Στο κείμενο αυτό επισημαίνεται ότι η
Ορθόδοξος αυτοσυνειδησία δεν μας επιτρέπει να παρακάμπτωμε το γεγονός ότι η
Ορθοδοξία δεν ημπορεί να συναποτελή μαζί με τον Δυτικό Χριστιανισμό μία ενιαία
“χριστιανική ταυτότητα”, αλλά αντιθέτως μας υποχρεώνει να τονίσωμε ότι η
Ορθοδοξία είναι η λησμονημένη από την Ευρώπη πρωτογενής της Πίστις, η οποία
πρέπει κάποτε να αποτελέση εκ νέου την χριστιανική της ταυτότητα.
Η Ενωμένη Ευρώπη του 21ου αιώνος αναζητεί την ταυτότητα της. Η «ευρωπαϊκή
ταυτότης» δεν αποτελούσε αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού, εφ’ όσον την
διεμόρφωναν μόνον οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες. Αφ’ ότου όμως
πολιτισμικοί και ιδίως θρησκευτικοί παράγοντες έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν κατά
την αναζήτησί της, αναπτύχθηκαν σοβαρές συζητήσεις, έντονες διαφωνίες και
οξείες διαμάχες γύρω από την αναφορά ή μη του «Ευρωπαϊκού Συντάγματος» στην
χριστιανική ταυτότητα της Ευρώπης.
Τί σημαίνει όμως «χριστιανική ταυτότης της Ευρώπης» για τους
Ορθοδόξους λαούς μας; Πόσο χριστιανική είναι η
«χριστιανική ταυτότης της Ευρώπης»;
Όσοι καλοπροαίρετα αγωνίζονται για την ενίσχυσι της χριστιανικής
ταυτότητος της Ευρώπης ομιλούν συνήθως γι’ αυτήν ωσάν να πρόκειται για ένα
ιστορικό δεδομένο ή έναν κώδικα χριστιανικών αρχών και αξιών, στις οποίες
ημπορούν να συγκλίνουν οι χριστιανικοί λαοί με την βοήθεια των οικουμενικών
επαφών και διαχριστιανικών διαλόγων.
Οι Χριστιανοί της Ευρώπης επιδιώκουν να την εξασφαλίσουν θεσμικά,
επειδή φοβούνται το ενδεχόμενο του θρησκευτικού αποχρωματισμού της ηπείρου των,
την αλλοίωσι της χριστιανικής της ιδιοπροσωπίας λόγω των πληθυσμιακών μεταβολών (μετανάστευσις κ.λπ.) ή
τον αποκλεισμό των χριστιανικών “διεκκλησιαστικών” οργανισμών από τα κέντρα
λήψεως αποφάσεων στην Ευρώπη. Ακολουθώντας την ίδια λογική, και οι προτάσεις
επισήμων Ορθοδόξων εκπροσώπων επικεντρώνονται στην ενίσχυσι μιας θεσμικής
χριστιανικής παρουσίας στην Ευρώπη.
Στο κείμενο αυτό επισημαίνεται ότι η Ορθόδοξος αυτοσυνειδησία δεν μας επιτρέπει
να παρακάμπτωμε το γεγονός ότι η Ορθοδοξία δεν ημπορεί να συναποτελή μαζί με
τον Δυτικό Χριστιανισμό μία ενιαία “χριστιανική ταυτότητα”, αλλά αντιθέτως μας
υποχρεώνει να τονίσωμε ότι η Ορθοδοξία είναι η λησμονημένη από την Ευρώπη
πρωτογενής της Πίστις, η οποία πρέπει κάποτε να αποτελέση εκ νέου την
χριστιανική της ταυτότητα.
+++
Ζώντες στο περιβάλλον του Αγίου Όρους και στην πνευματική ατμόσφαιρα
που αυτό δημιουργεί, αντιλαμβανόμεθα ότι η Ορθόδοξος κληρονομιά μας δεν πρέπει
να μετρήται με τα μέτρα του κόσμου τούτου. Τα
τελευταία χρόνια γινόμεθα μάρτυρες της ευλαβείας και της βαθειάς πίστεως
των προσκυνητών του Αγίου Όρους, πολλοί εκ των οποίων έρχονται με πολύ κόπο και
με μεγάλα έξοδα από τις ομόδοξες χώρες της Βαλκανικής και από την Ρωσσία.
Στην συνείδησι όλων αυτών των ευσεβών Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και
όσων εκπροσωπούν στην χώρα τους, η Ορθοδοξία δεν έχει συνήθως την έννοια, που
της αποδίδουν όσοι την βλέπουν ή την αντιμετωπίζουν με ιδεολογικά ή
κοινωνιολογικά κριτήρια, όσοι δηλαδή συνηθίζουν να βλέπουν στην καθ’ ημάς Ανατολή
αντιδυτικά «Ορθόδοξα» τόξα παράλληλα προς τα μουσουλμανικά, ή θεωρούν την
Ορθοδοξία ως εθνικιστική δύναμι των λαών που την ασπάζονται. Όσο και αν οι
Ορθόδοξοι δημιουργούμε τέτοιες εντυπώσεις, λόγω των προσωπικών μας ατελειών ή
των συλλογικών μας αστοχιών, έχουμε βαθειά ριζωμένη στην συνείδησί μας την
πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, ουράνιο, ακατάλυτο:
είναι το ανεκτίμητο δώρο του αγίου Τριαδικού Θεού στον κόσμο, η «άπαξ
παραδοθείσα τοις αγίοις πίστις» (Ιούδ. 3), την οποία η
Ορθόδοξος Εκκλησία μας διασώζει ακέραια, χωρίς αιρετικές παραχαράξεις,
και την οποία με πολλές θυσίες διαφυλάξαμε σε δύσκολους καιρούς, προκειμένου
να μη χάσουμε την ελπίδα της αιωνίου ζωής.
Οι Ορθόδοξοι λαοί είμαστε ηλεημένοι από τον άγιο Θεό να φέρωμε την σφραγίδα
του Ορθοδόξου αγίου Βαπτίσματος, να κοινωνούμε της αγίας Ορθοδόξου Ευχαριστίας,
να ακολουθούμε με ταπείνωσι την δογματική διδασκαλία των αγίων επτά
Οικουμενικών Συνόδων ως μοναδική οδό σωτηρίας, και να τηρούμε «την ενότητα του
πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. δ’ 3). Φέρομε ομολογουμένως την
παρακαταθήκη της Ορθοδόξου Πίστεως «εν οστρακίνοις σκεύεσι» (Β’ Κορ. δ’ 7), εν
τούτοις όμως αυτή συνιστά Χάριτι Θεού τον λόγο «της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πέτρ.
γ’ 15).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν είναι απλώς κιβωτός της εθνικής ιστορικής
μας κληρονομιάς. Πρωτίστως και κυρίως είναι η Μία
Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Για να μη χάσουν την ελπίδα της εν Χριστώ αιωνίου σωτηρίας, σε εποχές δύσκολες
οι Ορθόδοξοι λαοί των Βαλκανίων διετήρησαν την Ορθόδοξο Πίστι τους με την θυσία
χιλιάδων νεομαρτύρων, αντιστεκόμενοι τόσο στον
εξισλαμισμό όσο και στον εξουνιτισμό(1). Γι’ αυτό η πρόσφατος, μετά την
κατάρρευσι των αθεϊστικών καθεστώτων, αναζωπύρωσις της Ουνίας και η
δραστηριότης των νεο-προτεσταντικών Ομολογιών
μεταξύ Ορθοδόξων πληθυσμών αποτελούν σοβαρότατες προκλήσεις για τους
Ορθοδόξους. Και ως τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζωνται, επειδή για μία ακόμη
φορά θέτουν υπό διακινδύνευσι την σωτηρία απλοϊκών ψυχών, «υπέρ ων Χριστός
απέθανε» (πρβλ. Ρωμ. ιδ’ 15).
Στις δυτικές κοινωνίες εξάλλου, τις εκ παραδόσεως ρωμαιοκαθολικές και
προτεσταντικές, όπου υπάρχουν και δραστηριοποιούνται Ορθόδοξες ενορίες, η Ορθόδοξος
παρουσία πρέπει να είναι σεμνή μαρτυρία περί του αυθεντικού Χριστιανισμού, τον
οποίον στερήθηκαν επί αιώνες οι κοινωνίες αυτές, λόγω των παπικών και
προτεσταντικών παρεκκλίσεων από την αποστολική Πίστη. Κάθε φορά που η
νοσταλγική αναζήτησις της ανόθευτου χριστιανικής Πίστεως κορυφώνεται στην
επιστροφή ετεροδόξων Χριστιανών στην αγκάλη της Μιας Αγίας Καθολικής και
Αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθοδόξου, εκφράζεται η ιεραποστολική φύσις της
Εκκλησίας. Επιστρέφοντες οι ετερόδοξοι στην
Ορθόδοξο Εκκλησία, δεν εγκαταλείπουν μία εκκλησία για να ασπασθούν μία άλλη,
όπως λανθασμένα θεωρείται. Στην πραγματικότητα αφήνουν ένα ανθρωποκεντρικό
εκκλησιαστικό σχήμα και επανευρίσκουν την μία και μοναδική Εκκλησία του
Χριστού, γίνονται μέλη του σώματος του Χριστού και επαναπροσανατολίζονται στην
πορεία της θεώσεως.
Δυστυχώς, αντίθετη κατεύθυνση ακολουθεί ο συγκρητιστικός Οικουμενισμός,
τον οποίον εκφράζουν θεσμικά όργανα της Οικουμενικής λεγομένης Κινήσεως και
φορείς του παποκεντρικού Οικουμενισμού. Επειδή
παραθεωρούν την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία και ακολουθούν την προτεσταντική «θεωρία
των κλάδων» ή την νεωτέρα ρωμαιοκεντρική θεωρία των «αδελφών εκκλησιών»,
θεωρούν ότι η Αλήθεια της Αποστολικής Πίστεως, ή μέρος αυτής, διασώζεται σε
όλες τις Χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες. Γι’ αυτό κατευθύνουν τις
προσπάθειές τους στην πραγματοποίησι μιας ορατής ενότητος των Χριστιανών,
ανεξαρτήτως βαθυτέρας ενότητος στην Πίστι.
Υπό την έννοια αυτή η οικουμενιστική “θεολογία” εξισώνει το Ορθόδοξο
Βάπτισμα (τριπλή κατάδυσι) με το ρωμαιοκαθολικό ράντισμα, θεωρεί την αίρεσι του
Filioque δογματικά ισοδύναμη με την Ορθόδοξο διδασκαλία περί της εκπορεύσεως
του Αγίου Πνεύματος εκ μόνον του Πατρός, μεθερμηνεύει το πρωτείο εξουσίας του
Πάπα της Ρώμης ως πρωτείο διακονίας, ονομάζει θεολογούμενον την Ορθόδοξο
διδασκαλία περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό και περί ακτίστου
θείας Χάριτος, κ.ά.
Πρόκειται για έναν επιπόλαιο οικουμενισμό, για τον οποίο έγραφε εύστοχα
ο αείμνηστος π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργείται κάθε τόσο, από την μεγάλη
επιθυμία για ένωση, ένας εύκολος ενθουσιασμός, που πιστεύει πως μπορεί με την
συναισθηματική του θερμότητα να ρευστοποίηση την πραγματικότητα και να την
ξαναπλάση χωρίς δυσκολία. Δημιουργείται ακόμα και μία διπλωματική συμβιβαστική νοοτροπία,
που νομίζει πως μπορεί να συμφιλίωση με αμοιβαίες υποχωρήσεις δογματικές
θέσεις ή γενικώτερες καταστάσεις, που κρατούν τις εκκλησίες χωρισμένες.
Οι δυο αυτοί τρόποι, με τους οποίους αντιμετωπίζεται -ή παραθεωρείται- η
πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ελαστικότητα ή κάποια σχετικοποίηση της
αξίας που αποδίδεται σ’ ωρισμένα άρθρα πίστεως των εκκλησιών. Η σχετικοποίηση
αυτή αντικαθρεφτίζει ίσως την πολύ χαμηλή σημασία, που ωρισμένες χριστιανικές
ομάδες -στο σύνολό τους ή σ’ ωρισμένους από τους κύκλους τους- δίνουν σ’ αυτά
τα άρθρα της πίστεως. Προτείνουν πάνω σ’ αυτά, από ενθουσιασμό ή διπλωματική
νοοτροπία, συναλλαγές και συμβιβασμούς, ακριβώς γιατί δεν
έχουν τίποτα να χάσουν με αυτά που προτείνουν.
Οι συμβιβασμοί όμως αυτοί παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο για Εκκλησίες, όπου τα
αντίστοιχα άρθρα έχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμής. Για τις Εκκλησίες αυτές
παρόμοιες προτάσεις συναλλαγής και συμβιβασμού ισοδυναμούν με απροκάλυπτες
επιθέσεις»(2).
Παραλλήλως οι προτεσταντικές Ομολογίες,
οι οποίες έχουν φθάσει μέχρις αρνήσεως θεμελιωδών δογμάτων Πίστεως (της ιστορικότητος της Αναστάσεως, της αειπαρθενίας της
Θεοτόκου κ.ά.) και αποδοχής αντιευαγγελικών ηθών (γάμος ομοφυλοφίλων κ.λπ.),
εξισώνονται στα πάνελς του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών με τις
αγιώτατες Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η θεωρία της «απομυθεύσεως», η
“θεολογία” του “θανάτου του Θεού”, η χειροτονία
γυναικών σε ιερατικούς βαθμούς, η ιερολογία
γάμου ομοφυλοφίλων, αναμφίβολα δεν αποτελούν στοιχεία της χριστιανικής
μας ταυτότητος.
Ο προτεσταντισμός περιήλθε σε βαθύτατη κρίσι πίστεως. Ο Frank
Schaeffer, ο επώνυμος αμερικανός προτεστάντης που μετά από πολυετή και σκληρή
προσωπική αναζήτησι έγινε Ορθόδοξος, στο βιβλίο του Dancing Alone, The Quest
for Orthodox Faith in the Age of False Religion, Regina Orthodox Press,
Salisburg, USA (σε ελληνική μετάφρασι με τίτλο: Αναζητώντας την Ορθόδοξη Πίστη
στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών (2), εκδ. Μακρυγιάννη, Κοζάνη 2004), δίνει
πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία, που αποκαλύπτουν την έκπτωσι του προτεσταντισμού
από την Αλήθεια της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Προέκταση και αναπόφευκτη συνέπεια του διαχριστιανικού συγκρητισμού
αποτελεί ο διαθρησκειακός συγκρητισμός, ο οποίος αναγνωρίζει δυνατότητα σωτηρίας
σε όσους ανήκουν σε μία από τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Ορθόδοξος επίσκοπος έγραψε ότι «κατά βάθος, μία εκκλησία
και ένα τέμενος [τζαμί]… αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του άνθρωπου»(3).
Ο διαθρησκειακός συγκρητισμός δεν διστάζει ακόμη να αναγνωρίση σωτηριώδεις
οδούς σε όλες τις θρησκείες του κόσμου(4).
Προ ολίγων ετών καθηγητής
του Πανεπιστημίου Αθηνών έγραψε ότι ημπορεί να ανάψει κερί μπροστά στην εικόνα
της Παναγίας, όπως και μπροστά στο άγαλμα μιας από τις θεές του Ινδουισμού.
Ορθόδοξοι επίσκοποι, κληρικοί και θεολόγοι έχουν δυστυχώς επηρεασθή από
την συγκρητιστική αυτή νοοτροπία. Με τις θεολογικές τους απόψεις, τις οποίες
οι εκκοσμικευμένοι άρχοντες και διανοούμενοι συνήθως ακούουν και αναγνωρίζουν
ως Ορθόδοξες, συντελούν ώστε η νοοτροπία αυτή να υπερβή τα στενά όρια των
προσωπικών τους αντιλήψεων και να αποτελέσει “γραμμή” με στόχους και
επιδιώξεις. Σε αυτή την προοπτική η αγάπη, χωρίς αναφορά στην δογματική
αλήθεια, καθιερώνεται κριτήριο ενότητος των Χριστιανών, ενώ η εμμονή στις
παραδοσιακές Ορθόδοξες θεολογικές θέσεις αποδοκιμάζεται ως μισαλλοδοξία και
φονταμενταλισμός.
Όσον αφορά το πως η οικουμενιστική νοοτροπία οικοδομεί τον τύπο μιας κατ’
επίφασιν χριστιανικής ταυτότητος της Ευρώπης, είναι χαρακτηριστικές οι
«δεσμεύσεις» των εκπροσώπων των χριστιανικών εκκλησιών που υπέγραψαν την
Οικουμενική Χάρτα στις 22 Απριλίου 2001(5).
Άγιον Όρος, 24 Μαρτίου 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου