– Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νὰ
δουλέψω, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπὸ φιλαυτία τὸ λέω;
– Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτὸς
ποὺ διώχνει τὴν μούχλα μὲ τὴν δουλειά, βοηθιέται καὶ πνευματικά.
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ φθάση νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ τὴν
κακοπάθεια παρὰ ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικὰ γεροντάκια ἐκεῖ
στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ καὶ τί χαρὰ νιώθουν!
Νά, ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Καλύβι μου, τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τὸ Καλύβι του ἦταν ψηλά, σὲ ἕνα πολὺ ἀπότομο μέρος, καὶ τὸ καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπὸ τὸ μονοπάτι γιὰ νὰ πάη σὲ ἕνα ἄλλο γεροντάκι πιὸ κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. Ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν νὰ τὸ γηροκομήσουν, ἀλλὰ δὲν δεχόταν, καὶ ὅλοι μετὰ ἔλεγαν: «αὐτὸς εἶναι πλανεμένος», γιατὶ καθόταν μόνος του ἐκεῖ. Μιὰ μέρα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε γιὰ ποιόν λόγο δὲν ἤθελε νὰ φύγη: Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τὸ Καλύβι τους δὲν εἶχε ναὸ καὶ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Γέροντά του νὰ κάνουν ναό. «Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικὰ ὁ Γέροντάς του, ἀλλὰ μετὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φύγης ἀπὸ ᾿δῶ, γιατὶ θὰ μένη στὸ Ἱερὸ ὁ Φύλακας Ἄγγελος καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν ἀφήσης μόνον».
Τότε αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μείνη γιὰ πάντα στὸ Καλύβι, καὶ ἔτσι ἔκαναν τὸν ναό. Τελευταῖα εἶχε γκρεμισθῆ καὶ τὸ Κελλί του καὶ ἔμενε μέσα στὴν ἐκκλησία· κοιμόταν σὲ ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση! Εἶχα φροντίσει νὰ ἔχη μερικὰ ροῦχα, γιὰ νὰ ἀλλάζη τοὐλάχιστον, γιατὶ ὑπέφερε ἀπὸ τὰ ἔντερα καὶ εἶχε κοψίματα. Μιὰ μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστὸ γιατρὸ νὰ πάη νὰ τὸν δῆ. Πῆγε μὲ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τὸν βρῆκαν πεθαμένο στὸ στασίδι ποὺ ἔμενε, σκεπασμένο μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Νά, ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Καλύβι μου, τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τὸ Καλύβι του ἦταν ψηλά, σὲ ἕνα πολὺ ἀπότομο μέρος, καὶ τὸ καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπὸ τὸ μονοπάτι γιὰ νὰ πάη σὲ ἕνα ἄλλο γεροντάκι πιὸ κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. Ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν νὰ τὸ γηροκομήσουν, ἀλλὰ δὲν δεχόταν, καὶ ὅλοι μετὰ ἔλεγαν: «αὐτὸς εἶναι πλανεμένος», γιατὶ καθόταν μόνος του ἐκεῖ. Μιὰ μέρα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε γιὰ ποιόν λόγο δὲν ἤθελε νὰ φύγη: Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τὸ Καλύβι τους δὲν εἶχε ναὸ καὶ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Γέροντά του νὰ κάνουν ναό. «Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικὰ ὁ Γέροντάς του, ἀλλὰ μετὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φύγης ἀπὸ ᾿δῶ, γιατὶ θὰ μένη στὸ Ἱερὸ ὁ Φύλακας Ἄγγελος καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν ἀφήσης μόνον».
Τότε αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μείνη γιὰ πάντα στὸ Καλύβι, καὶ ἔτσι ἔκαναν τὸν ναό. Τελευταῖα εἶχε γκρεμισθῆ καὶ τὸ Κελλί του καὶ ἔμενε μέσα στὴν ἐκκλησία· κοιμόταν σὲ ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση! Εἶχα φροντίσει νὰ ἔχη μερικὰ ροῦχα, γιὰ νὰ ἀλλάζη τοὐλάχιστον, γιατὶ ὑπέφερε ἀπὸ τὰ ἔντερα καὶ εἶχε κοψίματα. Μιὰ μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστὸ γιατρὸ νὰ πάη νὰ τὸν δῆ. Πῆγε μὲ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τὸν βρῆκαν πεθαμένο στὸ στασίδι ποὺ ἔμενε, σκεπασμένο μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Ἡ σκληρότητα στὴν ζωή μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στὴν καρδιὰ
τὴν τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὀδύνες.
Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καὶ ἔλαβαν πνεῦμα.
Μὲ ἱδρώτα καὶ κόπο πῆραν τὴν Χάρη. Πέταξαν
τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν βρῆκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πολὺ μὲ συγκίνησε τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες
ἀσκητὲς ἔζησαν στὸ Σινᾶ καὶ πόσοι ἄλλοι στὸ Ἅγιον Ὄρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες
ἁγίασαν! Ἀλλὰ καὶ οἱ Ὁμολογητὲς καὶ οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν! Καὶ ἐμεῖς γκρινιάζουμε
γιὰ τὴν παραμικρὴ ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε
χωρὶς κόπο τὴν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ αὐταπάρνηση. Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν
καταλάβαμε ὅτι «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» καὶ ἔχουμε τὴν ἐπιείκεια στὸν ἑαυτό
μας· δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὸ καθετί. Ἀπὸ ᾿κεῖ
ξεκινάει τὸ κακό. Καὶ ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο,
ἀλλὰ τὰ χρόνια περνᾶνε.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴν ξεχνιώμαστε· νὰ θυμώμαστε καὶ λίγο ὅτι ὑπάρχει καὶ θάνατος.
Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸ σῶμα· ὄχι νὰ μὴν προσέχουμε
καὶ νὰ παθαίνουμε ζημιές, ἀλλὰ νὰ μὴν προσκυνοῦμε τὴν ἀνάπαυση.
Τί τὸν κρατᾶς τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὸν ἑαυτό σου;
– Γέροντα, ἔχω τὸν λογισμὸ μήπως δὲν φταίει
ἡ λίγη ἀντοχή μου ποὺ κουράζομαι εὔκολα ἀλλὰ κάτι ἄλλο.
– Ναί, ἂν ὑπῆρχε ἡ θεία φλόγα μέσα σου, τότε ὅλα θὰ ἦταν διαφορετικά.
– Γέροντα, πῶς θὰ ἀποκτήσω αὐτὴν τὴν θεία
φλόγα;
– Ἂν ξεχνᾶς τὸν ἑαυτό σου καὶ σκέφτεσαι τοὺς ἄλλους.
– Μοῦ φαίνεται δύσκολο νὰ τὸ κάνω πάντοτε
αὐτό.
– Τοὐλάχιστον προσπάθησε νὰ σκέφτεσαι
καὶ νὰ φροντίζης τοὺς ἄλλους ὅπως σκέφτεσαι καὶ φροντίζεις τὸν ἑαυτό σου. Ἔτσι, σιγὰ ‐ σιγὰ θὰ φθάσης νὰ ἀδιαφορῆς γιὰ
τὸν ἑαυτό σου, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ νὰ σκέφτεσαι πάντα τοὺς ἄλλους. Καὶ τότε βέβαια θὰ σὲ σκέφτεται καὶ ὁ Θεός,
θὰ σὲ σκέφτωνται καὶ οἱ ἄλλοι· μόνο νὰ μὴν τὸ κάνης, γιὰ νὰ σὲ σκέφτωνται οἱ
ἄλλοι!...
– Τελικά, Γέροντα, αὐτὸ ποὺ μὲ βασανίζει
εἶναι ὁ ἑαυτός μου.
– Ναί, βρὲ παιδί, πέταξε τὸν ἑαυτό σου. Ἂν πετάξης τὸν ἑαυτό σου, μετὰ
θὰ πετᾶς. Τί τὸν κρατᾶς τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὸν ἑαυτό σου; Τὸ κομμάτι τῆς ἀγάπης
ποὺ κρατᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τὸ ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη ποὺ πρέπει
νὰ ἔχης γιὰ τοὺς ἄλλους.
– Γέροντα, πῶς θὰ πετάξω τὸν ἑαυτό μου;
– Ὅσο μπορεῖς, νὰ βγάζης τὸν ἑαυτό σου ἔξω ἀπὸ τὶς ἐνέργειές σου καὶ νὰ
βάζης μέσα σου τοὺς ἄλλους. Προσπάθησε αὐτὸ
ποὺ θέλεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου νὰ τὸ δίνης στοὺς ἄλλους. Νὰ δίνης – νὰ δίνης, χωρὶς νὰ ὑπολογίζης τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο θὰ δίνης,
τόσο θὰ παίρνης, γιατὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δίνη ἄφθονη τὴν Χάρη Του καὶ τὴν ἀγάπη
Του· θὰ σὲ ἀγαπάη πολύ, καθὼς κι ἐσὺ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπᾶς, γιατὶ θὰ πάψης νὰ ἀγαπᾶς
τὸν ἑαυτό σου, ὁ ὁποῖος σοῦ ζητάει νὰ τρέφεσαι ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια,
καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δίνει ὅλες τὶς βιταμίνες στὴν ψυχὴ καὶ τὴν θεία
ἀλλοίωση στὴν σάρκα, καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀκτινοβολῆ. Θὰ εὔχωμαι πολὺ γρήγορα
νὰ τὰ νιώσης ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάσανο τῆς φιλαυτίας.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ ἀγωνίζωμαι νὰ ἀπαλλαγῶ
ἀπὸ τὴν φιλαυτία μου, καὶ πάλι νὰ ἔχω τὸν ἑαυτό μου σὲ ὅ,τι κάνω;
– Πῶς ἀγωνίζεσαι; Τὸν πετᾶς τὸν ἑαυτό σου; Ὅ,τι εἶναι σιχαμερὸ τὸ πετάει
κανείς· πρέπει ὅμως νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι σιχαμερό. Ἅμα δὲν τὸ σιχαθῆ, δὲν τὸ
πετάει. Θέλω νὰ πῶ, καὶ τὸν παλαιό σου ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν πετάξης, πρέπει νὰ τὸν
σιχαθῆς. Μὲ μουδιασμένα πράγματα δὲν γίνεται προκοπή.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη
καὶ Ἀρετὲς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου