Στὸν στρατό, στὶς Διαβιβάσεις, εἴχαμε πίνακα ἀναγνωρίσεως μὲ μερικὰ
συγκεκριμένα χαρακτηριστικὰ καὶ καταλαβαίναμε ποιός σταθμὸς ἦταν δικός μας, ποιός
ἦταν ξένος· ξέραμε τοὺς δικούς μας σταθμούς. Γιὰ ἕνα διάστημα ποὺ παρακολουθούσαμε
μαθήματα στὶς Διαβιβάσεις, κάναμε τὸν ἐνδιάμεσο καὶ προσπαθούσαμε νὰ κάνουμε ἀναγνώριση.
Λέγαμε στὸν ἄλλον «τί εἶναι αὐτό;» ἢ «ἕνα», γιὰ νὰ δοῦμε τί θὰ πῆ ἐκεῖνος, καὶ ἔτσι
τὸν πιάναμε. Δηλαδή, ὅταν δὲν καταλαβαίναμε σίγουρα ποιός σταθμὸς εἶναι, δὲν εἴχαμε
ἐμπιστοσύνη καὶ τὰκ–τὰκ προσπαθούσαμε νὰ κάνουμε ἀναγνώριση. Ἔτσι καὶ στὴν
πνευματικὴ ζωή, ὅταν βλέπουμε πὼς ἕνας «σταθμὸς» εἶναι ξένος, πρέπει νὰ ποῦμε:
«Ἔ, τώρα μ᾿ αὐτὸν θὰ συνεργασθῶ;». Ἂν κανεὶς καταλαβαίνη ὅτι ἕνας «σταθμὸς» εἶναι
ξένος καὶ θέλη νὰ συνεργασθῆ μ᾿ αὐτόν, εἶναι βαρύ. Πόσο μᾶλλον ὅταν γνωρίζη ὅτι
ὁ σταθμὸς εἶναι ὄχι μόνον ξένος ἀλλὰ καὶ ἐχθρικός, καὶ πάη νὰ συνεργασθῆ μὲ τὸν
ἐχθρό! Θέλω νὰ πῶ, ὅσον ἀφορᾶ στὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, χρειάζεται διάκριση
καὶ προσοχή. Τὸ πιὸ σίγουρο εἶναι νὰ συμβουλεύεται ὁ καθένας τὸν Πνευματικό
του.
Ἀκόμη καὶ στὶς συζητήσεις πρέπει κανεὶς νὰ εἶναι προσεκτικός, γιατὶ
μερικὲς φορὲς ἀρχίζει πνευματικὴ συζήτηση καὶ καταλήγει σὲ κουτσομπολιό. Καὶ δὲν
φθάνει ποὺ χάνει τὴν ὥρα του, ἀλλὰ χάνει καὶ τὴν ψυχή του μὲ τὴν κατάκριση,
γιατὶ δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ κρίνουμε κανέναν, οὔτε καὶ καταστάσεις. Ἐὰν μποροῦμε,
μετὰ ἀπὸ τὴν συζήτηση ποὺ θὰ κάνουμε μὲ πόνο, νὰ κοιτάξουμε νὰ βοηθήσουμε μιὰ ἄσχημη
κατάσταση. Οὔτε καὶ πεθαμένους πρέπει νὰ καταδικάζουμε, γιατὶ οἱ ψυχὲς ὅλων τῶν
ἀνθρώπων εὐτυχῶς εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Βλέπω πόσες φορὲς χαλνάει ὁ λογισμὸς πολλῶν ἀνθρώπων ἀπὸ ἕναν ἀπρόσεκτο
λόγο. Ἂν ζητοῦσαν φόρο γιὰ τὰ λόγια ποὺ λέμε, ξέρετε πόσο θὰ προσέχαμε; Ἂν ἔλεγαν
«θὰ πῆς τόσα λόγια, θὰ πληρώσης τόσο», θὰ μετρούσαμε τὰ λόγια μας! Καὶ στὸ τηλέφωνο
σκεφτόμαστε τί θὰ ποῦμε, πόσο θὰ μιλήσουμε, γιατὶ θὰ πληρώσουμε. Τώρα χάνεται
πολὺς χρόνος σὲ λόγια.
– Γέροντα, στὴν Κλίμακα γράφει πὼς ἡ
καταλαλιὰ εἶναι γέννημα τοῦ μίσους2. Τὸ ἁπλὸ κουτσομπολιὸ ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἔχη
μέσα ἀγάπη;
– Ναί, ἂν κανεὶς ἀγαπάη πολὺ μιὰ ψυχὴ καὶ βλέπη ὅτι ἄλλοι τὴν ζηλεύουν,
τότε μπορεῖ νὰ πῆ καὶ καμμιὰ κουβέντα εἰς βάρος της, γιὰ νὰ μὴν τὴν ζηλεύουν οἱ
ἄλλοι. Πρέπει ὅλα νὰ τὰ ἐξετάζουμε. Μιὰ βλαμμένη ὅμως ἢ πειραγμένη ψυχὴ ποὺ νομίζει
ὅτι ἀδικεῖται καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι λίγο πικραμένη ἢ ἀγανακτισμένη καὶ μὲ μιὰ ἀφορμὴ
ἐκδηλώνει τὴν ἀγανάκτησή της, μπορεῖ νὰ κάνη τέτοια ζημιὰ στὶς ἄλλες ψυχές, ποὺ
οὔτε διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ κάνη. Ὁ Ἰούδας ἀγανάκτησε γιὰ τὴν σπατάλη τοῦ μύρου
ποὺ ἔχυσε ἡ Μυροφόρος καὶ εἶπε ὅτι τὸ μύρο μποροῦσε νὰ πουληθῆ καὶ τὰ χρήματα νὰ
δοθοῦν στοὺς φτωχούς. Ἀπὸ τὸν Ἰούδα ἐπηρεάσθηκαν καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ποὺ εἶχαν
Χάρη3. Εἶδαν ἐξωτερικὰ σωστὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ἐκεῖνος καὶ ἐπηρεάσθηκαν, γιατὶ δὲν
γνώριζαν τὴν φιλάργυρη καρδιά του. Καὶ βλέπεις, ὁ Χριστὸς εἶχε δώσει στὸν Ἰούδα
ἀκόμη καὶ τὸ ταμεῖο, γιὰ νὰ χορτάση τὸ πάθος του, καὶ ἐκεῖνος «τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν»4.
– Γέροντα, τί θέση πρέπει νὰ πάρη κανείς,
ὅταν δυὸ ἄνθρωποι διαφωνοῦν καὶ ζητοῦν τὴν γνώμη του;
– Ἂν βρεθῆ κανεὶς μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν προσωπικὰ μεταξύ τους, εἶναι
καλύτερα τὴν γνώμη του νὰ τὴν πῆ παρουσίᾳ καὶ τῶν δύο, γιὰ νὰ μὴν πάρη ὁ καθένας
ἕναν λόγο του, ὅπως τὸν συμφέρει, καὶ τὸν χρησιμοποιήση μετὰ ὡς βαρὺ πυροβολικὸ
– ὅταν ὁ λόγος του ἔχη βαρύτητα –, γιὰ νὰ χτυπήση ἀλύπητα τὸν ἀντίπαλό του, καὶ
τὸν πάρουν καὶ ἐκεῖνον τὰ βλήματα στὰ καλὰ καθούμενα. Ὅσο μπορεῖ, νὰ ἀποφεύγη τέτοιου
εἴδους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἔχη τὴν εἰρήνη του καὶ νὰ μπορῆ νὰ εὔχεται γιὰ τὴν εἰρήνη
αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καὶ γενικὰ γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ὅταν δὲν μπορῆ νὰ τοὺς
ἀποφύγη τελείως αὐτοὺς τοὺς σκανδαλοποιοὺς ἀνθρώπους, νὰ προσπαθῆ τοὐλάχιστον νὰ
ἀποφεύγη τὰ πολλὰ λόγια, γιὰ νὰ ἔχη λιγώτερα σκάνδαλα. Δὲν ἔχει σημασία, ἐὰν
μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν κακότητα ἀλλὰ ἁπλὴ ἐπιπολαιότητα, διότι καὶ αὐτοὶ μὲ
τὴν ἐπιπολαιότητά τους πάλι δημιουργοῦν σκάνδαλα.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Β’
«Πνευματικὴ Ἀφύπνιση»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου