«Λοιπὸν Σόδομα καὶ Γόμορρα γινήκαμε. Ἀλλὰ
ἔφυγα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὄχι, δὲν ἔφυγα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Πῆρα ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου,
ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν θάλασσα. Πῆγε ὁ Χριστὸς στὴ θάλασσα. Σὲ ποιά θάλασσα; Στὴ
λίμνη. Ὄχι στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα. Πῆγε
στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Ἐκεῖ κοντά, γύρω – γύρω ἀπὸ τὴ θάλασσα αὐτή, ἦταν
μικρὰ σπιτάκια, ποὺ κατοικούσανε ψαρᾶδες. Ῥίχνανε τὰ δίχτυα τους καὶ πιάνανε
ψάρια. Ἤτανε ὄμορφα χωριά.
Στὰ μέρη αὐτὰ πῆγε ὁ Χριστός. Τί νὰ κάνῃ; Νὰ διαλέξῃ τοὺς μαθητάς του.
Νὰ διαλέξῃ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ συνέχιζαν τὸ ἔργο Του στὸν
κόσμο. Ποιό ἔργο Του; Δὲν ὑπάρχει πιὸ δύσκολο ἔργο ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἐὰν
σᾶς ἔδειχνα ἕνα πλατάνι μεγάλο καὶ σᾶς ἔλεγα, ὅτι τὸ πλατάνι αὐτὸ θὰ τὸ
ξερριζώσῃ ἕνα μικρὸ παιδάκι, δὲν θὰ γελούσατε; Τὸ πλατάνι, γιὰ νὰ τὸ ξερριζώσῃς,
δὲν φτάνουν οὔτε ἑκατὸ ἄντρες. Μπουλντόζα καὶ γερανὸ καὶ φουρνέλλο θέλει, γιὰ νὰ
τὸ ξερριζώσῃς. Ἔτσι ἦταν τὸ κακὸ στὸν
κόσμο. Σὰν πλατάνι ῥιζωμένο βαθειὰ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔπρεπε
νὰ τὸ ξερριζώσῃ ὁ Χριστός. Νὰ ξερριζώσῃ τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ φυτέψῃ τὴ νέα ἀληθινὴ
πίστι.
Πῆγε ἐκεῖ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ διαλέξῃ τοὺς συνεργάτες του. Ἄλλος, στὴ
θέσι του, θὰ διάλεγε ἄλλους ἀνθρώπους. Θὰ διάλεγε πλούσιους, ποὺ ἔχουν λεφτὰ
πολλά, γιατὶ μὲ τὰ λεπτὰ νομίζει ὁ κόσμος ὅτι κατορθώνει τὰ πᾶν. Ἔχεις λεπτά;
σοῦ λέει ὁ ἄλλος, μπορεῖς νὰ κάνῃς τὸ πᾶν. Πόσες φορὲς τὸ ἀκούσαμε· «Ὅποιος ἔχει
τὸν κάτω θεό, τὸ χαμοθεό, ἔχει καὶ τὸν ἄνω θεό». Ἂν ἦταν ἄλλος, θὰ ζητοῦσε νὰ πάρῃ κοντά του πλούσιους καὶ νὰ
συμμαχήσῃ μὲ τὸ κεφάλαιο, νὰ συμμαχήσῃ μὲ τὰ πολλὰ λεφτά. Θὰ ζητοῦσε νὰ βρῇ
στρατηγούς, ποὺ εἶχαν σπαθιὰ καὶ στρατιώτας. Θὰ ζητοῦσε νὰ βρῇ σοφοὺς καὶ
φιλοσόφους καὶ μορφωμένους.
Μὰ δὲν τὸ ἔκανε. Δὲν ζήτησε ὁ Χριστός μας κοντά του οὔτε κανένα
πλούσιο, οὔτε κανένα στρατηγὸ μὲ τὰ σπαθιά, οὔτε κανένα βασιλιᾶ μὲ τὶς κορῶνες,
οὔτε κανένα σοφὸ πού ᾿ξερε τοῦ κόσμου τὰ γράμματα. Ὄχι! Γιατί; Γιατὶ ἂν ἔπαιρνε πλούσιους,
θὰ λέγανε ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ξαπλώθηκε μὲ τὰ λεφτά. Ἂν ἔπαιρνε σοφοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ῥήτορας, θὰ λέγανε ὅτι ἡ θρησκεία μας ξάπλωσε μὲ τὴ
φιλοσοσία καὶ τὴ ῥητορεία. Καὶ ἂν ἔπαιρνε σπαθιὰ μαζί του, θὰ λέγανε ὅτι
κυβέρνησε τὸν κόσμο μὲ τὰ σπαθιά. Οὔτε σπαθιὰ πῆρε, οὔτε πουγκιὰ πῆρε, οὔτε
φιλοσόφους πῆρε. Τί πῆρε; Νά τί μεγάλο πρᾶγμα!
Τί πῆρε; Φτωχούς, ψαρᾶδες, ξυπόλητους ἀνθρώπους, ποὺ δὲν τοὺς ἔδινε κανεὶς σημασία, ποὺ ῥίχνανε τὰ δίχτυα τους ὅλη νύχτα μέσ᾿ στὴ λίμνη καὶ βγάζανε ψάρια καὶ ζούσανε τὴν οἰκογένεια.
Τί πῆρε; Φτωχούς, ψαρᾶδες, ξυπόλητους ἀνθρώπους, ποὺ δὲν τοὺς ἔδινε κανεὶς σημασία, ποὺ ῥίχνανε τὰ δίχτυα τους ὅλη νύχτα μέσ᾿ στὴ λίμνη καὶ βγάζανε ψάρια καὶ ζούσανε τὴν οἰκογένεια.
Μά, θὰ μοῦ πῆτε, μόνο αὐτοὶ ἤτανε ἐκεῖ; Μόνο αὐτοὶ οἱ δώδεκα ψαρᾶδες ἤτανε;
Δὲν ἤτανε ἄλλοι; Ἦταν καὶ ἄλλοι. Πόσοι ἄλλοι; Τοὐλάχιστον χίλιοι – δυὸ χιλιάδες
ψαρᾶδες θὰ ἤτανε γύρω – γύρω στὴ λίμνη. Γιατί ὁ Χριστὸς ἀπὸ ὅλους ἐκείνους
διάλεξε αὐτούς; Κουτουροῦ τοὺς πῆρε, ὅπως κουτουροῦ ξαπλώνεις τὸ χέρι σου καὶ
πιάνεις τὰ χαλίκια; Ὄχι δά! Τοὺς διάλεξε ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τοὺς δυὸ χιλιάδες
ψαρᾶδες, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη μὲ τὰ καϊκάκια τους. Γιατί τοὺς διάλεξε;
Μέσ᾿ στὰ χαλίκια αὐτοί ἦταν διαμάντια. Γιατί ἦταν διαμάντια; Γιατὶ ὁ Χριστὸς δὲν
κοιτάζει τὰ ῥοῦχα μας, δὲν κοιτάζει τὸ πορτοφόλι μας, δὲν κοιτάζει τὰ σπίτια ποὺ
κατοικοῦμε, δὲν κοιτάζει τὴν ὀμορφιά μας, δὲν κοιτάζει τίποτα ἀπὸ αὐτά. Τὴν
καρδιά μας ζητάει. Καὶ σὰν καρδιογνώστης,
ἔβλεπε ὅτι αὐτοί, κάτω ἀπὸ τὰ ῥοῦχα τοῦ ψαρᾶ, ἦταν ψυχὲς εὐγενεῖς.
Γιατί τοὺς διάλεξε; Γιά κοιτάξτε πρῶτα – πρῶτα ποῦ τοὺς βρῆκε; Τοὺς βρῆκε
στὸ καφενεῖο; Τοὺς βρῆκε στὴν ταβέρνα νὰ κρατᾶνε ποτήρια καὶ νὰ κουτσοπίνουνε;
Τοὺς βρῆκε νὰ παίζουν ζάρια; Ὄχι. Ποῦ τοὺς βρῆκε; Στὴ δουλειά τοὺς βρῆκε. Ῥίχνανε
τὰ δίχτυα οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ καὶ πιάνανε ψάρια. Στὴ δουλειά τοὺς βρῆκε. Τοὺς
διάλεξε ἀκόμα – γιατί; Δὲν φτάνει νά᾿ σαι ἐργατικός. Ὑπάρχουν ἐργατικοὶ ἄνθρωποι,
ἀλλὰ δὲν συνεργάζονται μὲ ἄλλους. Μόνοι τους εἶνε. Ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες ποὺ
διάλεξε ὁ Χριστός, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, είχανε
συνεταιρισμό. Μαζί ἤτανε. Δουλεύανε μαζί.
Ὁ Ἀνδρέας μὲ τὸν Πέτρο· ὁ Ἰάκωβος μὲ τὸν Ἰωάννη, εἶχαν καὶ τὸν πατέρα τους. Εὐλογημένα
σπίτια, εὐλογημένα!
Παλαιότερα στὴ Σκοπιὰ τὰ ἀδέρφια δὲν χωρίζανε. Ζούσανε πατριαρχικῶς. Πῆγα
σὲ ἕνα χωριὸ καὶ χάρηκε ἡ ψυχή μου. Βρῆκα ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὅλοι μαζί· ἑπτὰ ἀδέρφια,
ἑπτὰ νυφάδες, εκοσι παιδιά, ἐγγονάκια, καὶ ἕνας χαριτωμένος γέροντας τσομπάνος ὀγδόντα
χρονῶν. Ἄ, εὐλογημένος ἄνθρωπος! σὰν τὸν πατριάρχη! Τώρα, λίγα σπίτια εἶνε πιὰ
μαζί. Χωρίζουν τὰ ἀδέρφια, οἱ πεθερὲς χωρίζουν τὶς νύφες, χωρίζει ὁ κόσμος. Ἐνῷ
βλέπεις ἐδῶ πέρα τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι οἱ δώδεκα αὐτοὶ ψαρᾶδες ποὺ διάλεξε ὁ Χριστὸς
δὲν ἦταν μόνο ἐργατικοί, ἀλλὰ εἶχαν ἕνα
πνεῦμα συνεργασίας, συνεργάζοντο.
Τοὺς διάλεξε γιατὶ ἤτανε ἐργατικοί, τοὺς διάλεξε γιατὶ ἦταν ἀγαπημένα ἀδέρφια,
τοὺς διάλεξε ἀκόμα – γιατί τοὺς διάλεξε; Γιατὶ ἦταν ἀνώτεροι ἄνθρωποι. Τί; Ποῦ
τὸ βλέπουμε αὐτό; Ὅταν τοὺς εἶπε ὁ Χριστός, Ἐλᾶτε κοντά μου κι ἀφῆστε τὰ δίχτυα
σας, αὐτοὶ τί κάνανε; Ἄφησαν τὰ δίχτυα τους, ἄφησαν τὰ καΐκια τους, τὰ ἄφησαν ὅλα
καὶ ἦρθαν κοντὰ στὸ Χριστό. Τὰ θυσίασαν ὅλα γιὰ τὸ Χριστό. Ὑπήκουσαν ἀπόλυτα στὸ
Χριστό. Γι᾿ αὐτό τοὺς διάλεξε ὁ Χριστός μας.
Ἔ, καὶ μετὰ αὐτοὶ οἱ δώδεκα τί κάνανε; Θέλετε θαῦμα; Ἐγὼ δὲν ξέρω ἄλλο
μεγαλύτερο θαῦμα. Κάνει ὁ ἅγιος Φανούριος θαύματα; Κάνει. Κάνει ὁ ἅγιος
Δημήτριος θαύματα; Κάνει. Κάνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος θαύματα; Κάνει. Κάνει ὁ ἅγιος
Νικόλαος θαύματα; Κάνουν! Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα εἶνε αὐτὸ ποὺ θὰ γιορτάσουμε
[μὲ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων\. Ψαρᾶδες, ξυπόλητοι, χωρὶς γράμματα, χωρὶς ἐπιστήμη,
χωρὶς μπουκιά, χωρὶς σπαθιά, χωρὶς κανόνια, χωρὶς πυραύλους, χωρὶς τίποτα, νὰ
γυρίσουν τὸν κόσμο ὁλόκληρο! Νὰ σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα; Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι
πέφτει στὸ χωριό σας ἕνα κοπάδι πεινασμένοι λύκοι, χίλιοι – δυὸ χιλιάδες λύκοι,
καὶ σᾶς πῶ ὅτι τοὺς λύκους, τοὺς ἄγριους λύκους, τοὺς νίκησε – ποιός; Ὅτι
πέφτουν μέσ᾿ στὸ κοπάδι τῶν λύκων δώδεκα προβατάκια.
Ποιοί θὰ νικήσουν; Θὰ νικήσουν τὰ ἀρνιά; Τὰ ἀρνιὰ θὰ νικήσουν τοὺς
λύκους; Μπά! Δὲν θὰ μείνῃ ποδαράκι, τίποτε δὲν θὰ μείνῃ. Οἱ λύκοι θὰ νικήσουν.
Καὶ ὅμως, νά τὸ θαῦμα. Τὰ ἀρνάκια τοῦ Χριστοῦ μας ἐνίκησαν τοὺς λύκους! Ἐνίκησαν
τὴν εἰδωλολατρία. Τὰ ἀρνάκια αὐτὰ τοῦ
Χριστοῦ ἐνίκησαν τοὺς ἄγριους λύκους καὶ ὄχι μόνο τοὺς ἐνίκησαν, ἀλλὰ καὶ ἔκαναν
τοὺς λύκους ἀρνιά! Αὐτό εἶνε τὸ μεγάλο θαῦμα· ὅτι μὲ τοὺς δώδεκα ψαρᾶδες, μὲ
τοὺς δώδεκα φτωχοὺς καὶ ἀσήμαντους κατὰ κόσμον, ἔκανε ὁ Χριστὸς τὴ μεγάλη
μεταβολὴ στὸν κόσμο.
Τοὺς γιορτάζουμε. Τί πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ νηστέψουμε αὐτὲς τὶς μέρες.
Νὰ προετοιμαστοῦμε, νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε. Καὶ ὅταν
χτυπήσουν οἱ καμπάνες τὴ μεγάλη αὐτὴ γιορτὴ τῶν κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καὶ
Παύλου, νὰ πλησιάσουμε κ᾿ ἐμεῖς καὶ νὰ ἐκφράσουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας σ᾿ αὐτούς.
Τί ἄλλο πρέπει νὰ κάνουμε; Νὰ θυμηθοῦμε τί; Είπαμε· ἐργατικοὶ ἦταν αὐτοί;
Δούλευαν ὅλη νύχτα στὴ λίμνη τους. Ἐργατικοὶ αὐτοί, ἐργατικοὶ κ᾿ ἐμεῖς. Ἐργατικὸς
πρέπει νὰ εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Πότε ὅμως ἐργατικός; Σᾶς τό᾿ πα καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνω
καὶ τώρα· Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο δουλειά! Δουλειὰ
σὰν τὰ μυρμήγκια. Εἶνε εὐλογημένη ἡ δουλειά. Κυριακὴ ὅμως ὄχι.
Τὶς ἄλλες μέρες δουλειά! Γιατὶ τὸ νερὸ ποὺ δὲν τρέχει σκουληκιάζει, καὶ
τὸ σίδερο ποὺ δὲν δουλεύει τὴ γῆ σκουριάζει· καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν δουλεύει
σκουριάζει, σαπίζει. Δουλειὰ ὅλες τὶς καθημερινές. Εὐλογημένα τὰ χωριὰ ποὺ τὴν
καθημερινὴ τὰ καφενεῖα εἶνε κλειστά, γιατὶ δὲν ὑπάρχει κανείς στὸ καφενεῖο· ὅλοι
στοὺς κάμπους, στὶς ῥεματιές, στὶς δουλειὲς ἐργάζονται. Κυριακὴ πρωῒ ὅμως; Ἦρθε
ἡ ὥρα; Χτύπησε καμπάνα; Χτύπησε καμπάνα ἐδῶ στὴ Σκοπιά; Ὤ, νὰ σταματήσουν ὅλα.
Ἡ γυναίκα θ᾿ ἀφήσῃ τὸ ῥάψιμο, ἡ γυναίκα θ᾿ ἀφήσῃ τὸ σκούπισμα, ἡ
γυναίκα θ᾿ ἀφήσῃ τὸ μαγειρειό. Ὁ ἄντρας θ᾿ ἀφήσῃ τὴν τσάπα, ὁ τσομπάνος θ᾿ ἀφήσῃ
τὰ πρόβατα στὸ μαντρί, ὁ δάσκαλος τὸ σχολεῖο, ὁ ὑπάλληλος τὸ γραφεῖο, οἱ
πάντες. Φτερὰ στὰ πόδια καὶ ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τὸ κάνουμε; εὐλογία. Δὲν τὸ
κάνουμε; θὰ τὸ πληρώσουμε· θά ᾿ρθῃ ἡ ὥρα αὐτή. Ἂν δὲν πίστευα, θὰ σποῦσα
τὴ μαγκούρα αὐτὴ νὰ γίνω λοῦστρος μέσα στὴ Φλώρινα νὰ γυαλίζω παπούτσια.
Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο. Πονῶ, σᾶς πονῶ.
Ὅσο σᾶς ἀγαπάει ὁ δεσπότης σας, δὲν σᾶς ἀγαπάει κανένας στὸν κόσμο. Σᾶς
πονῶ καὶ σᾶς φωνάζω, πρὶν νά᾿ νε ἀργά. Χτυπάει ἡ καμπάνα καὶ περνᾶνε τὰ ἅγια καὶ
διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ κάθεσαι ἐσὺ καὶ κρατᾷς τὸ τσιγάρο στὸ στόμα καὶ
κοροϊδεύεις μέσ᾿ στὴν πλατεῖα; Ἔρχεται ἡ ὀργή, ἔρχεται. Θεέ μου Θεέ μου,
Παναγιά μου καὶ ἅγιοι Πάντες! Ἂς πέσουμε, ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ γίνῃ ἵλεως ὁ
Θεός. Καὶ νὰ μιμηθοῦμε τοὺς ἀποστόλους, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων
καὶ τῶν ἁγίων πατέρων. Εθε ὁ Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν καὶ τῆς Παναγίας Θεοτόκου νὰ
σώσῃ καὶ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σκοπιᾶς – Φλωρίνης 20-6-1971)»
(ἱ. ναὸς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σκοπιᾶς – Φλωρίνης 20-6-1971)»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου