– Γέροντα, πῶς πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ ὁ
μοναχός τὰ σύγχρονα μέσα;
– Νὰ κοιτάξη νὰ ἔχη πάντα λίγο
κατώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ κόσμος. Ἐμένα μὲ ἀναπαύει νὰ
χρησιμοποιῶ τὰ ξύλα γιὰ ζέστη, γιὰ μαγείρευμα καὶ γιὰ ἐργόχειρο. Ὅταν ὅμως ἔτσι
ποὺ πᾶνε μὲ τὸ ἐμπόριο τῶν δασῶν μᾶς ἐξαφανίσουν τὰ ξύλα καὶ θὰ εἶναι δυσεύρετα,
τότε θὰ χρησιμοποιήσω τὸ κατώτερο ποὺ θὰ χρησιμοποιῆ ὁ κόσμος, σόμπα πετρελαίου
ἤ δὲν ξέρω τί ἄλλο θὰ εἶναι φθηνό καὶ
ταπεινό γιὰ θέρμανση, γκαζιέρα γιὰ τὸ ἐργόχειρο κ.λπ.
– Πῶς μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς μέχρι
ποιό σημεῖο εἶναι κάτι ἀπαραίτητο σʹ ἕνα Κοινόβιο;
– Ἄν σκέφτεται κανεὶς μοναχικά, μπορεῖ νὰ τὸ βρῆ. Ἄν δὲν σκέφτεται μοναχικά, ὅλα ἀπαραίτητα εἶναι καὶ μετά γίνεται
κοσμικός καὶ χειρότερος ἀπὸ κοσμικός. Σάν μοναχοί θὰ πρέπη νὰ ζήσουμε τουλάχιστον
λίγο κατώτερα ἀπʹ ὅ,τι στὸν κόσμο ἤ τουλάχιστον ὅπως ζούσαμε στὸν κόσμο. Ὄχι νὰ
ἔχω καλύτερα πράγματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχα στὸ σπίτι μου. Τὸ Μοναστήρι κανονικά πρέπει
νὰ εἶναι πιὸ φτωχό ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Αὐτὸ βοηθάει ἐσωτερικά τὸν μοναχό καὶ βοηθάει
καὶ τὸν κόσμο. Τὰ ἔχει κανονίσει ἔτσι ὁ
Θεός, νὰ μή βρίσκουν ἀνάπαυση σʹ αὐτὰ τὰ πράγματα οἱ ἄνθρωποι.
Ἄν τούς λαϊκούς τους βασανίζη αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἡ κοσμική, πόσο μᾶλλον τὸν μοναχό! Ἄν βρισκόμουν σʹ ἕνα πλούσιο σπίτι καὶ μοῦ ἔλεγε ὁ νοικοκύρης, «ποῦ θέλεις νὰ σὲ φιλοξενήσω, γιὰ νὰ εὐχαριστηθῆς, στὸ σαλόνι μὲ τὰ ἐπίσημα ἔπιπλα ἤ σʹ ἕναν σταῦλο ποῦ ἔχω μὲ κάνα‐δυὸ κατσίκες;», εἰλικρινά σᾶς λέω, ἐκεῖ στὸν σταῦλο μὲ τὰ κατσίκια θὰ ἐνίωθα μεγαλύτερη ἀνάπαυση. Γιατί, ὅταν ξεκίνησα γιὰ καλόγερος, δὲν ἔφυγα ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ βρῶ καλύτερο σπίτι, νὰ βρῶ παλάτι. Ξεκίνησα γιὰ κάτι χειρότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχα. Ἀλλιῶς δὲν κάνω τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλά ἡ σημερινή λογική εἶναι αὐτή: «Καλά, θὰ μοῦ ποῦν, ἄν μείνης σὲ ἕνα παλάτι, σὲ τί θὰ βλάψη τὴν ψυχή σου; Ἐκεῖ στὸν στὰυλο θὰ μυρίζη ἄσχημα, ἐνῶ στὸ παλάτι θὰ ἔχη καὶ μία εὐωδία, θὰ μπορῆς νὰ κάνης καὶ καμμιά μετανοια».
Πρέπει νὰ ὑπάρχη αἰσθητήριο πνευματικό. Βλέπεις, στὴν πυξίδα ἔχει καὶ τὸ ἕνα βέλος μαγνήτη καὶ τὸ ἄλλο μαγνήτη καὶ γυρίζει. Ὁ Χριστός ἔχει μαγνήτη, ἀλλὰ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ πάρουμε λίγο μαγνήτη, γιὰ νὰ γυρίζουμε πρὸς τὸν Χριστό.
Ἄν τούς λαϊκούς τους βασανίζη αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἡ κοσμική, πόσο μᾶλλον τὸν μοναχό! Ἄν βρισκόμουν σʹ ἕνα πλούσιο σπίτι καὶ μοῦ ἔλεγε ὁ νοικοκύρης, «ποῦ θέλεις νὰ σὲ φιλοξενήσω, γιὰ νὰ εὐχαριστηθῆς, στὸ σαλόνι μὲ τὰ ἐπίσημα ἔπιπλα ἤ σʹ ἕναν σταῦλο ποῦ ἔχω μὲ κάνα‐δυὸ κατσίκες;», εἰλικρινά σᾶς λέω, ἐκεῖ στὸν σταῦλο μὲ τὰ κατσίκια θὰ ἐνίωθα μεγαλύτερη ἀνάπαυση. Γιατί, ὅταν ξεκίνησα γιὰ καλόγερος, δὲν ἔφυγα ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ βρῶ καλύτερο σπίτι, νὰ βρῶ παλάτι. Ξεκίνησα γιὰ κάτι χειρότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχα. Ἀλλιῶς δὲν κάνω τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλά ἡ σημερινή λογική εἶναι αὐτή: «Καλά, θὰ μοῦ ποῦν, ἄν μείνης σὲ ἕνα παλάτι, σὲ τί θὰ βλάψη τὴν ψυχή σου; Ἐκεῖ στὸν στὰυλο θὰ μυρίζη ἄσχημα, ἐνῶ στὸ παλάτι θὰ ἔχη καὶ μία εὐωδία, θὰ μπορῆς νὰ κάνης καὶ καμμιά μετανοια».
Πρέπει νὰ ὑπάρχη αἰσθητήριο πνευματικό. Βλέπεις, στὴν πυξίδα ἔχει καὶ τὸ ἕνα βέλος μαγνήτη καὶ τὸ ἄλλο μαγνήτη καὶ γυρίζει. Ὁ Χριστός ἔχει μαγνήτη, ἀλλὰ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ πάρουμε λίγο μαγνήτη, γιὰ νὰ γυρίζουμε πρὸς τὸν Χριστό.
Παλιά τί δυσκολίες ὑπῆρχαν στὰ Κοινόβια! Θυμᾶμαι, στὴν κουζίνα εἶχαν ἕνα καζάνι
μεγάλο καὶ εἶχαν τὴν μανέλλα, γιὰ νὰ τὸ σηκώνουν. Μὲ τὰ ξύλα ἀναβαν φωτιά, γιὰ
νὰ μαγειρέψουν. Πότε δυνατή φωτιά, πότε σιγανή, κολλοῦσαν τὰ φαγητά. Ὅταν κολλοῦσαν
τὰ ψάρια, εἶχαν μία ἀτσαλόσκουπα, γιὰ νὰ τὰ ξεκολλοῦν. Ἄντε νὰ μαζεύουμε μετά τὴν
στὰχτη ἀπὸ τὴν φωτιά, νὰ τὴν βάζουμε σʹ ἕνα πιθάρι ποὺ εἶχε μία τρύπα ἀπὸ κάτω,
νὰ ρίχνουμε νερό νὰ κατασταλάξη ἡ ἀλισίβα, γιὰ νὰ πλύνουμε τὰ πιάτα. Τὰ χέρια γίνονταν
χάλια. Καὶ τὸ νερό τὸ ἀνεβάζαμε μὲ τὸ μαγγάνι στὸ ἀρχονταρίκι. Μερικά πράγματα
ποὺ γίνονται σήμερα στὰ Μοναστήρια, δὲν δικαιολογοῦνται.
Εἶδα σʹ ἕνα Μοναστήρι νὰ κόβουν τὸ ψωμί μὲ μηχανή. Δὲν ταιριάζει! Νὰ εἶναι ἕνας ἄρρωστος ἤ φιλάσθενος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὸ ψωμί μὲ τὸ μαχαίρι, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ κόψη, γιατί δὲν ὑπάρχει ἄλλος, τότε ἐκεῖνος, τέλος πάντων, δικαιολογεῖται. Ἀλλά νὰ βλέπης τώρα ἕναν γεροδεμένο νὰ κόβη τὸ ψωμί μὲ τὴν ρόδα! Αὐτός μπορεῖ νὰ δουλέψη κομπρεσέρ καὶ παίρνει τὴν ρόδα, γιὰ νὰ κόψη τὸ ψωμί, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα!
Εἶδα σʹ ἕνα Μοναστήρι νὰ κόβουν τὸ ψωμί μὲ μηχανή. Δὲν ταιριάζει! Νὰ εἶναι ἕνας ἄρρωστος ἤ φιλάσθενος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὸ ψωμί μὲ τὸ μαχαίρι, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ κόψη, γιατί δὲν ὑπάρχει ἄλλος, τότε ἐκεῖνος, τέλος πάντων, δικαιολογεῖται. Ἀλλά νὰ βλέπης τώρα ἕναν γεροδεμένο νὰ κόβη τὸ ψωμί μὲ τὴν ρόδα! Αὐτός μπορεῖ νὰ δουλέψη κομπρεσέρ καὶ παίρνει τὴν ρόδα, γιὰ νὰ κόψη τὸ ψωμί, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα!
Κοιτάξτε στὰ πνευματικά νὰ προπορεύεσθε. Μή χαίρεσθε μʹ αὐτὰ τὰ πράγματα,
μηχανές, εὐκολίες κ.λπ. Ἄν φύγη ἀπὸ τὸν
Μοναχισμό τὸ πνεῦμα τῆς ἀσκήσεως, δὲν ἔχει νόημα μετά ἡ μοναχική ζωή. Ἄν βάζουμε
τὴν εὐκολία πάνω ἀπὸ τὴν καλογερική, δὲν θὰ κάνουμε προκοπή. Ὁ μοναχός ἀποφεύγει
τὶς εὐκολίες, γιατί δὲν τὸν βοηθᾶνε πνευματικά. Στὴν κοσμική ζωή δυσκολεύονται
οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς εὐκολίες τὶς πολλές. Στὸν μοναχό, ἀκόμη καὶ ἄν ἔβρισκε σʹ αὐτὰ
ἀνάπαυση, δὲν ταιριάζει ἡ εὐκολία. Νὰ μή ζητοῦμε ἀνέσεις.
Τὴν ἐποχή ποὺ ἔζησε ὁ Μέγας Ἀρσένιος δὲν ὑπῆρχαν οὔτε λούξ οὔτε τίποτε ἄλλο, ὑπῆρχαν ἐπίσημοι φανοί στὰ ἀνάκτορα μὲ λάδι πολύ λεπτό. Δὲν μποροῦσε νὰ φέρη ἕναν τέτοιο φανό στὴν ἔρημο; Ἀλλά δὲν τὸ ἔκανε. Εἶχε ἕνα φιτίλι ἤ βαμβάκι καὶ λάδι ἀπʹ αὐτὰ τὰ σπορέλαια, ὅ,τι εἶχαν τότε, καὶ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε80.
Τὴν ἐποχή ποὺ ἔζησε ὁ Μέγας Ἀρσένιος δὲν ὑπῆρχαν οὔτε λούξ οὔτε τίποτε ἄλλο, ὑπῆρχαν ἐπίσημοι φανοί στὰ ἀνάκτορα μὲ λάδι πολύ λεπτό. Δὲν μποροῦσε νὰ φέρη ἕναν τέτοιο φανό στὴν ἔρημο; Ἀλλά δὲν τὸ ἔκανε. Εἶχε ἕνα φιτίλι ἤ βαμβάκι καὶ λάδι ἀπʹ αὐτὰ τὰ σπορέλαια, ὅ,τι εἶχαν τότε, καὶ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε80.
Στὸ διακόνημα πολλές φορές δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας νὰ ἔχουμε μηχανές
ἤ διάφορες ἄλλες εὐκολίες, γιὰ νὰ γίνη γρήγορα ἡ δουλειά καὶ νὰ ἀξιοποιηθῆ δῆθεν
ὁ χρόνος μας στὰ πνευματικά, καὶ τελικά ζοῦμε πολυμέριμνη ζωή, μὲ ἄγχος, σάν
κοσμικοί καὶ ὄχι σάν καλόγεροι.
Ὅταν πῆγαν σʹ ἕνα Μοναστήρι μερικοί νέοι μοναχοί, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκαναν, ἦταν νὰ πάρουν ταχυβραστῆρες, γιὰ νὰ ἔχουν χρόνο νὰ κάνουν πνευματικά, καὶ μετά κάθονταν μὲ τὶς ὧρες καὶ κουβεντίαζαν. Δὲν εἶναι δηλαδή ὅτι τὶς εὐκολίες θὰ τὶς χρησιμοποιήσουν, γιὰ νὰ κερδίσουν χρόνο καὶ νὰ τὸν ἀξιοποιήσουν στὰ πνευματικά. Σήμερα μὲ τὶς εὐκολίες κερδίζουν χρόνο, καὶ χρόνο γιὰ προσευχή δὲν ἔχουν.
Ὅταν πῆγαν σʹ ἕνα Μοναστήρι μερικοί νέοι μοναχοί, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκαναν, ἦταν νὰ πάρουν ταχυβραστῆρες, γιὰ νὰ ἔχουν χρόνο νὰ κάνουν πνευματικά, καὶ μετά κάθονταν μὲ τὶς ὧρες καὶ κουβεντίαζαν. Δὲν εἶναι δηλαδή ὅτι τὶς εὐκολίες θὰ τὶς χρησιμοποιήσουν, γιὰ νὰ κερδίσουν χρόνο καὶ νὰ τὸν ἀξιοποιήσουν στὰ πνευματικά. Σήμερα μὲ τὶς εὐκολίες κερδίζουν χρόνο, καὶ χρόνο γιὰ προσευχή δὲν ἔχουν.
– Γέροντα, ἄκουσα νὰ λένε ὅτι καὶ ὁ Ἅγιος
Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης ἦταν προοδευτικός!
– Ναί, ἦταν προοδευτικός! Τέτοιου εἴδους προοδευτικότητα εἶχε σάν τὴν
σημερινή!... Ἄς διαβάσουν τὸν βίο τοῦ Ἁγίου
Ἀθανασίου. Ἄχ, εἶχαν φθάσει τούς ὀκτακόσιους, τούς χίλιους οἱ μοναχοί, καὶ
πόσος κόσμος πήγαινε γιὰ βοήθεια! Πόσοι φτωχοί, νηστικοί πήγαιναν νὰ φᾶνε ψωμί,
νὰ φιλοξενηθοῦν στὴν Λαύρα! Γιὰ νὰ τὰ βγάλη πέρα ὁ Ἅγιος εἶχε πάρει δυὸ βόδια
γιὰ τὸν μύλο ἄς πάρουν καὶ αὐτοί σήμερα βόδια! Ἀναγκάσθηκε νὰ κάνη φοῦρνο, σύγχρονο
γιὰ τὴν ἐποχή του, γιὰ νὰ δίνη ψωμί στούς ἀνθρώπους. Οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες
τὰ Μοναστήρια τὰ εἶχαν προικίσει μὲ περιουσίες, γιατί ἦταν σάν Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα.
Τὰ Μοναστήρια τὰ ἐφτίαχναν, γιὰ νὰ βοηθιέται πνευματικά καὶ ὑλικά ὁ κόσμος. Γιʹ
αὐτὸ ἔδιναν δωρεές οἱ αὐτοκράτορες.
Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλα θὰ χαθοῦν καὶ θὰ παρουσιασθοῦμε μπροστὰ
στὸν Θεό χρεωμένοι, ἐμεῖς κανονικά οἱ μοναχοί ἔπρεπε νὰ ἔχουμε ὄχι αὐτὰ ποὺ πετᾶνε
οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ἄχρηστα ποὺ πετοῦσαν τὴν παλιά ἐποχή οἱ
πλούσιοι στούς λάκκους. Δύο πράγματα νὰ θυμάστε, πρῶτα ὅτι θὰ πεθάνουμε, ὕστερα
ὅτι ἴσως πεθάνουμε ὄχι μὲ φυσιολογικό θάνατο, καὶ πρέπει νὰ εἶστε ἕτοιμες νὰ
πεθάνετε μὲ ἀφύσικο θάνατο. Ἄν θυμάστε αὐτὰ
τὰ δύο, ὅλα θὰ πᾶνε καλά καὶ ἀπὸ πνευματική πλευρά καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλη πλευρά.
Ὅλα μετά βρίσκουν τὸν δρόμο τους.
80. Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Μέγας (354) καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρώμη. Ἦταν μέγας κατὰ
τὴν σοφία καὶ τὴν ἀρετή. Ὀνομαζόταν «πατήρ Βασιλέων», γιατί ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος
τοῦ ἀνέθεσε τὴν μόρφωση τῶν δύο παιδιῶν του. Τὸ 394 μετά ἀπὸ θεία πληροφορία ἀναχωρεῖ
γιὰ τὴν ἔρημό της Αἰγύπτου. Ἄν καὶ εἶχε ζήσει στὰ ἀνάκτορα, διακρίθηκε ὡς μοναχός
γιὰ τὴν μεγάλη αὐστηρότητα καὶ τὴν σκληραγωγία του.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο
καὶ Ἀγάπη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου