– Ὁ ἄνθρωπος, Γέροντα, ποὺ ἔχει φιλότιμο, ἔχει πάντα
καὶ αὐταπάρνηση;
– Ἂν εἶναι καθαρὸ τὸ φιλότιμο ποὺ ἔχει, ἔχει αὐταπάρνηση. Ὅσο βγάζει ὁ ἄνθρωπος
τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀγάπη του, τόσο περισσότερο φιλότιμο ἀποκτάει. Ὅπου ὑπάρχει
φιλαυτία, δὲν ὑπάρχει φιλότιμο, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς τοῦ φιλότιμου εἶναι ἡ φιλαυτία.
– Γέροντα, παρόλο πού, ἂν χρειασθῆ, δουλεύω μὲ φιλότιμο
δώδεκα‐δεκατρεῖς ὧρες, ἀντιδρῶ, ἂν μοῦ ζητηθῆ νὰ κάνω κάτι ἄλλο ποὺ δὲν τὸ ἔχω
προγραμματισμένο.
– Νὰ μὴν τὸ λὲς αὐτὸ φιλότιμο. Ὅποιος ἔχει φιλότιμο δὲν ἀντιδρᾶ, ὅταν
τοῦ ζητοῦν βοήθεια, οὔτε λέει πόσο δουλεύει. Στὸ Κοινόβιο ποὺ ἤμουν, ὅποιος ἔκανε
τὴν πιὸ πολλὴ δουλειὰ κρυβόταν. Μάζευε ἕνας ἀδελφὸς δυὸ τσουβάλια ἐλιὲς καὶ ἔλεγε
ὅτι μάζεψε ἕνα καλαθάκι καὶ ὅτι ὁ ἄλλος μάζεψε πολλὰ τσουβάλια. Αὐτὸ εἶναι ἀγάπη.
Ἐδῶ ρωτᾶς: «Ποιά ἀδελφὴ μάζεψε τὶς ἐλιές;». «Ἐγώ», σοῦ λέει ἡ ἄλλη. Ἔ, καλύτερα
νὰ μὴν τὶς μάζευε. Ἂν ξεκινήσατε γιὰ τὸν Μοναχισμό, γιὰ νὰ πάρετε ἐπαίνους, κρίμα
στὰ ναῦλα σας.
– Γέροντα, ὅταν βλέπω νὰ ἔχουμε πολλὴ δουλειά, ἐμένα μὲ
πιάνει πανικὸς καὶ ζορίζομαι.
– Ἐγώ, ἂν ἤμουν στὴν θέση σου, θὰ ζόριζα τὸν ἑαυτό μου νὰ βγάλω καὶ τὴν
δουλειὰ τῆς ἄλλης. Ὅταν μάθαινα μαραγκός, τὸ ἀφεντικὸ εἶχε πάρει καὶ ἕνα ἄλλο
παιδὶ γιὰ βοηθὸ ποὺ ἦταν μεγαλύτερο ἀπὸ μένα καὶ πιὸ γεμάτο, ἀλλὰ ἦταν τεμπέλικο.
Μᾶς ἔδινε δουλειὰ τὸ ἀφεντικὸ καὶ ἐκεῖνο καθόταν. «Τί; ἐγὼ θὰ κάνω πλούσιο τὸν
μάστορα;», ἔλεγε καὶ δὲν ἔκανε τίποτε! «Βρέ, κοίταξε, τοῦ ἔλεγα, ἂν θέλης νὰ μάθης
τὴν τέχνη, δούλεψε!». Τίποτε ἐκεῖνο! Ὁπότε ἔβγαζα καὶ τὴν δική του τὴν δουλειά.
«Τοὐλάχιστον, τοῦ ἔλεγα, κάθησε ἐπάνω στὸν πάγκο νὰ πατᾶς τὰ σανίδια, κι ἐγὼ νὰ
τὰ σχίζω, γιατὶ εἶναι χασομέρι νὰ τὰ σφίγγω καὶ νὰ τὰ ξεσφίγγω μὲ τὸν σφιγκτήρα».
Μποροῦσα νὰ πῶ: «Ἔβγαλα τὴν δουλειά μου, εἶμαι ἐντάξει» καὶ νὰ ᾿ρθῆ τὸ ἀφεντικὸ
νὰ τοῦ πῆ: «Τί ἔκανες ἐσύ; Πῶς αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ σένα ἔβγαλε
τόση δουλειά;». Ἂν τὸν μάλωνε, δὲν θὰ στενοχωριόμουν; Νὰ καμάρωνα ποὺ θὰ ἔπαιρνα
ἐγὼ ἕναν ἔπαινο καὶ ἐκεῖνος ἕνα μάλωμα; αὐτὸ ἐμένα θὰ μὲ βοηθοῦσε; Καὶ τελικὰ ἀδίκησε
τὸν ἑαυτό του, γιατὶ δὲν ἔμαθε τὴν τέχνη καὶ μετὰ δούλευε μὲ τὸν κασμᾶ. Ὁ φιλότιμος
ἄνθρωπος, ὅπου κι ἂν βρεθῆ, θὰ κάνη προκοπή, γιατὶ θὰ ἐργασθῆ φιλότιμα. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος
ποὺ δὲν καλλιεργεῖ τὸ φιλότιμο ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ὅ,τι κι ἂν κάνη, ἀνεπρόκοπος
θὰ εἶναι.
Βλέπαμε παλιὰ τὰ καημένα τὰ ζῶα, καὶ τὰ βόδια καὶ τὰ ἄλογα, ὅταν στὸ
ζευγάρι τὸ ἕνα ἦταν φιλότιμο καὶ τὸ ἄλλο δὲν τραβοῦσε, ζοριζόταν τὸ φιλότιμο καὶ
ἔσερνε καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ τελικὰ ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶχε φιλότιμο κατέληγε στὸν χασάπη.
Ἕνα βουβάλι ξέρετε πόσο τὸ εἶχα πονέσει! Ζεύαμε τρία ζῶα μαζί, κι ἐκεῖνο τὸ
καημένο, παρόλο ποὺ δὲν ἦταν καὶ τόσο δυνατό, ζοριζόταν νὰ προχωρήση καὶ τραβοῦσε
καὶ τὰ ἄλλα δύο. Ὅσο ζοριζόταν, τόσο γινόταν μούσκεμα στὸν ἱδρώτα. Ἂν μᾶς
παρουσιάση κανένα τέτοιο ζῶο ὁ Χριστὸς μεθαύριο καὶ μᾶς πῆ: «δῆτε αὐτό, σβάρνιζε
καὶ τὰ ἄλλα δύο· ἐσεῖς τί κάνατε;», τί θὰ ποῦμε; Ἂχ μωρέ, πάρτε το στὰ ζεστά! Ἡ
πνευματικὴ ζωὴ εἶναι λεβεντιά. Σᾶς δίνονται τόσες δυνατότητες!
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου