– Γέροντα, ὅταν
λένε ὅτι ἡ δικαιολογία δὲν ὑπάρχει στὴν Ἁγία Γραφή, τί ἐννοοῦν;
– Ὅτι δὲν δικαιολογεῖται κατὰ κάποιον τρόπο ἡ δικαιολογία.
– Ὅταν, Γέροντα, δικαιολογοῦμαι, ἐκ τῶν ὑστέρων
σκέφτομαι ὅτι ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι ἴδιον τοῦ μοναχοῦ.
– Ὄχι ἁπλῶς δὲν εἶναι ἴδιον τοῦ μοναχοῦ ἡ δικαιολογία, ἀλλὰ δὲν ἔχει
καμμιὰ σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή. Πρέπει νὰ καταλάβω ὅτι, ὅταν δικαιολογοῦμαι,
βρίσκομαι σὲ λανθασμένη κατάσταση. Κόβω τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ στεροῦμαι
τὴν θεία Χάρη, γιατὶ ἡ θεία Χάρις δὲν ἔρχεται σὲ λανθασμένη κατάσταση. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος δικαιολογεῖ τὰ
ἀδικαιολόγητα, ἀπομονώνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Μπαίνει μόνωση, ...καουτσούκ, ἀνάμεσα
στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν Θεό. Μπορεῖ νὰ περάση τὸ ρεῦμα μέσα ἀπὸ τὸ καουτσούκ; Ὄχι.
Ἀπομονώνεται. Ἰσχυρότερο μονωτικὸ ἀπὸ τὴν δικαιολογία δὲν ὑπάρχει γιὰ τὴν θεία
Χάρη! Εἶναι σὰν νὰ χτίζης ἕναν τοῖχο καὶ νὰ χωρίζης τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν Θεό, ὁπότε
κόβεις κάθε σχέση μαζί Του.
– Γέροντα, συχνὰ λέτε: «Νὰ προσπαθήσουμε
νὰ πιάσουμε τοὐλάχιστον τὴν πνευματικὴ βάση». Ποιά εἶναι ἡ πνευματικὴ βάση;
– Ἡ ταπεινὴ ἀναγνώριση τοῦ σφάλματος
καὶ νὰ μὴ δικαιολογῆται ἐν γνώσει του τοὐλάχιστον ὁ ἄνθρωπος, ὅταν φταίη καὶ τοῦ
κάνουν παρατήρηση. Τὸ νὰ μὴ δικαιολογῆται, ὅταν δὲν φταίη καὶ τὸν κατηγοροῦν, αὐτὸ
εἶναι τὸ ἄριστα. Ὅποιος δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, καὶ προκοπὴ δὲν κάνει, ἀλλὰ
καὶ ἐσωτερικὰ δὲν ἀναπαύεται. Δὲν θὰ μᾶς κρεμάση ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα σφάλμα ποὺ κάναμε,
ἀλλὰ νὰ μὴ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὸ σφάλμα καὶ τὸ θεωροῦμε φυσικό.
– Ἂν μοῦ ποῦν ὅτι ἔσφαλα σὲ κάτι, ἀλλὰ δὲν
μπορῶ νὰ καταλάβω πόσο ἔσφαλα, νὰ ρωτήσω, ὥστε ἄλλη φορὰ νὰ προσέξω, ἢ νὰ σιωπήσω;
– Ἂν πιάσης ὅτι ἔσφαλες εἴκοσι πέντε τοῖς ἑκατό, ἐνῶ ἔσφαλες πέντε, δὲν
ἔχεις κέρδος; Βάλε περισσότερο, γιὰ νὰ εἶσαι μέσα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐργασία
ποὺ πρέπει νὰ κάνης: Νὰ βρίσκης τὸ σφάλμα
σου, νὰ πιάνης τὸν ἑαυτό σου. Ἀλλιῶς πιάνεσαι ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, δικαιώνεις
τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ ἀνάπαυση δὲν ἔχεις.
– Ὅταν, Γέροντα, κάποιος ἔχη τὴν συνήθεια
νὰ δικαιολογῆται, ἀλλὰ μετὰ ἀναγνωρίζη τὸ λάθος του καὶ ἐλεεινολογῆ τὸν ἑαυτό
του, αὐτὸ τὸν ὠφελεῖ;
– Τοὐλάχιστον τοῦ μένει ἡ πεῖρα καί, ἂν τὴν ἀξιοποιήση, θὰ ὠφεληθῆ. Καὶ
ἂν πῆ ὁ Θεός: «ἀφοῦ τὸ κατάλαβε καὶ μετάνοιωσε, ἂς τοῦ δώσω κάτι», τότε θὰ πάρη
καὶ κάτι ἀπὸ ἄλλο ταμεῖο, ἀπὸ τὸ ταμεῖο τῆς μετανοίας.
Ἡ δικαιολογία ὀφείλεται στὸν ἐγωισμὸ
– Γέροντα, ὅταν δὲν δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους
γιὰ μιὰ πράξη τους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχω σκληρὴ καρδιά;
– Δὲν δικαιολογεῖς τοὺς ἄλλους καὶ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου; Μεθαύριο
καὶ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ δικαιολογήση. Μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου
νὰ γίνη σκληρὴ σὰν πέτρα, ἂν φερθῆ μὲ κακία, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ γίνη πολὺ
τρυφερή, ἂν φερθῆ μὲ ἀγάπη. Νὰ ἀποκτήσης μητρικὴ καρδιά. Βλέπεις, ἡ μάνα ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ καμμιὰ φορὰ κάνει πὼς δὲν βλέπει.
Ὅποιος κάνει σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία,
γιὰ ὅλους βρίσκει ἐλαφρυντικά, ὅλους
τοὺς δικαιολογεῖ, ἐνῶ τὸν ἑαυτό του ποτὲ δὲν τὸν δικαιολογεῖ, ἀκόμη καὶ ὅταν ἔχη
δίκαιο. Πάντοτε λέει ὅτι φταίει, γιατὶ σκέφτεται ὅτι δὲν ἀξιοποιεῖ τὶς εὐκαιρίες
ποὺ τοῦ δίνονται. Βλέπει λ.χ. ἕναν νὰ κλέβη καὶ σκέφτεται ὅτι καὶ ὁ ἴδιος, ἂν δὲν
εἶχε βοηθηθῆ, θὰ ἔκλεβε περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν καὶ λέει: «Ὁ Θεὸς ἐμένα μὲ βοήθησε,
ἀλλὰ ἐγὼ οἰκειοποιήθηκα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι μεγαλύτερη κλεψιά. Ἡ
διαφορὰ εἶναι ὅτι τοῦ ἄλλου ἡ κλεψιὰ φαίνεται, ἐνῶ ἡ δική μου δὲν φαίνεται». Ἔτσι
καταδικάζει τὸν ἑαυτό του καὶ κρίνει μὲ ἐπιείκεια τὸν συνάνθρωπό του. Ἤ, ἂν δῆ
στὸν ἄλλον ἕνα ἐλάττωμα, εἴτε μικρὸ εἴτε μεγάλο, τὸν δικαιολογεῖ, βάζοντας καλοὺς
λογισμούς. Σκέφτεται ὅτι καὶ αὐτὸς ἔχει
πολλὰ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα βλέπουν οἱ ἄλλοι. Γιατί, ἂν ψάξη κανείς, βρίσκει
πολλὰ στραβὰ στὸν ἑαυτό του, ὥστε μπορεῖ εὔκολα νὰ δικαιολογῆ τὸν ἄλλον. Πόσα
καὶ πόσα δὲν ἔχουμε κάνει! «Ἁμαρτίας νεότητός
μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε».
– Ὅταν, Γέροντα, μοῦ ζητήσουν μιὰ ἐξυπηρέτηση
καὶ τὴν κάνω πρόθυμα, ἀλλὰ πάνω στὴν βιασύνη κάνω μιὰ μικρὴ ζημιὰ καὶ μοῦ κάνουν
παρατήρηση, δικαιολογῶ τὸν ἑαυτό μου.
– Πῆγες νὰ κάνης ἕνα καλό, ἔκανες καὶ μιὰ μικρὴ ζημιά. Δέξου τὴν παρατήρηση
γιὰ τὴν μικρὴ ζημιά, γιὰ νὰ λάβης ὁλόκληρη τὴν ἀμοιβή. Ὁ διάβολος εἶναι πολὺ
πονηρός. Τὴν τέχνη του τὴν ξέρει ἄριστα. Τὴν πεῖρα τόσων χρόνων νὰ μὴν τὴν ἀξιοποιήση!
Σὲ βάζει νὰ δικαιολογηθῆς, γιὰ νὰ χάσης τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανες. Ὅταν
δῆς ἕναν ἄνθρωπο καταϊδρωμένο νὰ σηκώνη στὸν ὦμο του ἕνα φορτίο κι ἐσὺ πᾶς νὰ
τοῦ τὸ πάρης, γιὰ νὰ τὸν ἐλαφρώσης, ἔ, αὐτὸ εἶναι κάπως φυσικό. Εἶδες τὸ βάρος
ποὺ κουβαλοῦσε, κινήθηκες ἀπὸ φιλότιμο καὶ ἔτρεξες νὰ τὸν βοηθήσης. Τὸ νὰ σηκώσης
ὅμως μιὰ κουβέντα ποὺ θὰ σοῦ πῆ ὁ ἄλλος ἄδικα, αὐτὸ ἔχει ψωμί. Ἄν, ὅταν μᾶς κάνουν
μιὰ παρατήρηση, ἀμέσως δικαιολογούμαστε, αὐτὸ φανερώνει ὅτι ἔχουμε ἀκόμη μέσα
μας ὁλοζώντανο τὸ κοσμικὸ φρόνημα.
– Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ δικαιολογία;
– Στὸν ἐγωισμό. Ἡ δικαιολογία εἶναι πτώση καὶ διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴ δικαιολογῆται κανείς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγαπήση τὴν ἀδικία ποὺ
γίνεται εἰς βάρος του.
Αὐτὴ ἡ δικαιολογία μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι δὲν τὸ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ; Ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Θεός: «μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸ δένδρο ποὺ σοῦ εἶπα νὰ μὴ φᾶς;», ἐκεῖνος δὲν εἶπε: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ναί, ἔσφαλα», ἀλλὰ δικαιολογήθηκε. «Ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες, εἶπε, αὐτὴ μοῦ ἔδωσε καὶ ἔφαγα». Σὰν νὰ ἔλεγε: «Ἐσὺ φταῖς ποὺ ἔπλασες τὴν Εὔα»! Μήπως ἦταν ὑποχρεωμένος ὁ Ἀδὰμ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ ἀκούση τὴν Εὔα; Ρωτάει ὁ Θεὸς καὶ τὴν Εὔα κι ἐκείνη ἀπαντάει: «Τὸ φίδι μὲ ἀπάτησε».
Ἂν ἔλεγε ὁ Ἀδάμ: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ἔσφαλα» καὶ ἂν ἔλεγε καὶ ἡ Εὔα: «ἐγὼ ἔσφαλα», ὅλα θὰ τακτοποιοῦνταν. Ἀλλὰ ἀμέσως δικαιολογία‐δικαιολογία.
Αὐτὴ ἡ δικαιολογία μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι δὲν τὸ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ; Ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Θεός: «μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸ δένδρο ποὺ σοῦ εἶπα νὰ μὴ φᾶς;», ἐκεῖνος δὲν εἶπε: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ναί, ἔσφαλα», ἀλλὰ δικαιολογήθηκε. «Ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες, εἶπε, αὐτὴ μοῦ ἔδωσε καὶ ἔφαγα». Σὰν νὰ ἔλεγε: «Ἐσὺ φταῖς ποὺ ἔπλασες τὴν Εὔα»! Μήπως ἦταν ὑποχρεωμένος ὁ Ἀδὰμ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ ἀκούση τὴν Εὔα; Ρωτάει ὁ Θεὸς καὶ τὴν Εὔα κι ἐκείνη ἀπαντάει: «Τὸ φίδι μὲ ἀπάτησε».
Ἂν ἔλεγε ὁ Ἀδάμ: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ἔσφαλα» καὶ ἂν ἔλεγε καὶ ἡ Εὔα: «ἐγὼ ἔσφαλα», ὅλα θὰ τακτοποιοῦνταν. Ἀλλὰ ἀμέσως δικαιολογία‐δικαιολογία.
– Γέροντα, τί φταίει, ὅταν κάποιος δὲν καταλαβαίνη πόσο κακὸ εἶναι ἡ δικαιολογία;
– Τί φταίει; Ὅτι φταίει! Ὅταν κανεὶς δικαιολογῆ συνεχῶς τὸν ἑαυτό του
καὶ νομίζη ὅτι οἱ ἄλλοι δὲν τὸν καταλαβαίνουν, ὅτι ὅλοι εἶναι ἄδικοι καὶ αὐτὸς
εἶναι ποὺ πάσχει, εἶναι τὸ θύμα, ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ πέρα εἶναι ἀνεξέλεγκτος. Καὶ τὸ παράξενο μερικὲς φορὲς ποιό εἶναι; Ἐνῶ
ὁ ἴδιος ἔχει ἀδικήσει καὶ φταίει, λέει: «Ἐγὼ θὰ τὴν δεχόμουν τὴν ἀδικία, ἀλλὰ δὲν
θέλω νὰ κολασθῆ ὁ ἄλλος». Πάει δηλαδὴ νὰ δικαιολογηθῆ, δῆθεν ἀπό... ἀγάπη, γιὰ
νὰ ἔρθη σὲ συναίσθηση ὁ ἄλλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο νομίζει ὅτι ἀδικήθηκε, καὶ νὰ μὴν
κολασθῆ! Ἢ ἀρχίζει νὰ δίνη ἕνα σωρὸ ἐξηγήσεις, μὴν τυχὸν καταλάβη ὁ ἄλλος κάτι
λάθος καί... κολασθῆ! Βλέπετε ὁ διάβολος τί λεπτὴ ἐργασία κάνει;
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου