– Γέροντα, πάντοτε πιάνουν τὰ μάγια;
– Γιὰ νὰ πιάσουν τὰ μάγια, πρέπει νὰ δώση κανεὶς δικαιώματα στὸν διάβολο.
Νὰ δώση δηλαδὴ σοβαρὴ ἀφορμὴ καὶ νὰ μὴν ἔχη τακτοποιηθῆ μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν
ἐξομολόγηση. Σὲ ἕναν ποὺ ἐξομολογεῖται, καὶ μὲ τὸ φτυάρι νὰ τοῦ ρίχνουν τὰ μάγια,
δὲν πιάνουν. Γιατί, ὅταν ἐξομολογῆται καὶ ἔχη καθαρὴ καρδιά, δὲν μποροῦν οἱ μάγοι
νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὸν διάβολο, γιὰ νὰ τὸν βλάψουν.
Μιὰ φορὰ ἦρθε ἕνας μεσήλικας στὸ Καλύβι μὲ ἕναν ἀέρα... Ἀπὸ μακριά, μόλις
τὸν εἶδα, κατάλαβα ὅτι ἔχει δαιμονικὴ ἐπήρεια. «Ἦρθα νὰ μὲ βοηθήσης, μοῦ εἶπε.
Προσευχήσου γιὰ μένα, γιατὶ ἕναν χρόνο τώρα ἔχω φοβεροὺς πονοκεφάλους καὶ οἱ
γιατροὶ δὲν βρίσκουν τίποτε». «Ἔχεις δαιμόνιο, τοῦ λέω, γιατὶ ἔδωσες δικαιώματα
στὸν διάβολο». «Δὲν ἔκανα τίποτε», μοῦ λέει. «Δὲν ἔκανες τίποτε; τοῦ λέω. Δὲν ἀπάτησες
μία κοπέλα; Ἔ, αὐτὴ πῆγε καὶ σοῦ ἔκανε μάγια. Πήγαινε νὰ ζητήσης συγγνώμη ἀπὸ τὴν
κοπέλα, μετὰ νὰ ἐξομολογηθῆς, νὰ σοῦ διαβάσουν καὶ ἐξορκισμούς, γιὰ νὰ βρῆς τὴν
ὑγεία σου. Ἂν ἐσὺ δὲν καταλάβης τὸ σφάλμα σου καὶ δὲν μετανοήσης, ὅλοι οἱ
πνευματικοὶ τοῦ κόσμου νὰ μαζευτοῦν καὶ νὰ εὐχηθοῦν, τὸ δαιμόνιο δὲν θὰ φύγη».
Ὅταν ἔρχωνται τέτοιοι ἄνθρωποι, μὲ τέτοιον ἀέρα, τοὺς μιλάω ἀνοιχτά. Θέλουν
τράνταγμα, γιὰ νὰ συνέλθουν.
Ἕνας ἄλλος μοῦ εἶπε ὅτι ἡ γυναίκα του ἔχει δαιμόνιο. Κάνει συνέχεια
φασαρίες στὸ σπίτι. Σηκώνεται τὸ βράδυ, τοὺς ξυπνάει, τὰ κάνει ὅλα ἄνω ‐ κάτω.
«Ἐσὺ ἐξομολογεῖσαι;», τοῦ λέω. «Ὄχι», μοῦ λέει. «Πρέπει νὰ ἔχετε δώσει δικαιώματα
στὸν διάβολο, τοῦ λέω. Δὲν ἔγινε αὐτὸ στὰ καλὰ καθούμενα».
Τελικὰ βρήκαμε ὅτι εἶχε πάει σ᾿ ἕναν Χότζα καὶ τοῦ ἔδωσε κάτι νὰ ραντίση στὸ σπίτι
γιὰ γούρι, γιὰ νὰ πάη καλὰ ἡ δουλειά του, καὶ οὔτε κἂν ἔδινε σ᾿ αὐτὸ σημασία. Ἁλώνιζε
μετὰ ὁ διάβολος στὸ σπίτι του.
Πῶς
λύνονται τὰ μάγια
– Ἂν πιάσουν, Γέροντα, τὰ μάγια, πῶς λύνονται;
– Μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πρῶτα νὰ βρεθῆ ἡ
αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἔπιασαν τὰ μάγια, νὰ καταλάβη ὁ ἄνθρωπος τὸ σφάλμα του, νὰ
μετανοήση καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ. Πόσοι ἔρχονται ἐκεῖ στὸ Καλύβι ποὺ ταλαιπωροῦνται,
ἐπειδὴ τοὺς ἔχουν κάνει μάγια, καὶ μοῦ λένε: «Κάνε προσευχή, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ
αὐτὸ τὸ βάσανο»! Μοῦ ζητοῦν βοήθεια, χωρὶς νὰ ψάξουν νὰ βροῦν ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε
τὸ κακό, γιὰ νὰ τὸ διορθώσουν. Νὰ βροῦν δηλαδὴ σὲ τί ἔφταιξαν καὶ ἔπιασαν τὰ μάγια,
νὰ μετανοήσουν, νὰ ἐξομολογηθοῦν, γιὰ νὰ σταματήση ἡ ταλαιπωρία τους.
– Γέροντα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ποὺ τοῦ ἔχουν
κάνει μάγια φθάση σὲ τέτοια κατάσταση ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήση ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό
του, νὰ ἐξομολογηθῆ κ.λπ., μποροῦν οἱ ἄλλοι νὰ τὸν βοηθήσουν;
– Μποροῦν νὰ καλέσουν τὸν ἱερέα στὸ σπίτι νὰ κάνη ἕνα εὐχέλαιο ἢ ἕναν ἁγιασμό.
Νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιῆ ἁγιασμό, γιὰ νὰ ὑποχωρήση λίγο τὸ κακὸ καὶ νὰ μπῆ λίγο
Χριστὸς μέσα του. Ἔτσι ἔκανε μιὰ μητέρα γιὰ τὸ παιδί της καὶ βοηθήθηκε. Μοῦ εἶχε
πεῖ ὅτι ὁ γιός της ὑπέφερε πολύ, γιατὶ τοῦ εἶχαν κάνει μάγια. «Νὰ πάη νὰ ἐξομολογηθῆ»,
τῆς εἶπα. «Πῶς νὰ πάη, πάτερ, νὰ ἐξομολογηθῆ, στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι;», μοῦ εἶπε.
«Τότε πὲς στὸν πνευματικό σου, τῆς λέω, νὰ ἔρθη στὸ σπίτι, νὰ κάνη ἁγιασμὸ καὶ
νὰ δώσης στὸν γιό σου νὰ πιῆ ἀπὸ τὸν ἁγιασμό. Θὰ τὸν πιῆ ὅμως;». «Θὰ τὸν πιῆ»,
μοῦ λέει. «Ἔ, ξεκίνησε μὲ τὸν ἁγιασμό, τῆς λέω, καὶ μετὰ προσπάθησε νὰ μιλήση τὸ
παιδί σου μὲ τὸν παπᾶ. Ἂν ἐξομολογηθῆ, θὰ τὸν πετάξη τὸν διάβολο πέρα». Καὶ πράγματι,
μὲ ἄκουσε καὶ βοηθήθηκε τὸ παιδί. Μετὰ ἀπὸ λίγο μπόρεσε νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ ἔγινε
καλά.
Μιὰ ἄλλη γυναίκα, ἡ φουκαριάρα, τί ἔκανε; Ὁ ἄνδρας της εἶχε μπλέξει μὲ
μάγους καὶ δὲν ἤθελε οὔτε σταυρὸ νὰ φορέση. Γιὰ νὰ τὸν βοηθήση λίγο, ἔρραψε στὸν
γιακᾶ ἀπὸ τὸ σακκάκι του ἕνα σταυρουδάκι. Μιὰ φορὰ ποὺ χρειάσθηκε νὰ περάση ἀπὸ
ἕνα γεφύρι στὴν ἄλλη ὄχθη ἑνὸς ποταμοῦ, μόλις πάτησε στὸ γεφύρι, ἄκουσε μιὰ φωνὴ
νὰ τοῦ λέη: «Τάσο, Τάσο, βγάλε τὸ σακκάκι, νὰ περάσουμε μαζὶ τὸ γεφύρι». Εὐτυχῶς
ἔκανε κρύο καὶ εἶπε: «Πῶς νὰ τὸ βγάλω; Κρυώνω!». «Βγάλ᾿ το, βγάλ᾿ το, νὰ περάσουμε»,
ἄκουσε τὴν ἴδια φωνὴ νὰ τοῦ λέη. Βρὲ τὸν διάβολο! Ἤθελε νὰ τὸν ρίξη κάτω στὸ
ποτάμι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε, γιατὶ εἶχε ἐπάνω του τὸ σταυρουδάκι. Τελικὰ τὸν ἔρριξε
ἐκεῖ σὲ μιὰ ἄκρη. Ἐν τῷ μεταξύ, τὸν ἔψαχναν οἱ δικοί του ὅλη τὴν νύχτα καὶ τὸν
βρῆκαν τὸν καημένο πεσμένο ἐπάνω στὸ γεφύρι. Ἂν δὲν ἔκανε κρύο, θὰ ἔβγαζε τὸ
σακκάκι καὶ θὰ τὸν πετοῦσε ὁ διάβολος μέσα στὸ ποτάμι. Τὸν φύλαξε ὁ σταυρὸς ποὺ
εἶχε στὸ πέτο του. Πίστευε ἡ φουκαριάρα ἡ γυναίκα του. Ἂν δὲν εἶχε πίστη, θὰ τὸ
ἔκανε αὐτό;
Συνεργασία
μάγων καὶ δαιμόνων
– Γέροντα, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἁγιότητα
δὲν μπορεῖ νὰ ξεσκεπάση ἢ νὰ φρενάρη ἕναν μάγο;
– Πῶς νὰ τὸν φρενάρη; Ἐδῶ λὲς σὲ κάποιον ποὺ ἔχει λίγο φόβο Θεοῦ νὰ
προσέξη, γιατὶ ἔτσι ὅπως ζῆ δὲν πάει καλά, καὶ πάλι δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸ δικό
του, πόσο μᾶλλον ὁ μάγος ποὺ συνεργάζεται μὲ τὸν διάβολο. Αὐτὸν τί νὰ τὸν κάνης;
Θὰ τοῦ πῆς ὁρισμένα πράγματα, ἀλλὰ αὐτὸς πάλι μὲ τὸν διάβολο θὰ εἶναι. Δὲν γίνεται
τίποτε. Μόνον ὅταν εἶναι μπροστά σου ὁ μάγος καὶ λὲς τὴν εὐχή, ἐκείνη τὴν στιγμὴ
μπορεῖ νὰ μπερδευτῆ τὸ δαιμόνιο καὶ νὰ μὴν μπορῆ ὁ μάγος νὰ κάνη τὴν δουλειά
του.
Κάποιος εἶχε ἕνα πρόβλημα, καὶ ἕνας μάγος, ποὺ ἦταν μεγάλος ἀπατεώνας,
πῆγε στὸ σπίτι του νὰ τὸν βοηθήση. Ἐκεῖνος ἔλεγε τὴν εὐχή. Ὁ καημένος ἦταν ἁπλός·
δὲν ἤξερε ὅτι ὁ ἄλλος ἦταν μάγος, γι᾿ αὐτὸ ἐπενέβη ὁ Θεός. Καὶ νὰ δῆτε τί ἐπέτρεψε
ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταλάβη! Ἄρχισε νὰ δέρνεται ὁ μάγος ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ ζητοῦσε
βοήθεια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου θὰ ἔλυνε τὸ πρόβλημα!
– Γέροντα, ἐκεῖνος ἔβλεπε τοὺς δαίμονες;
– Ἐκεῖνος δὲν ἔβλεπε τοὺς δαίμονες· ἔβλεπε μιὰ σκηνή. Ὁ μάγος φώναζε
«βοήθεια», ἔκανε τοῦμπες, ἔπεφτε κάτω, ἔβαζε τὸ χέρι του, γιὰ νὰ προφυλάξη τὸ
κεφάλι του. Γιατὶ μὴ νομίζετε ὅτι οἱ μάγοι καλοπερνοῦν, ὅτι οἱ δαίμονες τοὺς κάνουν
ὅλες τὶς φορὲς τὸ χατίρι. Τὸ ὅτι ἀρνήθηκαν μιὰ φορὰ τὸν Χριστό, αὐτὸ τοὺς εἶναι
ἀρκετό. Στὴν ἀρχὴ οἱ μάγοι κάνουν συμβόλαιο μὲ τοὺς δαίμονες, γιὰ νὰ τοὺς βοηθοῦν,
καὶ οἱ δαίμονες ὑποτάσσονται γιὰ μερικὰ χρόνια στὶς διαταγές τους. Ἔπειτα ὅμως ἀπὸ
λίγο καιρὸ τοὺς λένε: «Μ᾿ ἐσᾶς θὰ ἀσχολούμαστε τώρα;». Εἰδικά, ὅταν οἱ μάγοι δὲν
καταφέρνουν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν οἱ δαίμονες, ξέρετε τί τραβοῦν μετά;
Θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ ποὺ συζητοῦσα ἔξω ἀπὸ τὸ Καλύβι μὲ ἐκεῖνον τὸν νεαρὸ
μάγο ἀπὸ τὸ Θιβέτ, ξαφνικὰ σηκώθηκε, μοῦ ἔπιασε τὰ χέρια καὶ μοῦ τὰ γύρισε πρὸς
τὰ πίσω. «Ἂς ἔρθη νὰ σ᾿ ἐλευθερώση τώρα ὁ Χατζεφεντῆς6», μοῦ εἶπε. «Ἄντε, βρὲ διάβολε,
φύγε ἀπὸ ᾿δῶ», τοῦ εἶπα καὶ τὸν ἔρριξα κάτω. Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ βλασφημήση τὸν Ἅγιο!
Πῆγε μετὰ νὰ μὲ χτυπήση μὲ τὸ πόδι του, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε· τὸ πόδι του σταμάτησε
κοντὰ στὸ στόμα μου. Μὲ φύλαξε ὁ Θεός. Τὸν ἄφησα καὶ μπῆκα στὸ κελλί. Ὕστερα ἀπὸ
λίγη ὥρα τὸν εἶδα νὰ ἔρχεται ἀπὸ πέρα, γεμάτος ἀγκάθια. «Ὁ Σατὰν μὲ τιμώρησε,
μοῦ εἶπε, γιατὶ δὲν σὲ νίκησα. Μὲ ἔσυρε μέσα στὰ ρουμάνια».
Οἱ μαῦρες δυνάμεις τοῦ σκότους εἶναι ἀδύνατες.
Οἱ ἄνθρωποι τὶς κάνουν δυνατὲς μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ ἔτσι
δίνουν δικαιώματα στὸν διάβολο.
6
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’
«Πνευματικὸς Ἀγώνας»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου