Απόσπασμα:
«Ο
πρώτος κίνδυνος είναι ο υπερβάλλον ζήλος.
Ζήλος ου κατ' επίγνωσιν[i]. Η διάθεση να διορθώσουμε όλα τα κατά τη γνώμη μας
κακώς κείμενα στην εκκλησία.
Ο ζήλος αυτός, εάν είναι αδιάκριτος, μπορεί να οδηγήσει σε έναν
αρνητισμό και σε πλήρη πνευματικό αποπροσανατολισμό. Και, αντί να ωφελούμαστε
διακονώντας με τρόπο κενωτικό και ανιδιοτελή, όπως θα ήθελε ο Θεός, μπορεί να
εκπίπτουμε σε γκρίνια, μιζέρια αλλά και αθυμία και ακηδία μετά από ένα χρονικό
διάστημα.
Γιατί λησμονούμε ότι Εκκλησία είναι ο Χριστός και είναι εχθές και
σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας[ii]. Δεν έχει
ανάγκη από την δική μας νεοτερική παρέμβαση.
Για να γίνει περισσότερο κατανοητό αυτό μπορούμε να αναφέρουμε ένα
παράδειγμα. Άλλο πράγμα είναι η αγάπη της ευπρέπειας του οίκου του Θεού, να
φροντίζουμε δηλαδή να είναι όλα όμορφα και καθαρά και τακτοποιημένα, και άλλο
να είμαστε συνεχώς ανικανοποίητοι από εξωτερικές ατέλειες και λεπτομέρειες, που
θέλουμε να διορθώσουμε.
Ο Θεός λατρεύεται πανταχού, με τρόπο λογικό και πνευματικό, και όχι με
τις δικές μας φουτουριστικές και κακόγουστες πολλές φορές ιδέες στα όρια του
κιτς. Ο ζήλος, λοιπόν, είναι θεμιτός και απαραίτητος και αλοίμονο αν τον χάσουμε.
Οφείλουμε, όμως, να τον διαχειριζόμαστε και να τον μετράμε με το όριο
της διάκρισης και της ταπεινής διακονίας.
Δεύτερος κίνδυνος είναι ο ανταγωνισμός.
Ο Απόστολος Παύλος μας νουθετεί˙ ζηλούτε τα χαρίσματα τα κρείττονα[iii].
Με την έννοια της εν Χριστώ χαράς και του θαυμασμού για την πνευματική
προκοπή του αδελφού μας.
Όχι με την έννοια της ζήλειας ή ενός ανταγωνισμού μεγαλύτερης ή
περισσότερης ή καλύτερης διακονίας από την πλευρά μας, που θα οδηγούσε και στην
αυτοδικαίωσή μας.
Ο Θεός θα μας ρωτήσει την εσχάτη ημέρα πως αξιοποιήσαμε εμείς τα
τάλαντα, που εμπιστεύτηκε σε εμάς, και όχι για τα τάλαντα του αδελφού μας.
Η σύγκριση, ο ανταγωνισμός, η διάθεση
πρωτειάς στην διακονία φανερώνουν κίνητρα εγωϊσμού και υπερηφανείας και
δεν ωφελούν κανέναν.
Αυτός ο ανταγωνισμός, μάλιστα, γεννά και τον επόμενο κίνδυνο
εκκλησιαστικής διακονίας, που είναι ο φθόνος.
Ο φθόνος είναι νόσος της ψυχής. Γεννιέται από την σύγκριση και
αισθήματα κατωτερότητας.
Αντί να θαυμάσουμε τον αδελφό μας και να ευχαριστήσουμε τον Θεό για τα
χαρίσματα, με τα οποία τον στόλισε, αισθανόμαστε εμείς αποτυχημένοι και
μειονεκτικά απέναντί του.
Αυτή η στάση εγκρύπτει και βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, που διαιρεί
τα χαρίσματα.
Γιατί, ενώ θα έπρεπε να ευχαριστούμε τον Θεό για όσα χάρισε σε εμάς,
εμείς στρεφόμαστε κατά κάποιο τρόπο εναντίον Του, που δεν μας χάρισε όσα έδωσε
στον αδελφό μας.
Ο φθόνος αυτός οδήγησε τον Κάιν στην αδελφοκτονία και ο πνευματικός
φθόνος, σύμφωνα με φωτισμένη ερμηνεία του π. Σωφρονίου Ζαχάρωφ, μπορεί επίσης
να οδηγήσει στην πνευματική αδελφοκτονία, στην διάθεση να κάνουμε κακό στον
αδελφό μας ή να ευχόμαστε υποσυνείδητα για αυτό.
Ο φθόνος υπερπερισσεύει στον χώρο της εκκλησίας και χρειάζεται άσκηση πνευματική και απλανής
καθοδήγηση διακριτικού ποιμένος, για να τον αντιμετωπίσουμε.
Ο επόμενος κίνδυνος αφορά το λεγόμενο προσωποπαγές
έργο. Την προσωπολατρεία. Την
συσπείρωση ανθρώπων γύρω από κάποιον κληρικό συνήθως αλλά και από κάποιον λαϊκό
σπανιότερα. Αυτό μπορεί να συμβαίνει ηθελημένα ή αθέλητα.
Ηθελημένα από ανθρώπους, που νιώθουν την ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης
αποκτώντας ακολούθους, υποτακτικούς ή οπαδούς. Και μετρώντας τους νιώθουν
επιτυχημένοι. Και καυχώνται όχι εν Χριστώ αλλά εν
τώ εαυτώ τους με αριθμούς. Στην σύναξή μου έρχονται χ άνθρωποι.
Έχω ψ συνεργάτες. Και λοιπά. Αγνοώντας ότι στην Εκκλησία του Θεού
εσμέν[iv]. Δεν ανήκουμε σε ανθρώπους αλλά στον Χριστό.
Και σε Αυτόν οφείλει να οδηγεί και να παιδαγωγεί ο ιερέας τους πιστούς
και ο κατηχητής τους μαθητές του. Όχι στον εαυτό του.
Η άλλη περίπτωση συμβαίνει, όπως είπαμε, αθέλητα. Από την μεγάλη αγάπη
του κόσμου, από διάθεση ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης ή ακόμα και λόγω
ψυχολογικών κινήτρων από ανθρώπους ανασφαλείς, που θέλουν να στηριχτούν σε
κάποιον άνθρωπο, μπορεί να καλλιεργείται αυτή η προσωπολατρεία. Και να λένε˙
εγώ είμαι του πάτερ τάδε.
Ο δικός μου γέροντας είναι ο καλύτερος. Και να επικαλούνται το όνομά
του εκατό φορές ενώ του Χριστού καμία. Αυτές τις τάσεις οφείλει ο διακριτικός
ιερέας να τις ελέγξει και μάλιστα αυστηρά.
Διαφορετικά, τις εκτρέφει. Να μην ανέχεται
τέτοιου είδους λόγια και υπερβολές ή εκφράσεις συναισθηματισμού αταίριαστες σε
σχέσεις πνευματικές.
Θα τολμούσαμε να πούμε ότι το προσωποπαγές έργο είναι πληγή στο Σώμα
του Χριστού. Διαταράσσει την ενότητα της Εκκλησίας αλλά δημιουργεί και σοβαρά
προβλήματα στους ίδιους τους υποτακτικούς.
Όταν φύγει από τη ζωή το πρόσωπο αυτό, νιώθουν ότι χάνουν τα πάντα. Εάν
τους σκανδαλίσει με σοβαρό παράπτωμα, χάνουν την πίστη τους.
Εάν είναι ο πνευματικός τους, μετά δεν μπορούν να εμπιστευτούν άλλον
πνευματικό. Επειδή ακριβώς εκκλησία για αυτούς δεν είναι ο Χριστός αλλά την
έχουν περιορίσει σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Και, ασφαλώς, αυτή η στάση ζωής
συνιστά ένα σοβαρό και επικίνδυνο ολίσθημα πνευματικό.
Ο τελευταίος κίνδυνος, που θα αναφέρουμε είναι η
επίδειξη. Η επίδειξη εμπεριέχει λίγο από όλα τα παραπάνω.
Ο Χριστός μας δίδαξε να κινούμαστε αθόρυβα και ταπεινά.
Χωρίς τυμπανοκρουσίες και διαφήμιση του έργου μας.
Στην εποχή μας, ωστόσο, λίγο πολύ όλοι διολισθήσαμε στην προβολή της
διακονίας μας. Ιδιαίτερα με το εργαλείο της
τεχνολογίας μόλις κάνουμε κάτι αμέσως το αναρτούμε και στο διαδίκτυο.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει κάποιες φορές καύχηση εν Χριστώ αλλά
συνήθως σημαίνει μία υπερήφανη διάθεση αυτοπροβολής και αναγνώρισης του έργου
μας.
Ένα έργο, το οποίο πολλές φορές δεν είναι καν εκκλησιαστικό. Ένα έργο
θα λέγαμε σχεδόν σοσιαλιστικό ως προς τη θεωρητική του βάση, που από πάρεργο
γίνεται έργο.
Εκδρομές, παιχνίδια, θέατρα, συναυλίες, φροντιστήρια, συσσίτια,
τράπεζες ρουχισμού, πρωταθλήματα, πνευματικά κέντρα, χορευτικά και λοιπά πολλά.
Τα οποία, βέβαια, ίσως είναι καλά και ευλογημένα αλλά δεν είναι και δεν
πρέπει να γίνονται σε καμία περίπτωση αυτοσκοπός. Δεν μπορούν να υποκαταστήσουν
την Ευχαριστία! Δεν μπορούν να προτάσσονται της κατήχησης.
Όλους αυτούς τους κινδύνους, ως προβληματισμούς ταπεινά
κατατεθειμένους, είναι καλό να τους προσέχουμε και να τους αναλογιζόμαστε.
Με ευχαριστία στον Θεό για τα τάλαντα, που μας εμπιστεύτηκε, με χαρά
για τα τάλαντα του αδελφού μας, με αγώνα καλλιέργειας και πολλαπλασιασμού τους
και με διάθεση ταπεινού αντιχαρίσματος στην εκκλησία του Χριστού και τον
πλησίον.
Αυτή η εκκλησιαστική διακονία είναι και στον Θεό ευάρεστη και στους
ανθρώπους ευλογημένη.
π. Γεώργιος Οικονόμου, Δρ. Θεολογίας
Σημειώσεις:
[i] Ρωμ. 10, 2
[ii] Εβρ. 13,8
[iii] Α΄ Κορ. 12, 31
[iv] Ρωμ. 14,8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου