Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη
Συνέχεια
από Μέρος Α
Απόσπασμα:
«Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον
Κατὰ τὸν ἅγιο
Χρυσόστομο, ὅσον ἀφορᾶ τὴν πολιτεία, τὸ ἦθος, ὁ Κύριος ἐπιτάσσει νὰ ζητοῦμε ἀγγελικὴ
διαγωγὴ καὶ νὰ ἐκπληρώνουμε ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐκπληρώνουν. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι
φέρουμε σάρκα, μᾶς ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε καὶ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὸ σῶμα. Νὰ μὴ ζητοῦμε
τὴν πολυτέλεια καὶ τὴν τρυφή, ἀλλὰ τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον (δηλαδὴ τὰ βασικὰ καὶ
ἀπαραίτητα), καὶ μάλιστα “σήμερον”, χωρὶς
ἀγωνιώδη μέριμνα, “ὥστε μὴ περαιτέρω συντρίβειν ἑαυτοὺς τῇ φροντίδι τῆς ἐπιούσης
ἡμέρας”16. Μὲ τὸ αἴτημα αὐτὸ ζητοῦμε, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ὄχι μόνο τὸν ὑλικὸ
ἄρτο, ἀλλὰ κυρίως τὸν πνευματικὸ Ἄρτο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς
προσφέρεται σὲ μᾶς μὲ τὸ λόγο Του καὶ μὲ τὸ Σῶμα καὶ μὲ τὸ Αἷμα Του. Σὲ κάθε
Θεία Λειτουργία γίνεται αὐτὴ ἡ προσφορά.
Στὸ πρῶτο
μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας, τὸ διδακτικό, προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς
στίχους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὰ Ἀντίφωνα καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸ Ἀποστολικὸ καὶ
τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Στὸν Ἅγιον Ὅρος ψάλλονται καὶ οἱ μακαρισμοί.
Στὸ
δεύτερο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας μετέχουμε στὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ
κοινωνοῦμε τὸ σταυρωθὲν καὶ ἀναστᾶν Σῶμα Του. Γι’ αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς Θείας
Κοινωνίας ἀπαγγέλλουμε τὴν Προσευχὴ αὐτή, ἀφοῦ προηγηθῆ ἡ ἐκφώνησις “καὶ
καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σὲ τὸν
ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα, καὶ λέγειν”.
Ἔτσι ἡ
προσευχὴ αὐτὴ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν εὐχαριστιακὴ
χρῆσι τοῦ κόσμου. Ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ἀγαθά, Τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς τὸν μόνο
χορηγὸ κάθε καλοῦ, καὶ ὅλα τὰ δῶρα τῆς ζωῆς τὰ ἀναγνωρίζουμε ὡς δικά Του δῶρα.
Αὐτὸ μᾶς
βοηθεῖ νὰ ἔχουμε ταπείνωσι, εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. “Εὐχαριστήσωμεν
τῷ Κυρίῳ”, “Ἄξιον καὶ δίκαιον”, “Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι… τῶν
φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων… ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν”.
Μᾶς βοηθεῖ
ἀκόμη νὰ ἀντιπροσφέρουμε στὸν Θεὸ τὰ δῶρα Του: “Τὰ σά ἐκ τῶν σῶν σοί
προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα”.
Τώρα μποροῦμε
νὰ τηροῦμε τὴν σωστὴ στάσι ἀπέναντι τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων,
ποὺ ἐπειδὴ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ τὰ περιφρονοῦμε ἢ νὰ τὰ ἀτιμάζουμε
ἢ νὰ τὰ ἐκμεταλλευώμεθα. Ἔτσι μποροῦμε νὰ κάνουμε τὴν σωστὴ εὐχαριστιακὴ χρῆσι
τοῦ κόσμου ἀποφεύγοντας τὴν πνευματικῶς καταστροφικὴ κατάχρησι ἢ παράχρησι. Ἂν
εἴχαμε υἱοθετήσει τὸν εὐχαριστιακὸ τρόπο ζωῆς, θὰ σεβώμαστε τὴν κτίσι ποὺ μᾶς
περιβάλλει καὶ δὲν θὰ εἴχαμε φθάσει στὴν σημερινὴ φοβερὴ οἰκολογικὴ καταστροφή.
Ἂς προσέξουμε καὶ τοῦτο. Ὁ σύγχρονος καταναλωτικὸς τρόπος ζωῆς ἔρχεται
σὲ πλήρη ἀντίθεσι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ.
Δὲν εἶναι εὐχαριστιακός, ἀλλὰ ἀχαριστιακός.
Δὲν εἶναι φιλάδελφος, ἀλλὰ ἐγωιστικὸς καὶ ἀτομικιστικός. Δὲν ἀγαπᾶ τὴν
λιτότητα, τὸν ἐπιούσιο, ἀλλὰ ἐπιδιώκει τὴν ἀλόγιστη σπατάλη καὶ πολυτέλεια. Ὅλοι
ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ἡ ὑπερκαταναλωτικὴ κοινωνία μας τελικὰ γίνεται ὁ τάφος μας
καὶ ἡ αἰτία πολλῶν ἀδικιῶν καὶ κοινωνικῶν κακῶν.
Εἶναι ἀκόμη
ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δὲν ζητοῦμε τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅπως
καὶ στὰ προηγούμενα αἰτήματα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Δὲν μπορεῖς νὰ ξεχάσεις τοὺς ἀδελφούς
σου, ὅταν ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά.
Στὸ “ἡμῶν”
καὶ στὸ “ἡμῖν” τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ βασίζεται ἡ ὀρθόδοξος κοινωνιολογία,
φιλανθρωπία καὶ φιλαδελφία. Μᾶς θυμίζει τὸν πολλαπλασιασμὸ ἀπὸ τὸν Κύριο τῶν
πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων στὴν ἔρημο γιὰ νὰ χορτάση ὅλος ὁ λαός. Ὅπως καὶ
τὴν κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν συγχρόνων
μοναστικῶν κοινοβίων.
Ἐδῶ ἀκόμη
βασίζεται καὶ ἡ ὀρθόδοξος ἱεραποστολή. Πῶς μποροῦμε νὰ μὴ πονέσουμε καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφερθοῦμε
γιὰ τὴν μετάδοσι τοῦ οὐρανίου Ἄρτου σ’ αὐτοὺς πού λιμοκτονοῦν πνευματικά;
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος
ζῆ ἐγωκεντρικά, δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση τὸν συνάνθρωπό του. Ὁ θιγόμενος ἐγωισμός
του δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπει. Ὅταν ὅμως ἀποφασίση διὰ τῆς μετανοίας νὰ ζήση
θεοκεντρικά, τότε συγχωρεῖ ὅσους τὸν ἐστενοχώρησαν, ἀδίκησαν καὶ ἔβλαψαν.
Ἡ ἀπαλλαγὴ
ἀπὸ τὴν μνησικακία θέλει ἀγώνα, γιατί ὁ ἐγωισμὸς δυναστεύει τὸν ἔσω ἄνθρωπο.
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε τὴν συγχώρησί μας ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπὸ τὸν
ὄρο ὅτι καὶ ἐμεῖς θὰ συγχωροῦμε τοὺς πταίοντας σέ μᾶς.
Θὰ μποροῦσε,
λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, νὰ μᾶς συγχωρῆ ὁ Κύριος χωρὶς νὰ ἀπαιτῆ προηγουμένως
νὰ συγχωροῦμε ἐμεῖς τοὺς συνανθρώπους μας. “Αλλ’ ὅμως καὶ οὕτω τὴν αὐτοῦ
φιλανθρωπίαν ἐπιδείκνυται…, ἀλλὰ βούλεταί σε καὶ ἐντεῦθεν εὐεργετεῖσθαι, μυρίας
σοι πανταχόθεν παρέχων ἡμερότητος καὶ φιλανθρωπίας ἀφορμάς καὶ τὸ ἐν σοί θηριῶδες
ἐκβάλλων καὶ τὸν θυμὸν σβεννὺς καὶ πανταχόθεν σὲ συγκολλῶν τῷ μέλει τῷ σῷ”17.
Πράγματι μὲ
τὴν μνησικακία καὶ ἐχθρότητα χωρίζεσαι ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι δικό σου
μέλος, ἀφοῦ ἀμφότεροι εἶσθε μέλη Χριστοῦ καὶ ἄρα ἀλλήλων μέλη. Μὲ τὴν ἄφεσι καὶ
τὴν συμφιλίωσι ἐπανασυνδέεσαι καὶ συγκολλᾶσαι μὲ τὸ δικό σου μέλος. Πῶς μπορεῖς
ἀλήθεια νὰ ἀναπαύεσαι, ὅταν κάποιο μέλος σου εἶναι ἀποκολλημένο ἀπὸ τὸ σῶμα
σου; Μόνο ἂν δὲν εἶσαι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἢ ἂν εἶσαι νεκρὸ μέλος Του
δὲν θὰ αἰσθάνεσαι καὶ τὸν ἀδελφό σου ὡς ἰδικό σου μέλος.
Ὁ χριστιανὸς
ποὺ ζῆ θεοκεντρικά, ζῆ κατὰ μίμησιν τοῦ οὐράνιου Πατρός. Ἀφοῦ συγχωρεῖ ὁ Θεός,
συγχωρεῖ καὶ αὐτός. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἰδικὴ του
συγχώρησι, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ συγχωρῆ τὰ ἐλαφρότερα παραπτώματα τοῦ συνδούλου
του; Θὰ ὡμοίαζε πρὸς τὸν πονηρὸ δοῦλο τῆς γνωστῆς παραβολῆς πού, ἐνῶ ὁ εὔσπλαχνος
Κύριος του ἐχάρισε ἕνα τεράστιο χρέος, αὐτὸς δὲν ἐχάριζε στὸν συνδουλὸ του ἐλάχιστο
ποσό.
Μᾶς βοηθεῖ
τὸ αἴτημα αὐτὸ ἀκόμη νὰ διατηροῦμε ταπεινὸ φρόνημα, γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει ὄχι
μόνο τὴν προσωπική μας ἁμαρτωλότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως, στὴν ὁποία εὔστοχα ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ἂς μετρήσομε
λοιπὸν ἀρχίζοντας ἀπὸ δῶ τὰ πλημμελήματα τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ Θεό.
Κατὰ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἔνοχος τιμωρίας στὸν Θεό, γιατί ἀπομακρύνθηκε
ἀπὸ τὸ δημιουργό του κι αὐτομόλησε στὶς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ ἔγινε δραπέτης
κι ἀποστάτης ἀπὸ τὸν φυσικὸ Κύριό του.
Δεύτερο,
γιατί ἀντάλλαξε τὴν αὐτεξούσια ἐλευθερία του μὲ τὴν ὀλέθρια δουλεία τῆς ἁμαρτίας
καὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὴ δύναμι τῆς
καταστροφῆς.
Ἀλλὰ ἀπὸ
ποιὸ κακὸ θὰ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ δεύτερο τὸ νὰ μὴ βλέπει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ
δημιουργοῦ, ἀλλὰ νὰ στρέψει τὸ πρόσωπό του στὴν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας;
Ἀλλὰ καὶ ἡ
περιφρόνηση τῶν θεϊκῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ προτίμηση πρὸς τὰ δολώματα τοῦ πονηροῦ σὲ
ποιὸ βαθμὸ τιμωρίας μπορεῖ νὰ ταχθεῖ;
Ἐπίσης ἡ
καταστροφὴ τῆς εἰκόνας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς σφραγίδας, ποὺ μᾶς σφράγισε κατὰ τὴν
ἀρχικὴ δημιουργία μας, καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς δραχμῆς καὶ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ πατρικὸ
τραπέζι καὶ ὁ ἐθισμὸς στὸν βρωμερὸ βίο τῶν χοίρων καὶ ἡ κατασπατάληση τοῦ
πολύτιμου πλούτου καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια πλημμελήματα μποροῦμε νὰ βροῦμε στὴ
Γραφὴ καὶ νὰ σκεφθοῦμε μὲ τὸ νοῦ μας, ποιὸς λόγος μπορεῖ νὰ τ’ ἀριθμήσει;
Ἐπειδὴ
λοιπὸν σὲ τέτοια πλημμελήματα εἶναι ἔνοχο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπέναντι στὸν Θεὸ
καὶ πρέπει νὰ ἐκτίσει τιμωρία, γι’ αὐτὸ νομίζω μᾶς παιδαγωγεῖ ὁ Λόγος μὲ τὰ
λόγια τῆς προσευχῆς, νὰ μὴ δείχνομε καθόλου θάρρος κατὰ τὴ συνομιλία μας μὲ τὸν
Θεό, ἐπειδὴ ἔχομε τάχα καθαρὴ συνείδηση, ἀκόμα κι ἂν εἶναι κάποιος ὅσο γίνεται
περισσότερο ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πλημμελήματα»18 .
Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ
πονηροῦ
Καὶ μὴ ἐπιτρέψης,
Κύριε, νὰ πέσωμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό.
Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ πειρασμοὶ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο.
Οἱ ἐνήδονοι καὶ οἱ ἐνόδυνοι. Αὐτοὶ ποὺ φέρουν ἡδονὴ καὶ αὐτοὶ ποὺ φέρουν ὀδύνη.
Οἱ πρῶτοι εἶναι ἑκούσιοι καὶ γεννοῦν
τὰ πάθη. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀκούσιοι
καὶ διώχνουν τὰ πάθη. Τοὺς ἑκούσιους πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε. Τοὺς ἀκούσιους νὰ μὴ
ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ ἀπευχώμεθα, διότι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ μπορεῖ νὰ ὑποκύψουμε· ἀλλ’
ὅταν ἔλθουν, νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα ὡς “καθαρτήριον” τῆς ψυχῆς.
Ἀναφερόμενος
στὸ θέμα τῶν ὀδυνηρῶν πειρασμῶν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: “Ὁ Θεὸς
λοιπὸν κινούμενος εἰς συμπάθειαν τῆς ταλαιπωρίας καὶ παρανόμου κλίσεώς μας,
παραχωρεῖ νὰ μᾶς ἔρχονται οἱ πειρασμοί, καὶ κάποτε νὰ εἶναι πολὺ φρικτοὶ καὶ
φοβεροί, κατὰ διαφόρους τρόπους, διὰ νὰ ταπεινούμεθα καὶ νὰ γνωρίζωμεν τὸν ἑαυτόν
μας, ἀγκαλὰ καὶ μᾶς φαίνονται πὼς εἶναι ἀνωφελεῖς· καὶ ἐδῶ δείχνει ἐν ταυτῷ τὴν
ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν τοῦ· ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται εἰς ἡμᾶς πλέον
βλαπτικόν, περισσότερον μᾶς ὠφελεῖ· ἐπειδὴ ταπεινούμεθα περισσότερον· τὸ ὁποῖον
εἶναι πλέον χρειαζόμενον ἀπὸ ὅλα εἰς τὴν ψυχὴν μας”.
Διδάσκοντάς
μας ὁ Κύριος νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τούς πειρασμούς, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μᾶς ἐκπαιδεύει
νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀδυναμία μας, καὶ ἔτσι καταστέλλει τὸ “φύσημα”, τὴν οἴησι, τὴν
ὑπερηφάνεια. Ὅταν ὅμως ἔρχωνται οἱ πειρασμοὶ χωρὶς ἐμεῖς νὰ τοὺς ζητοῦμε, τότε
πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ γενναιότητα, “ἵνα καὶ τὸ γενναῖον ἀντιδειξώμεθα
καὶ τὸ ἀκενόδοξον”.
Παρατηρεῖ ἀκόμη
ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι ὁ Κύριος δὲν λέγει ἀπὸ τῶν “πονηρῶν”, δηλαδὴ πονηρῶν ἀνθρώπων,
ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ “πονηροῦ”, δηλαδὴ τοῦ
διαβόλου, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴ αἰτιώμεθα καὶ μνησικακοῦμε κατὰ τῶν ἀνθρώπων
ποὺ μᾶς στεναχωροῦν, ἀλλὰ κατὰ τοῦ διαβόλου ποὺ τοὺς ὑποκινεῖ. Καλεῖ δὲ τὸν
διάβολο πονηρό, “κελεύων ἡμᾶς ἄσπονδον πρὸς αὐτὸν ἔχειν πόλεμον”, καὶ ἀκόμη γιὰ
νὰ δείξη ὅτι ἡ πονηρία δὲν εἶναι φυσικὴ κατάστασις, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς
προαιρέσεως.
Ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα
Εἶναι
φυσικὸ νὰ τελειώνη ἡ Προσευχὴ μὲ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν
παράκλησι νὰ ρυσθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρό. Τὸν τελευταῖο λόγο στὸν κόσμο ἔχει ὁ
παντοδύναμος Θεός, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ὄχι
ὁ διάβολος ποὺ κατὰ παραχώρησιν φαίνεται πολλὲς φορὲς νὰ κινῆ τὰ νήματα τῆς ἱστορίας.
Ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ φέρη ἀναστάτωσι, νὰ ἐπικρατεῖ προσωρινὰ στὸν κόσμο μὲ τὰ ὄργανά
του, ἀλλὰ τελικὰ θὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἐξουσία
τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι προσωρινή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Αἰώνιος Κύριος καὶ Βασιλεύς.
Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.
Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἀνήκει ἡ δόξα.
Παρατηρεῖ
πάλιν τὸ χρυσοῦν στόμα τῆς Ἐκκλησίας: “Ἀφοῦ λοιπὸν μᾶς ἔφερε σὲ κατάστασι ἀγωνίας
μὲ τὴν ἀνάμνησι τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔκοψε ἀπὸ τὴν ρίζα ὅλη τὴν ραθυμία μας, πάλι μᾶς
ἐνθαρρύνει καὶ ἀναπτερώνει τὸ φρόνημά μας θυμίζοντάς μας τὸν Βασιλέα, τοῦ ὁποίου
εἴμαστε ὑπήκοοι, καὶ φανερώνοντας τὸν δυνατώτερο ἀπὸ ὅλους λέγει «Σοῦ γὰρ ἐστὶν
ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα». Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον ἡ βασιλεία εἶναι δική Του,
κανεὶς δὲν πρέπει νὰ φοβᾶται, διότι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ τοῦ ἀντιστέκεται
καὶ νὰ μοιράζεται τὴν ἐξουσία μαζί Του»19.
+++
Ὅσο ἡ ἀδυναμία
καὶ ὁ περιορισμένος χρόνος ἐπέτρεψε, ἐμβαθύναμε στὰ θεία λόγια της Κυριακῆς
Προσευχῆς.
Ἡ ψυχὴ μας
πληροῦται εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν ἁγία αὐτὴ
προσευχή, δύναμι, φῶς καὶ παρηγορία στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας.
Ὅλα τὰ αἰτήματα
τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, νὰ μὴ
ζοῦμε ἐγωιστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό μας καὶ τὸν συνάνθρωπό μας.
Ὅσο ἀδειάζουμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας,
τόσο εἰσέρχεται μέσα μας ὁ Θεός.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ
νὰ πῶ ἕνα τολμηρὸ λόγο ὄχι ἀπὸ προσωπικὴ πείρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πείρα τῶν Ἁγίων καὶ
τοῦ Ἁγίου Ὅρους: Ἂν ἀδειάσουμε τελείως ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό μας, ὅλος
ὁ Θεὸς θὰ ἔλθη μέσα μας. Τὸ λέγει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: “Ἐὰν τις ἀγαπᾶ
με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα
καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν”. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χαρῆ τὴν πιὸ ἀληθινὴ
χαρὰ καὶ ἀνάπαυσι, ἐκείνη τὴν χαρὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του καὶ
ποὺ οὐδεὶς δύναται νὰ ἄρη ἀπ’ αὐτοῦ…
Σημειώσεις
1. (Ἑρμηνεία
στὸ «Πάτερ ἡμῶν», Φιλοκαλία, ἔκδ. «Περιβόλι τῆς Παναγίας», τόμ. 2ος, σελ. 253).
2. (Ὑπόμνημα
εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
3. (Ὑπόμνημα
εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
4. (Εἰς τὴν
Προσευχήν, Λόγος 2ος, Ε.Π.Ε. τόμ. 8ος, σελ. 43).
5. (Λόγος
2ος κατὰ Γρηγορᾶ, παρ. 69).
6. . (Κοσμᾶ
τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, Ι. Μενούνου, Ἀθήνα 1979, σελ. 121).
7. (Περὶ
συνεχοῦς Μεταλήψεως, Ἀθῆναι 1887, σελ. 24).
8. . (ἒνθ’
ἀνωτ. σελ. 669).
9. (ἒνθ’
ἀνωτ. σελ. 668)
10. (ἒνθ’ ἀνωτ.
σελ. 51).
11. (ἒνθ’ ἀνωτ.
σελ. 28).
12. (ἒνθ’ ἀνωτ.
σελ. 672).
13. (ἒνθ’ ἀνωτ.
σελ. 35-36).
14. (Εἰς τὴν
Προσευχήν, Λόγος 3ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 69).
15. (ἒνθ’ ἀνωτ.
σελ. 674).
16. (ἒνθ’ ἀνωτ.
σελ. 672).
17. (ἒνθ’ ἀνωτ.
σελ. 680).
18. . (Ἅγ.
Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 5ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 107).
19. (Ἅγ.
Χρυσοστόμου, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 683).»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου