– Ὅταν, Γέροντα, προσεύχωμαι γιὰ κάποιον
καὶ νιώσω κατάνυξη, τότε σταματῶ νὰ εὔχωμαι γιὰ ἐκεῖνον καὶ κάνω εὐχὴ γιὰ τὸν ἑαυτό
μου.
– Γιατί; Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἐκεῖνος ἀπὸ προσευχή;
– Ἔχει, Γέροντα, ἀλλὰ σκέφτομαι νὰ κάνω ἐκείνη
τὴν ὥρα εὐχὴ γιὰ μένα, γιατὶ δὲν ξέρω πότε θὰ νιώσω πάλι κατάνυξη.
– Καλά, ἐσὺ νὰ καλοπερνᾶς καὶ γιὰ τὸν ἄλλον νὰ λές: «Δὲν βαριέσαι»; Τοὐλάχιστον
νὰ λές: «Ἐλέησον ἡμᾶς». Μέσα στὸ «ἡμᾶς» περιλαμβάνεται καὶ ὁ ἑαυτός σου καὶ ὅλοι
οἱ ἄλλοι. Ἐγὼ λέω: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἐλέησε ὅλους
κι ἐμένα τὸ κτῆνος».
Πολὺ βοηθάει νὰ χωρίζουμε τὴν προσευχή
μας σὲ τρία μέρη: ἕνα γιὰ τὸν ἑαυτό
μας, ἕνα γιὰ τοὺς ζῶντες καὶ ἕνα γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. Ἂν καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο
πάλι γιὰ τὸν ἑαυτό μας κάνουμε περισσότερη προσευχή, γιατὶ ὁ ἑαυτός μας εἶναι ἕνας,
ἐνῶ οἱ ζῶντες καὶ οἱ κεκοιμημένοι εἶναι ἀμέτρητοι.
– Γέροντα, νιώθω ὅτι δὲν θὰ μοῦ φθάση ὅλη
μου ἡ ζωὴ γιὰ νὰ ζητῶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
– Θὰ σὲ ἐλεήση ὁ Θεός. Μόνο νὰ
προσεύχεσαι ἁπλὰ καὶ συνέχεια, ζητώντας ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνιζώμαστε χωρὶς ἄγχος, ταπεινά, μὲ φιλότιμο, ὁ Θεὸς θὰ δώση καὶ σ’ ἐμᾶς καὶ
στοὺς ἄλλους ὅ,τι χρειάζεται.
– Μήπως, Γέροντα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ χρειάζεται νὰ ζητῶ καὶ κάτι ἄλλο;
– Μέσα στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν
ὅλα. Ἀλλά, ἂν χρειάζεσαι καὶ κάτι συγκεκριμένο, μπορεῖς νὰ τὸ ζητήσης ἀπὸ τὸν
Θεό.
– Γέροντα, ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Στὴν
προσευχή σου, μετὰ τὴν δοξολογία ποὺ θὰ κάνης, νὰ ζητᾶς μόνον τὴν Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν». Τί ἐννοεῖ;
– Ἐννοεῖ νὰ ζητᾶμε πρῶτα τὴν
Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ὕστερα ὅλα τὰ ἄλλα «προστεθήσεται ἡμῖν», ὅπως εἶπε
ὁ Χριστός· ὄχι νὰ ζητᾶμε καὶ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο, καὶ νὰ ξεχνᾶμε τὸν
προορισμό μας.
– Ἡ Ἁγία Γραφή, Γέροντα, λέει νὰ προσευχώμαστε
γιὰ τὸ καθετί. Οἱ Πατέρες ὅμως ἀπέφευγαν νὰ προσεύχωνται γιὰ προσωπικά τους θέματα.
Ἐγὼ πῶς νὰ προσεύχωμαι;
– Νὰ προσεύχεσαι γιὰ κάθε ἀνάγκη ποὺ ἔχει ἡ ψυχή σου καὶ νὰ δίνης λιγώτερη
σημασία στὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος. Καὶ στὸ
«Πάτερ ἡμῶν», ὅταν λέμε: «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», δὲν
ζητᾶμε μόνον τὴν ὑλικὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι μᾶς χρειάζεται, γιὰ νὰ ζήσουμε πνευματικά, ὅπως θέλει ὁ
Θεός.
Μιὰ φορά, στὸ Καλύβι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀντὶ γιὰ λίγο κρασὶ ποὺ περίμενα σὰν φάρμακο γιὰ τὸ
πρόβλημα ποὺ εἶχα στὰ ἔντερα, μοῦ ἔφεραν ἀπὸ τὸ μοναστήρι κατὰ λάθος ἕνα μπουκάλι
ξίδι. Δὲν εἶπα τίποτε, γιατὶ σκέφθηκα ὅτι ἔτσι ἤθελε ὁ Θεός. Πέρασαν περίπου
σαράντα ἡμέρες, καὶ μὲ τὸ βρόχινο νερὸ ποὺ ἔπινα ἐπιδεινώθηκε ἡ κατάσταση. Μιὰ
μέρα ὑπέφερα πολύ. Καιγόμουν γιὰ νερό, ἀλλὰ φοβόμουν νὰ πιῶ, ἐπειδὴ τὴν προηγούμενη
μέρα ποὺ ξεθάρρεψα λίγο, εἶχα ὅλη τὴν νύχτα πρόβλημα. Κάποια στιγμὴ ποὺ μπῆκα
στὸν ναό, γιὰ νὰ ἀνάψω τὰ καντήλια, εἶδα ἕνα μπουκάλι κρασὶ μπροστὰ στὸ τέμπλο,
κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τὸ μὲν μπουκάλι ἦταν δικό μου, τὸ γνώρισα· ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ γέμισε; Οὔτε εἶχε ἔρθει
κανεὶς ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, καὶ ἐγὼ πολλὲς φορὲς εἶχα μπῆ στὸν ναὸ καὶ δὲν ὑπῆρχε
τίποτε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἦταν στυφὸ κρασί, φάρμακο, ὅπως μὲ ὠφελεῖ. Τὴν ἴδια ἡμέρα
μοῦ ἔφεραν κι ἕνα μεγάλο μπουκάλι κρασὶ ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
– Γέροντα, ἂν ζητήσω κάτι ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ
ὅλη μου τὴν καρδιά, θὰ μοῦ τὸ δώση;
– Ἂν σὲ συμφέρη, θὰ σοῦ τὸ δώση· ἂν δὲν σὲ συμφέρη, πῶς νὰ σοῦ τὸ δώση;
Εἶδες τί ἔπαθαν οἱ Ἑβραῖοι ποὺ ἐπέμεναν νὰ τοὺς δώση ὁ Θεὸς βασιλιά, ἐνῶ τοὺς
προειδοποίησε ὅτι δὲν ἦταν ἀκόμη ἕτοιμοι γι’ αὐτό; Ἔγινε βασιλιὰς ὁ ὑπερήφανος
Σαούλ, ποὺ τοὺς ἔβαζε βαρεῖς φόρους καὶ τοὺς βασάνιζε.
Πολλὲς φορὲς νομίζουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι καλό, ἐνῶ
δὲν εἶναι. Ὁ Θεὸς ὅμως, ὁ Ὁποῖος εἶναι φύσει
ἀγαθός, γνωρίζει τί χρειάζεται γιὰ τὸν καθέναν. Γι’ αὐτὸ νὰ λέμε: «Θεέ μου,
ὁ λογισμὸς μοῦ λέει ὅτι αὐτὸ θὰ μὲ βοηθήση. Ἀλλὰ Ἐσὺ γνωρίζεις καλύτερα τί συμφέρει
στὴν ψυχή μου. “Γενηθήτω τὸ θέλημά σου”». Ὁπότε, ὅταν μὲ τὴν καρδιά μας ποῦμε:
«γενηθήτω τὸ θέλημά σου», θὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τελικὰ θὰ εἶναι γιὰ τὸ
συμφέρον τῆς ψυχῆς μας.
Προσευχὴ γιὰ τὸν πνευματικό μας ἀγώνα
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ γράφει: «Πῶς
ζητᾶς νὰ ἀγαπήσης τὸν Θεό, ἐνῶ δὲν ἔχεις καθαρισθῆ ἀπὸ τὰ πάθη;». Ἂν κάποιος δὲν
ἔχη καθαρισθῆ ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ ἔχη πόθο νὰ ἀγαπήση τὸν Θεό, μπορεῖ αὐτὸ νὰ ἔχη
μέσα ἀναίδεια;
– Ὄχι, γιατί νὰ ἔχη ἀναίδεια; Ἀγωνίζεται κανεὶς νὰ καθαρισθῆ ἀπὸ τὰ πάθη
καὶ συγχρόνως θέλει νὰ ἀγαπήση τὸν Θεό. Παράλληλα γίνονται καὶ τὰ δύο. Ἂν ὅμως κάποιος ἀδιαφορῆ γιὰ τὰ πάθη του
καὶ ζητᾶ στὴν προσευχή του νὰ ἀγαπήση τὸν Θεό, αὐτὸς ἔχει ἀναίδεια.
– Γέροντα, διάβασα κάπου ὅτι τὸ δώρημα
στὴν προσευχὴ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὴν πίστη καὶ μὲ τὴν θερμότητα τῆς καρδιᾶς.
– Ἐσὺ τί ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεό;
– Νὰ μὲ ἀπαλλάξη, Γέροντα, ἀπὸ τὴν σκληρότητα
καὶ νὰ μαλακώση τὴν καρδιά μου, ὅταν προσεύχωμαι.
– «Ζητεῖτε καὶ θὰ λάβετε», εἶπε ὁ Χριστός. Ἂν αὐτὸ ποὺ ζητᾶς εἶναι καθαρὸ καὶ γιὰ τὸ συμφέρον σου, θὰ τὸ λάβης.
Ἂν ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ δύναμη, γιὰ νὰ προσεύχεσαι νὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες σου
καὶ νὰ βοηθήση τοὺς ἄλλους, αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ θὰ σοῦ τὸ δώση. Ἂν ὅμως ζητᾶς νὰ
σοῦ δοθῆ τὸ χάρισμα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ νιώθης εὐχαρίστηση, χαρὰ στὴν προσευχή,
πῶς νὰ σοῦ τὸ δώση;
– Γέροντα, μερικὲς φορὲς εὔχομαι νὰ μοῦ
δώση ὁ Θεὸς θεῖο φωτισμό· εἶναι σωστὸ τὸ αἴτημά μου;
– Νὰ προσπαθήσης πρῶτα κι ἐσὺ καὶ μετὰ νὰ ζητᾶς καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸν θεῖο
φωτισμό, γιατὶ ὁ Θεὸς θέλει πρῶτα τὴν
δική μας προσπάθεια καὶ ὕστερα δίνει ὅ,τι Τοῦ ζητᾶμε. Νὰ σκέφτεσαι, νὰ
προσεύχεσαι, νὰ προσέχης καὶ νὰ ἐνεργῆς μὲ σύνεση, καὶ μετὰ θὰ ἔρθη ὁ θεῖος
φωτισμός. Ὅταν, ἂς ὑποθέσουμε, σὲ ρωτοῦν γιὰ ἕνα θέμα, νὰ μὴ βιάζεσαι νὰ ἀπαντήσης,
ἀλλὰ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ φωτίση. «Θεέ μου, νὰ λές, φώτισέ με νὰ πῶ αὐτὸ
ποὺ πρέπει», καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δίνη λόγο ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση. Ἡ βιαστικὴ ἀπάντηση εἶναι τοῦ μυαλοῦ· ἐνῶ ἡ
ἀπάντηση ποὺ περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν προσευχή, εἶναι τοῦ Θεοῦ.
– Γέροντα, ἡ ἔλλειψη ἐγρηγόρσεως μὲ κάνει
νὰ φοβᾶμαι νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὲ βοηθήση σὲ κάποια προσπάθειά μου, γιατὶ
βλέπω ὅτι δὲν ἀξιοποιῶ τὶς εὐκαιρίες ποὺ μοῦ δίνει.
– Νὰ ζητᾶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως νὰ Τὸν παρακαλᾶς νὰ σοῦ δίνη
καὶ ἐγρήγορση, γιὰ νὰ μπορέσης νὰ ἀξιοποιήσης τὴν εὐκαιρία ποὺ θὰ σοῦ δώση.
– Εἶναι σωστό, Γέροντα, νὰ παρακαλοῦμε τὸν
Θεὸ νὰ πᾶμε στὸν Παράδεισο;
– Ἐγὼ δὲν παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ πάω στὸν Παράδεισο. Τὸν παρακαλῶ νὰ μὲ βοηθάη νὰ μὴν Τὸν στενοχωρῶ μὲ τὴν συμπεριφορά μου.
Ὅμως, ἂν πάω στὴν κόλαση, δὲν θὰ λυπήσω τὸν Θεό; Ἑπομένως, οὔτε αὐτὸ θὰ γίνη, ἀφοῦ
Τὸν παρακαλῶ νὰ μὲ βοηθήση νὰ μὴν Τὸν στενοχωρῶ.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί
Προσευχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου