Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Ορθοδοξία· η ελπίδα των λαών της Ευρώπης (Γέροντας Γεώργιος Γρηγοριάτης [Καψάνης] † 2014). Μέρος Α

Στο κείμενο αυτό επισημαίνεται ότι η Ορθόδοξος αυ­τοσυνειδησία δεν μας επιτρέπει να παρακάμπτωμε το γεγονός ότι η Ορθοδοξία δεν ημπορεί να συναποτελή μαζί με τον Δυτικό Χριστιανισμό μία ενιαία “χριστια­νική ταυτότητα”, αλλά αντιθέτως μας υποχρεώνει να τονίσωμε ότι η Ορθοδοξία είναι η λησμονημένη από την Ευρώπη πρωτογενής της Πίστις, η οποία πρέπει κά­ποτε να αποτελέση εκ νέου την χριστιανική της ταυτό­τητα.

Η Ενωμένη Ευρώπη του 21ου αιώνος αναζητεί την ταυτότητα της. Η «ευρωπαϊκή ταυτότης» δεν αποτε­λούσε αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού, εφ’ όσον την διεμόρφωναν μόνον οικονομικοί και πολιτικοί πα­ράγοντες. Αφ’ ότου όμως πολιτισμικοί και ιδίως θρη­σκευτικοί παράγοντες έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν κα­τά την αναζήτησί της, αναπτύχθηκαν σοβαρές συζητή­σεις, έντονες διαφωνίες και οξείες διαμάχες γύρω από την αναφορά ή μη του «Ευρωπαϊκού Συντάγματος» στην χριστιανική ταυτότητα της Ευρώπης.

Τί σημαίνει όμως «χριστιανική ταυτότης της Ευρώ­πης» για τους Ορθοδόξους λαούς μας; Πόσο χριστια­νική είναι η «χριστιανική ταυτότης της Ευρώπης»;

Όσοι καλοπροαίρετα αγωνίζονται για την ενίσχυσι της χριστιανικής ταυτότητος της Ευρώπης ομιλούν συ­νήθως γι’ αυτήν ωσάν να πρόκειται για ένα ιστορικό δεδομένο ή έναν κώδικα χριστιανικών αρχών και αξιών, στις οποίες ημπορούν να συγκλίνουν οι χριστιανι­κοί λαοί με την βοήθεια των οικουμενικών επαφών και διαχριστιανικών διαλόγων.

Οι Χριστιανοί της Ευρώ­πης επιδιώκουν να την εξασφαλίσουν θεσμικά, επειδή φοβούνται το ενδεχόμενο του θρησκευτικού αποχρωματισμού της ηπείρου των, την αλλοίωσι της χριστιανι­κής της ιδιοπροσωπίας λόγω των πληθυσμιακών μετα­βολών (μετανάστευσις κ.λπ.) ή τον αποκλεισμό των χριστιανικών “διεκκλησιαστικών” οργανισμών από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων στην Ευρώπη. Ακολουθών­τας την ίδια λογική, και οι προτάσεις επισήμων Ορθοδόξων εκπροσώπων επικεντρώνονται στην ενίσχυσι μιας θεσμικής χριστιανικής παρουσίας στην Ευρώπη.

Στο κείμενο αυτό επισημαίνεται ότι η Ορθόδοξος αυ­τοσυνειδησία δεν μας επιτρέπει να παρακάμπτωμε το γεγονός ότι η Ορθοδοξία δεν ημπορεί να συναποτελή μαζί με τον Δυτικό Χριστιανισμό μία ενιαία “χριστια­νική ταυτότητα”, αλλά αντιθέτως μας υποχρεώνει να τονίσωμε ότι η Ορθοδοξία είναι η λησμονημένη από την Ευρώπη πρωτογενής της Πίστις, η οποία πρέπει κά­ποτε να αποτελέση εκ νέου την χριστιανική της ταυτό­τητα.

+++

Ζώντες στο περιβάλλον του Αγίου Όρους και στην πνευματική ατμόσφαιρα που αυτό δημιουργεί, αντι­λαμβανόμεθα ότι η Ορθόδοξος κληρονομιά μας δεν πρέπει να μετρήται με τα μέτρα του κόσμου τούτου. Τα τελευταία χρόνια γινόμεθα μάρτυρες της ευλαβείας και της βαθειάς πίστεως των προσκυνητών του Αγίου Όρους, πολλοί εκ των οποίων έρχονται με πολύ κόπο και με μεγάλα έξοδα από τις ομόδοξες χώρες της Βαλ­κανικής και από την Ρωσσία.

Στην συνείδησι όλων αυτών των ευσεβών Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και όσων εκπροσωπούν στην χώρα τους, η Ορθοδοξία δεν έχει συνήθως την έννοια, που της αποδίδουν όσοι την βλέπουν ή την αντιμετωπί­ζουν με ιδεολογικά ή κοινωνιολογικά κριτήρια, όσοι δηλαδή συνηθίζουν να βλέπουν στην καθ’ ημάς Ανατο­λή αντιδυτικά «Ορθόδοξα» τόξα παράλληλα προς τα μουσουλμανικά, ή θεωρούν την Ορθοδοξία ως εθνικι­στική δύναμι των λαών που την ασπάζονται. Όσο και αν οι Ορθόδοξοι δημιουργούμε τέτοιες εντυπώσεις, λό­γω των προσωπικών μας ατελειών ή των συλλογικών μας αστοχιών, έχουμε βαθειά ριζωμένη στην συνείδη­σί μας την πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία είναι κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, ουράνιο, ακατάλυτο: είναι το ανεκτί­μητο δώρο του αγίου Τριαδικού Θεού στον κόσμο, η «άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις πίστις» (Ιούδ. 3), την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία μας διασώζει ακέραια, χωρίς αιρετικές παραχαράξεις, και την οποία με πολ­λές θυσίες διαφυλάξαμε σε δύσκολους καιρούς, προκει­μένου να μη χάσουμε την ελπίδα της αιωνίου ζωής.

Οι Ορθόδοξοι λαοί είμαστε ηλεημένοι από τον άγιο Θεό να φέρωμε την σφραγίδα του Ορθοδόξου αγίου Βα­πτίσματος, να κοινωνούμε της αγίας Ορθοδόξου Ευχα­ριστίας, να ακολουθούμε με ταπείνωσι την δογματική διδασκαλία των αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων ως μοναδική οδό σωτηρίας, και να τηρούμε «την ενότη­τα του πνεύματος εν τω συνδέσμω της ειρήνης» (Εφ. δ’ 3). Φέρομε ομολογουμένως την παρακαταθήκη της Ορθοδόξου Πίστεως «εν οστρακίνοις σκεύεσι» (Β’ Κορ. δ’ 7), εν τούτοις όμως αυτή συνιστά Χάριτι Θεού τον λόγο «της εν ημίν ελπίδος» (Α’ Πέτρ. γ’ 15).

Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν είναι απλώς κιβω­τός της εθνικής ιστορικής μας κληρονομιάς. Πρωτίστως και κυρίως είναι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολι­κή Εκκλησία.
Για να μη χάσουν την ελπίδα της εν Χριστώ αιωνίου σωτηρίας, σε εποχές δύσκολες οι Ορθόδοξοι λαοί των Βαλκανίων διετήρησαν την Ορθόδοξο Πίστι τους με την θυσία χιλιάδων νεομαρτύρων, αντιστεκόμενοι τόσο στον εξισλαμισμό όσο και στον εξουνιτισμό(1). Γι’ αυτό η πρόσφατος, μετά την κατάρρευσι των αθεϊστικών καθεστώτων, αναζωπύρωσις της Ουνίας και η δραστηριότης των νεο-προτεσταντικών Ομολογιών μεταξύ Ορθοδόξων πληθυσμών αποτελούν σοβαρότατες προκλή­σεις για τους Ορθοδόξους. Και ως τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζωνται, επειδή για μία ακόμη φορά θέτουν υπό διακινδύνευσι την σωτηρία απλοϊκών ψυχών, «υ­πέρ ων Χριστός απέθανε» (πρβλ. Ρωμ. ιδ’ 15).

Στις δυτικές κοινωνίες εξάλλου, τις εκ παραδόσεως ρωμαιοκαθολικές και προτεσταντικές, όπου υπάρχουν και δραστηριοποιούνται Ορθόδοξες ενορίες, η Ορθό­δοξος παρουσία πρέπει να είναι σεμνή μαρτυρία περί του αυθεντικού Χριστιανισμού, τον οποίον στερήθη­καν επί αιώνες οι κοινωνίες αυτές, λόγω των παπικών και προτεσταντικών παρεκκλίσεων από την αποστο­λική Πίστη. Κάθε φορά που η νοσταλγική αναζήτησις της ανόθευτου χριστιανικής Πίστεως κορυφώνεται στην επιστροφή ετεροδόξων Χριστιανών στην αγκάλη της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, της Ορθοδόξου, εκφράζεται η ιεραποστολική φύσις της Εκκλησίας. Επιστρέφοντες οι ετερόδοξοι στην Ορθόδοξο Εκκλησία, δεν εγκαταλείπουν μία εκκλησία για να ασπασθούν μία άλλη, όπως λανθασμένα θεωρεί­ται. Στην πραγματικότητα αφήνουν ένα ανθρωποκεν­τρικό εκκλησιαστικό σχήμα και επανευρίσκουν την μία και μοναδική Εκκλησία του Χριστού, γίνονται μέλη του σώματος του Χριστού και επαναπροσανατολίζονται στην πορεία της θεώσεως.

Δυστυχώς, αντίθετη κατεύθυνση ακολουθεί ο συγκρητιστικός Οικουμενισμός, τον οποίον εκφράζουν θε­σμικά όργανα της Οικουμενικής λεγομένης Κινήσεως και φορείς του παποκεντρικού Οικουμενισμού. Επει­δή παραθεωρούν την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία και ακολουθούν την προτεσταντική «θεωρία των κλάδων» ή την νεωτέρα ρωμαιοκεντρική θεωρία των «αδελφών εκκλησιών», θεωρούν ότι η Αλήθεια της Αποστολικής Πίστεως, ή μέρος αυτής, διασώζεται σε όλες τις Χρι­στιανικές εκκλησίες και ομολογίες. Γι’ αυτό κατευθύ­νουν τις προσπάθειές τους στην πραγματοποίησι μιας ορατής ενότητος των Χριστιανών, ανεξαρτήτως βαθυτέρας ενότητος στην Πίστι.

Υπό την έννοια αυτή η οικουμενιστική “θεολογία” εξισώνει το Ορθόδοξο Βάπτισμα (τριπλή κατάδυσι) με το ρωμαιοκαθολικό ράντισμα, θεωρεί την αίρεσι του Filioque δογματικά ισοδύναμη με την Ορθόδοξο διδα­σκαλία περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ μόνον του Πατρός, μεθερμηνεύει το πρωτείο εξου­σίας του Πάπα της Ρώμης ως πρωτείο διακονίας, ονο­μάζει θεολογούμενον την Ορθόδοξο διδασκαλία περί διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό και περί ακτίστου θείας Χάριτος, κ.ά.

Πρόκειται για έναν επιπόλαιο οικουμενισμό, για τον οποίο έγραφε εύστοχα ο αείμνηστος π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργείται κάθε τόσο, από την μεγάλη επι­θυμία για ένωση, ένας εύκολος ενθουσιασμός, που πι­στεύει πως μπορεί με την συναισθηματική του θερμό­τητα να ρευστοποίηση την πραγματικότητα και να την ξαναπλάση χωρίς δυσκολία. Δημιουργείται ακόμα και μία διπλωματική συμβιβαστική νοοτροπία, που νο­μίζει πως μπορεί να συμφιλίωση με αμοιβαίες υποχω­ρήσεις δογματικές θέσεις ή γενικώτερες καταστάσεις, που κρατούν τις εκκλησίες χωρισμένες.
Οι δυο αυτοί τρόποι, με τους οποίους αντιμετωπίζεται -ή παραθεωρείται- η πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ε­λαστικότητα ή κάποια σχετικοποίηση της αξίας που α­ποδίδεται σ’ ωρισμένα άρθρα πίστεως των εκκλησιών. Η σχετικοποίηση αυτή αντικαθρεφτίζει ίσως την πο­λύ χαμηλή σημασία, που ωρισμένες χριστιανικές ομά­δες -στο σύνολό τους ή σ’ ωρισμένους από τους κύ­κλους τους- δίνουν σ’ αυτά τα άρθρα της πίστεως. Προ­τείνουν πάνω σ’ αυτά, από ενθουσιασμό ή διπλωματι­κή νοοτροπία, συναλλαγές και συμβιβασμούς, ακριβώς γιατί δεν έχουν τίποτα να χάσουν με αυτά που προ­τείνουν.
Οι συμβιβασμοί όμως αυτοί παρουσιάζουν με­γάλο κίνδυνο για Εκκλησίες, όπου τα αντίστοιχα άρ­θρα έχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμής. Για τις Εκκλησίες αυτές παρόμοιες προτάσεις συναλλαγής και συμβιβασμού ισοδυναμούν με απροκάλυπτες επιθέ­σεις»(2).

Παραλλήλως οι προτεσταντικές Ομολογίες, οι οποί­ες έχουν φθάσει μέχρις αρνήσεως θεμελιωδών δογμάτων Πίστεως (της ιστορικότητος της Αναστάσεως, της αειπαρθενίας της Θεοτόκου κ.ά.) και αποδοχής αντιευαγγελικών ηθών (γάμος ομοφυλοφίλων κ.λπ.), εξισώ­νονται στα πάνελς του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών με τις αγιώτατες Τοπικές Ορθόδοξες Εκ­κλησίες. Η θεωρία της «απομυθεύσεως», η “θεολογία” του “θανάτου του Θεού”, η χειροτονία γυναικών σε ιε­ρατικούς βαθμούς, η ιερολογία γάμου ομοφυλοφίλων, αναμφίβολα δεν αποτελούν στοιχεία της χριστιανικής μας ταυτότητος.

Ο προτεσταντισμός περιήλθε σε βαθύτατη κρίσι πί­στεως. Ο Frank Schaeffer, ο επώνυμος αμερικανός προ­τεστάντης που μετά από πολυετή και σκληρή προσω­πική αναζήτησι έγινε Ορθόδοξος, στο βιβλίο του Dancing Alone, The Quest for Orthodox Faith in the Age of False Religion, Regina Orthodox Press, Salisburg, USA (σε ελληνική μετάφρασι με τίτλο: Αναζητώντας την Ορθόδοξη Πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών (2), εκδ. Μακρυγιάννη, Κοζάνη 2004), δίνει πολλά ενδιαφέ­ροντα στοιχεία, που αποκαλύπτουν την έκπτωσι του προτεσταντισμού από την Αλήθεια της Μιας Αγίας Κα­θολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Προέκταση και αναπόφευκτη συνέπεια του διαχρι­στιανικού συγκρητισμού αποτελεί ο διαθρησκειακός συγκρητισμός, ο οποίος αναγνωρίζει δυνατότητα σω­τηρίας σε όσους ανήκουν σε μία από τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Ορθόδοξος επίσκοπος έγραψε ότι «κατά βάθος, μία εκκλησία και ένα τέμενος [τζαμί]… αποβλέ­πουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του άνθρω­που»(3). Ο διαθρησκειακός συγκρητισμός δεν διστάζει ακόμη να αναγνωρίση σωτηριώδεις οδούς σε όλες τις θρησκείες του κόσμου(4).

Προ ολίγων ετών καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών έγραψε ότι ημπορεί να ανάψει κερί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, όπως και μπροστά στο άγαλμα μιας από τις θεές του Ινδουι­σμού.

Ορθόδοξοι επίσκοποι, κληρικοί και θεολόγοι έχουν δυστυχώς επηρεασθή από την συγκρητιστική αυτή νο­οτροπία. Με τις θεολογικές τους απόψεις, τις οποίες οι εκκοσμικευμένοι άρχοντες και διανοούμενοι συνήθως ακούουν και αναγνωρίζουν ως Ορθόδοξες, συντελούν ώστε η νοοτροπία αυτή να υπερβή τα στενά όρια των προσωπικών τους αντιλήψεων και να αποτελέσει “γραμ­μή” με στόχους και επιδιώξεις. Σε αυτή την προοπτι­κή η αγάπη, χωρίς αναφορά στην δογματική αλήθεια, καθιερώνεται κριτήριο ενότητος των Χριστιανών, ενώ η εμμονή στις παραδοσιακές Ορθόδοξες θεολογικές θέσεις αποδοκιμάζεται ως μισαλλοδοξία και φονταμενταλισμός.
Όσον αφορά το πως η οικουμενιστική νοοτροπία οικοδομεί τον τύπο μιας κατ’ επίφασιν χριστιανικής ταυτότητος της Ευρώπης, είναι χαρακτηριστικές οι «δεσμεύσεις» των εκπροσώπων των χριστιανικών εκκλη­σιών που υπέγραψαν την Οικουμενική Χάρτα στις 22 Απριλίου 2001(5).

Άγιον Όρος, 24 Μαρτίου 2006

πηγή,  πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ξερίζωμα των Παθών

Με καθημερινή προσπάθεια και κοντά στην Εκκλησία , επιζητάμε μέσω του αγώνα μας, τη Χάρη του Κυρίου μας για να συνειδητοποιήσουμε καταρχήν κ...