«Λοιπόν,
ποιά Ελλάδα και ποιόν λαό θα «συγχρονίσετε», αφού η Ελλάδα είναι ολοζώντανη κι
ο λαός της είναι αείζωος; Θα ζωντανέψετε εσείς τη ζωή, εσείς οι πεθαμένοι και
θαμμένοι; Θαρρείτε, πως με τις υστερικές φωνές και με τις θεατρικές
σκηνοθεσίες φανερώνεται η ζωή; Μα, ίσια-ίσια, εκεί που παίρνει τη θέση τής
ζωής η νεκρή και ψεύτικη απομίμησή της, δηλαδή το είδωλό της, με άλλα λόγια
κάποια φτιαχτή σκηνοθεσία τής ζωής, εκεί βέβαια δεν υπάρχει αληθινά η Ζωή. Να,
αυτή η άψυχη σκηνοθεσία, αυτή είναι η «εξέλιξη» κι ο «συγχρονισμός» σας. Αυτός
είναι ο θάνατος της ψυχής, γιατί η ψευτιά είναι θάνατος κ’ η ζωή αλήθεια.
Γι’ αυτό κ’ εσείς, με όλες τις φωνές που βάζετε, και μ’ όλες τις δραστηριότητες, και με όλα τα υστερικά ξετινάγματα, έχετε απάνω σας τη μπόχα του θανάτου.
Κι αντί να πάτε κοντά στον λαό,
που είναι πηγή ζωής, για να πάρετε λίγη ζωή κι αλήθεια, εσείς θέλετε να τον
κάνετε ζωντανόν, εκείνον΄ εσείς οι πεθαμένοι να ζωντανέψετε τη ζωή, οι ψεύτες να φανερώσετε την αλήθεια, οι
βρουκολάκοι να δώσετε δύναμη και νεύρα στον αντρειωμένον! Όποιος δεν ζει
σύμφωνα με το φυσικό του φτιάξιμο και με τα φυσικά κτίσματα που υπάρχουνε γύρω
του, αυτός δεν έχει αληθινή ζωή μέσα του, ούτε φυσική ούτε πνευματική.
Όπως ζούνε οι Έλληνες σήμερα, δεν είναι η αληθινή ζωή τους. Το
νοιώθουνε κ’ οι ίδιοι, κι ας μην το λένε. Λαχταράνε
να βρούνε τον εαυτό τους που τον έχουν χαμένον (εκτός από κάποιους, που
θαρρούνε πως ζωή είναι μοναχά το φαγοπότι και το «κομφόρ», δίχως κανέναν
βαθύν πόθο, χωρίς κανέναν καϋμό). Και κείνος, ακόμα, που δεν έχει συναίσθηση τι
είναι αληθινό, έρχεται στιγμή που καταλαβαίνει, πως η ζωή του είναι ψεύτικη,
πως δεν έχει κανέναν αληθινό δεσμό ούτε με τον τόπο του, ούτε με τους προγόνους
του, ούτε με τις ντόπιες συνήθειες που βγήκανε από την αγάπη κι από τον πόνο,
και πως είναι ορφανός και ξένος μέσα στον ίδιο τον τόπο του, σαν τον άσωτο
γυιο, και πως, με όλο που θαρρεί πως τρώγει καλά και νόστιμα φαγητά, στ’
αληθινά μασά ξυλοκέρατα, φερμένα από ξένους τόπους, οπού είναι αλλοιώτικοι από
τον δικό μας.
Πολλοί λένε πως είμαι ένας φανατικός, ένας ζηλωτής που βρίσκεται
«εκτός της πραγματικότητος», ένας μονομανής, που θέλει κάποια πράγματα που δεν
γίνουνται και που τα παρακάνει και τα παραλέγει.
Έχουνε δίκηο να λένε, πως είμαι φανατικός και ζηλωτής. Μα όποιος είναι
ζηλωτής από αγάπη για την αλήθεια, είναι συγχωρημένος. Φωνάζω και στεναχωριέμαι, γιατί η φυλή μας χάνει τα αληθινά πράγματα
και παίρνει τα ψεύτικα, κ’ έτσι δεν χαίρεται τα τόσα πνευματικά πλούτη
που κληρονόμησε, και δεν θρέφεται από το αντρειωμένο και ζωογόνο ελληνικό γάλα,
που έθρεψε κι αγρίμια ακόμα και τά ‘κανε ανθρώπους. Αυτό το γάλα δεν είναι της
δικής μου μάνας, μα της μάνας ολονών μας, που τ’ αρνηθήκανε όσοι σας δίνουνε να
πιήτε αντί για γάλα το φαρμάκι της ψευτιάς που τη
λένε «πρόοδο», «εξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μοντερνισμό» κτλ.
Εγώ στενοχωριέμαι για σας, όχι για μένα, γιατί εγώ έχω αυτό που δεν
έχετε, μα αυτό δεν είναι δικό μου μοναχά, αλλά δικό μας. Και γιατί, τάχα, θα
υπόφερνα, αν δεν αγαπούσα τ’ αδέλφια μου, και δεν φοβόμουνα μην χάσουνε τον
θησαυρό; Οι γενεές που έρχουνται από πίσω μας, σαν θάλασσες από το πέλαγο,
γιατί να ζήσουνε με την ψευτιά και να μην ζήσουνε αληθινά, γιατί να είναι
πεθαμένοι-ζωντανοί, αφού η ζωή με την ψευτιά δεν συνταιριάζουνται;
Λένε πως τα παραλέγω. Μακάρι να τα παράλεγα κι ας έβγαινα γελασμένος.
Μα βλέπω καθαρά, πως μέρα με τη μέρα το πνευματικό
αίμα φεύγει από την όψη της φυλής μας, το βλέπω και πικραίνουμαι, όπως
βλέπει η μάνα το παιδί της που μαραζώνει. Τί παρακάνω και τί παραλέγω; Δεν
βλέπετε πως παραπατάμε, σαν ζαλισμένοι, και δεν ξέρουμε που πάμε; Η ξενομανία μάς έδερνε πάντα, αφού κι ο Παυσανίας
γράφει: «Έλληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ’ αλλότρια ή τα οικεία».
Μα τώρα σαν να χάσαμε ολότελα τα φρένα μας, λες κ’ ήπιαμε
το Τρελλό Νερό, που λέγει ένας μύθος
ανατολίτικος, και λέμε το ψεύτικο αληθινό, το νόστιμο άνοστο, το μαύρο άσπρο.
Και με όλο που πάθαμε αυτή την ξενομανιακή τρέλλα, ωστόσο, επειδή αγαπάμε τον
τόπο μας, το αίμα μας και τα δικά μας, θέλουμε να συμβιβάσουμε αυτή την αγάπη
μας με την τρέλλα μας (δηλαδή με τη ματαιοδοξία μας), και πάμε σαν το καράβι
που δεν έχει τιμόνι, μα που θέλει σώνει και καλά να ισάρει όλα τα πανιά του,
για να τσακισθεί πιο γλήγορα απάνω στις ξέρες!
Είμαστε σαν τους παλιούς Εβραίους, που αρνηθήκανε τον Θεό τους και
προσκυνούσαν τον Βάαλ, μα που φοβόντανε κιόλας μην τους παιδέψει ο Ιεχωβά, κι
ο προφήτης Ηλίας τους μάλωνε και τους έλεγε: «Έως
πότε υμείς χωλανείτε επ’ αμφοτέραις ταις ιγνύαις;» — «ως πότε θα κουτσαίνετε
πότε από τό ‘να το ποδάρι και πότε από τ’ άλλο; Αν είναι θεός ο Βάαλ,
πηγαίνετε ξοπίσω του, αν είναι ο θεός ο Ιεχωβά πηγαίνετε ξοπίσω απ’ αυτόν».
Έτσι κ’ εμείς θέλουμε να τα συμβιβάσουμε τα αταίριαστα και το χάλι μας
είναι ελεεινό. Αγαπάμε την Ελλάδα, πονάμε τον τόπο μας, δίνουμε γι’ αυτόν τη
ζωή μας, κι από την άλλη μεριά σιχαινόμαστε τα δικά μας πράγματα, τα πράγματα
της Ελλάδας, είτε φυσικά είναι είτε τεχνητά, είτε συνήθειες, είτε τραγούδια, είτε
ψαλμωδίες, είτε εικονίσματα, και θέλουμε τα ξενοφερμένα. Είμαστε, λοιπόν, στα
συγκαλά μας; Ρωτώ να μάθω.»
Φώτης
Κόντογλου
(Πηγή: «Ευλογημένο καταφύγιο», Εκδ.
ΑΚΡΙΤΑΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου