– Γέροντα, πιὸ πολὺ μὲ βοηθάει νὰ ἔχω λίγη δυσκολία, ὅταν κάνω
τὰ πνευματικά μου καθήκοντα. Μπορεῖ ὅμως νὰ ἔχη καὶ αὐτὸ ὑπερηφάνεια;
– Ἔ, ἂν δὲν προσέξη
κανείς, καὶ ξαπλωμένος νὰ εἶναι καὶ νὰ μὴν κάνη τίποτε, πάλι μπορεῖ νὰ ὑπερηφανεύεται.
Τὸ τραῖνο ἐκτροχιάζεται καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ καὶ ἀπὸ τὰ δεξιά. Ὁ διάβολος καὶ ἀπὸ
᾿δῶ καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ μᾶς πιάνει. Μὲ ρωτοῦν μερικοί: «Τί νὰ προσέξω, γιὰ νὰ μὴν πέφτω
στὴν ὑπερηφάνεια;». Εἶναι σὰν νὰ λένε: «Ἀπὸ ποῦ κινδυνεύω νὰ πέσω; ἀπὸ ᾿δῶ ἢ ἀπὸ
᾿κεῖ;». Καὶ ἀπὸ ᾿δῶ καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ μπορεῖ νὰ πέσης, καὶ ἀπὸ ἀριστερὰ καὶ ἀπὸ δεξιά,
καὶ ἀπὸ τὴν σκάλα καὶ ἀπὸ τὴν καρέκλα καὶ ἀπὸ τὸ σκαμνί. Κάθε στιγμὴ καὶ σὲ κάθε περίπτωση χρειάζεται προσοχή, γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια
εἰσχωρεῖ παντοῦ.
– Μπορεῖ, Γέροντα, κάποιος νὰ μὴν ἔχη τίποτε καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται;
– Καμμιὰ φορὰ αὐτὸς
μπορεῖ νὰ ἔχη περισσότερη ὑπερηφάνεια. Ὅταν
ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου, στὴν Ἤπειρο, εἶχα μάθει γιὰ ἕναν γέρο τσομπάνο ὅτι
ἦταν τελείως ἐγκαταλελειμμένος. Δὲν εἶχε κάνει οἰκογένεια καὶ γύριζε ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Τελικὰ τὸν συμμάζεψε ἕνας ἄλλος τσομπάνος καὶ τὸν ἔβαλε σὲ μιὰ καλύβα, ὅπου εἶχε
τὰ κλαδιὰ γιὰ τὶς κατσίκες. Δὲν τὸν ἄφηνε νὰ ἀνάβη οὔτε φωτιά, γιὰ νὰ ζεσταθῆ,
γιατὶ φοβόταν μὴν πιάσουν φωτιὰ τὰ κλαδιά. Ἐκεῖ μέσα στὸ κρύο, σὲ μιὰ γωνιὰ εἶχε
δύο σανίδες γιὰ κρεββάτι κι ἕνα στρῶμα. Ὅταν
τὸ ἔμαθα, πῆγα νὰ τὸν δῶ. Ἦταν χάλια. Εἶπα μετὰ σὲ μιὰ φτωχὴ γυναίκα: «Πόσα
θέλεις, γιὰ νὰ τὸν πλένης λίγο;». «Τίποτε, μοῦ λέει, μόνον τὸ σαπούνι νὰ μοῦ δίνης».
Μιὰ μέρα ποὺ εἶχα πάει, ἦταν μεσημέρι καὶ ἔτρωγε. Μόλις τέλειωσε τὸ φαγητό, μὲ
κοιτάζει, γυρίζει τὸ πιάτο ἀνάποδα καὶ λέει μὲ μιὰ ἱκανοποίηση: «Αὐτὸ θὰ πῆ μελό2,
καλόγερε, αὐτὸ θὰ πῆ μελό! Ἔχει σκυλιά, γατιὰ ἐδῶ». Δηλαδὴ τὸ ὅτι γύρισε ἀνάποδα
τὸ πιάτο, γιὰ νὰ μὴν τὸ γλείφουν τὰ γατιὰ καὶ τὰ σκυλιά, τὸ θεώρησε κατόρθωμα.
Λὲς καὶ ἀνέβηκε στὸ διάστημα. Νά, ὑπερηφάνεια! Τὰ χάλια του εἶχε, καὶ ὅμως τί ὑπερηφάνεια
εἶχε!
Οἱ ὑπερήφανοι
λογισμοὶ
– Γέροντα, τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν μᾶς ἔρχωνται λογισμοὶ ὑπερηφανείας;
– Ὅπως οἱ ἄλλοι
γελοῦν, ὅταν μᾶς βλέπουν νὰ ὑπερηφανευώμαστε, ἔτσι κι ἐμεῖς νὰ γελοῦμε μὲ τοὺς
λογισμοὺς ὑπερηφανείας.
– Στὸν ταπεινὸ ἔρχονται ὑπερήφανοι λογισμοί;
– Ἔρχονται, ἀλλὰ
γελάει, γιατὶ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του.
– Γέροντα, κάπου διάβασα ὅτι τὸν λογισμὸ τῆς ὑπερηφανείας πρέπει
νὰ τὸν διώχνουμε ἀμέσως ὅπως τὸν αἰσχρὸ λογισμό.
– Τὸ θέμα εἶναι ὅτι
τὸν αἰσχρὸ λογισμὸ τὸν καταλαβαίνεις εὔκολα, ἐνῶ τὸν λογισμὸ τῆς ὑπερηφανείας, γιὰ νὰ τὸν καταλάβης, χρειάζεται πολλὴ ἐγρήγορση.
Ἂν λ.χ. τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς περάση ἕνας ἄσχημος λογισμὸς ἀπὸ τὸν νοῦ σου,
θὰ τὸν καταλάβης καὶ θὰ τὸν διώξης ἀμέσως· «ἄντε φύγε ἀπὸ ᾿δῶ», θὰ πῆς. Ἀλλά, ἂν στὴν ἐκκλησία σοῦ περάση ὁ λογισμὸς
ὅτι διάβασες ὡραῖα τὸ Ψαλτήρι καὶ ὑπερηφανευθῆς, χρειάζεται ἐγρήγορση, γιὰ
νὰ τὸν καταλάβης καὶ νὰ τὸν πετάξης.
– Γέροντα, τὶς περισσότερες φορὲς προλαβαίνει καὶ ἔρχεται ὁ
λογισμὸς τῆς ὑπερηφανείας σὲ χρόνο μηδέν. Πῶς θὰ προλαβαίνω νὰ φέρνω ταπεινὸ
λογισμό;
– Πρέπει νὰ γίνη
δουλειὰ ἀπὸ νωρίτερα – «ἡτοιμάσθην καὶ
οὐκ ἐταράχθην»3, λέει ὁ Δαβίδ –, γιατὶ οἱ λογισμοὶ τῆς ὑπερηφανείας ἔρχονται
ἀστραπιαῖα. Αὐτὸ εἶναι παλιὰ μηχανὴ τοῦ διαβόλου. Τώρα νὰ πάρης μιὰ καινούργια
μηχανὴ – νὰ καλλιεργῆς συνέχεια ταπεινοὺς
λογισμούς –, γιὰ νὰ τρέχης.
Μόνον οἱ ταπεινοὶ λογισμοὶ φέρνουν ταπείνωση καὶ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση
φεύγει ἡ ὑπερηφάνεια.
Μιὰ φορὰ ἕνας ἱεροκήρυκας μοῦ εἶπε ὅτι ἑτοίμασε ἕνα ὡραῖο κήρυγμα. Ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ μιλοῦσε πολὺ ὡραῖα. Κάποια στιγμὴ ὅμως τοῦ πέρασε ἕνας ὑπερήφανος λογισμὸς καὶ μπερδεύτηκε. Ξέσπασε τότε σὲ ἕνα νευρικὸ κλάμα καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ντροπιασμένος. Ὕστερα, γιὰ πολὺν καιρὸ δὲν μποροῦσε νὰ κάνη κήρυγμα· εἶχε ἀχρηστευθῆ. «Κοίταξε, τοῦ λέω, ἐκεῖνο τὸ ἔπαθες ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ ὑπερηφανεύθηκες, ἀπομακρύνθηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τώρα νὰ ξεκινήσης ταπεινά. Ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νὰ ἀνεβῆς στὸν ἄμβωνα, νὰ πῆς: ʺἊν μπερδευτῶ, σημαίνει ὅτι μοῦ χρειάζεται ρεζιλίκι, γιατὶ αὐτὸ θὰ μὲ βοηθήση πνευματικάʺ. Καὶ ἂν τυχὸν σὲ πιάση πάλι τὸ κλάμα, οἱ ἄνθρωποι θὰ νομίζουν ὅτι συγκινήθηκες, ὁπότε θὰ βοηθηθοῦν καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθοῦν. Μὴ φοβᾶσαι». Πράγματι, ξεκίνησε ἔτσι ταπεινά, περιμένοντας ρεζιλίκι, καὶ ἄρχισε πάλι νὰ κηρύττη.
Μιὰ φορὰ ἕνας ἱεροκήρυκας μοῦ εἶπε ὅτι ἑτοίμασε ἕνα ὡραῖο κήρυγμα. Ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ μιλοῦσε πολὺ ὡραῖα. Κάποια στιγμὴ ὅμως τοῦ πέρασε ἕνας ὑπερήφανος λογισμὸς καὶ μπερδεύτηκε. Ξέσπασε τότε σὲ ἕνα νευρικὸ κλάμα καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ντροπιασμένος. Ὕστερα, γιὰ πολὺν καιρὸ δὲν μποροῦσε νὰ κάνη κήρυγμα· εἶχε ἀχρηστευθῆ. «Κοίταξε, τοῦ λέω, ἐκεῖνο τὸ ἔπαθες ἀπὸ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ ὑπερηφανεύθηκες, ἀπομακρύνθηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τώρα νὰ ξεκινήσης ταπεινά. Ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νὰ ἀνεβῆς στὸν ἄμβωνα, νὰ πῆς: ʺἊν μπερδευτῶ, σημαίνει ὅτι μοῦ χρειάζεται ρεζιλίκι, γιατὶ αὐτὸ θὰ μὲ βοηθήση πνευματικάʺ. Καὶ ἂν τυχὸν σὲ πιάση πάλι τὸ κλάμα, οἱ ἄνθρωποι θὰ νομίζουν ὅτι συγκινήθηκες, ὁπότε θὰ βοηθηθοῦν καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθοῦν. Μὴ φοβᾶσαι». Πράγματι, ξεκίνησε ἔτσι ταπεινά, περιμένοντας ρεζιλίκι, καὶ ἄρχισε πάλι νὰ κηρύττη.
2 Μελό: Μυαλό.
3 Ψαλμ. 118, 60.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου