταν ὅτι καὶ στὸ κουτὶ θὰ τὸ ἔβαλε κάποιος ἄλλος μὲ τὰ χέρια του. Παίρνω τὸ λουκούμι, τὸ τρίβω στὰ παπούτσια του καὶ τὸ τρώω. Τοῦ ἔκανα κάμποσα τέτοια καὶ τρόμαξα νὰ τὸν κάνω νὰ ἐλευθερωθῆ λίγο ἀπὸ αὺτό.
Νά, καὶ σήμερα ἦρθε ἐδῶ μιὰ κοπέλα ποὺ εἶχε νοσοφοβία. Καὶ ὅταν μπῆκε μέσα δὲν πῆρε εὺχή, γιατὶ φοβόταν μὴν κολλήσει μικρόβια, καὶ ὅταν ἔφυγε, ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποὺ τῆς εἶπα, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσω, πάλι δὲν πῆρε εὐχή. «Δὲν σοῦ φιλῶ τὸ χέρι, μοῦ λέει, γιατὶ φοβᾶμαι μήν κολλήσω μικρόβια»!
Τί νὰ πῆς; Κάνουν ἔτσι μαύρη τὴν ζωή τους.
από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ τόμος Γ σελ 44»  (ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ – ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γιατί πρέπει να υπάρχει εικονοστάσι στο σπίτι μας;

Στο Ορθόδοξο σπίτι πρέπει να υπάρχει εικονοστάσι με Την εικόνα του Χριστού, της Παν­αγίας και την εικόνα του αγίου πού ιδιαίτερα τιμά ή οικο...