Αγαπητόν
τέκνον εν Χριστώ Ν., χαίρετε εν Κυρίω.
Έλαβα την
επιστολή σου και χάρηκα ιδιαιτέρως για τις ερωτήσεις σου και το ενδιαφέρον σου περί
νοεράς προσευχής.
Θα
προσπαθήσω να σου απαντήσω, εκ πείρας μου απ’ όσα εγεύτηκα ο ίδιος, όσα χρόνια
αξιώθηκα στην υπακοήν και καθοδήγησιν του αγίου μου Γέροντα Ιωσήφ [του
Ησυχαστή] και όσα άλλα χρόνια ασκήτευα μόνος μου, αλλά και με συνοδεία κατόπιν
μοναχών.
α) Ρωτάς αν η νερά προσευχή είναι για
όλους τους χριστιανούς ή μόνο για τους μοναχούς.
Απ’
ό, τι γράφουν οι άγιοι πατέρες, αλλά και από την πείρα ως πνευματικός, λέγομεν
ότι η νοερά προσευχή είναι για όλους τους χριστιανούς. Όχι όμως εννοώ
και για τους αιρετικούς. Ακόμα πιο χειρότερα για τους αλλόθρησκους. Να εξηγήσω
και το γιατί. Ο άνθρωπος πριν βαπτιστεί, με την παράβασιν του Αδάμ έδιωξεν από
μέσα του την χάριν. Η χάρις ξανάρχεται μέσα μας με το άγιο βάπτισμα. Αλλά πως
είναι δυνατόν χωρίς Την χάριν του βαπτίσματος να βρης μέσα σου τον Θεόν;
Όμως
και η μέθοδος που μεταχειρίζονται οι αλλόθρησκοι είναι πλανεμένη.
Επέρασεν
πρόσφατα ένας δικός μας (Έλληνας) από την Γερμανία. Εζήτησε να μιλήσουμε για
την νοεράν προσευχήν. Τον εδέχτηκα.
Μου
λέει:
- Είμαι κι
εγώ πάτερ μυστικιστής, σαν κι εσάς.
- Βρε λέω˙
εσύ μυστικισμόν; Και που τον έμαθες;
- Είμαι
χρόνια τώρα στην Γερμανία. Εκεί εγνώρισα κι άλλες θρησκείες. Έχουν κι αυτοί
πολλά παρόμοια μ’ εμάς. Εκείνο που μου άρεσε πιο πολύ, αυτοσυγκεντρώνονται στην
προσευχή. Και το σπουδαίο, έρχονται σε εκστάσεις και θεωρίες, όπως τον Απ.
Παύλον.
- Βρε,
λέω, μακρυά˙ μη πιστεύεις˙ είναι πλανεμένοι.
- Όχι,
πάτερ, αφού κι εγώ ασχολήθηκα κι έχω ο ίδιος πείραν.
Όχι ότι
επείστηκα, αλλά από περιέργειαν ερώτησα:
- Για πες
μου, τι αυτοσυγκέντρωσις είναι τούτη που κάμνεις;
- Κάθομαι
κάτω με τα πόδια σταυρωτά και γυρίζω το κεφάλι στον ουρανόν. Εδώ κατάλαβα ότι
τον ίδιον Θεόν πιστεύουμεν όλος ο κόσμος. Οι Ινδουιστές παρακαλούν τον Θεόν
τους˙ οι βουδιστές το ίδιο. Εμείς μπορούμε να παρακαλούμε τον Χριστό.
- Και πως
παρακαλάτε, αν επιτρέπεται;
- Α, λέει,
εδώ είναι το μυστικό. Εσείς δεν το ξέρετε. Φαντάζεσαι με τον νου σου, ότι πετάς
μέχρι τους ουρανούς. Ότι βλέπεις αγγέλους να πετούν. Βλέπεις χρυσά παλάτια,
φώτα, λάμψιν κλπ. Και τέλος βλέπεις τον Χριστόν ολόφωτον, να κάθεται σ’ ένα
πύρινο θρόνο.
Συγκεντρώνουμε
όλη μας την προσοχή σ’ αυτά που φανταζόμαστε.
- Βρε, πλανεμένε,
του λέω˙ εσύ μ’ αυτά θα χάσης και το μυαλό σου˙ έτσι προσεύχονται;
- Ε,
στάσου να θαυμάσης, και τότε να κατηγοράς. Αφού βιάσουμε την φαντασία μας όσο
μπορούμε, ωπ˙ βγαίνουμε απ’ αυτήν τη σφαίρα. Κατόπιν, αυτά όλα που
φανταζόμασταν, τώρα τα βλέπουμε. Ξέρεις τι θα πη να βλέπης τον Χριστόν, τους
αγγέλους, τους αγίους και πολλά άλλα θαυμαστά!
Του
λέω:
- Θέλεις
παιδί μου να με ακούσης; Παράτα τα όλα αυτά, για να μην χάσης και το μυαλό
σου. Εμείς
για να βρούμε τον Χριστό μέσα μας, κλείνομεν όλες τες πόρτες της φαντασίας. Με
την φαντασίαν ανοίγεις όλες τις πόρτες του σατανά. Διαβάζεις Αγίαν
Γραφήν; Πιστεύεις ότι έχει εξουσίαν να παρουσιαστή σαν άγγελος φωτός ή ακόμα
και σαν αυτόν τον Χριστόν;
- Μα δεν
πιστεύεις; Σας είπα˙ εμείς βλέπουμε τον Χριστό με τα μάτια. Όχι στον ύπνον.
Ακόμα και τον Βούδα μια φορά είδα. Είναι μεγάλος, αλλά όχι σαν τον
Χριστό.
Τον
λυπήθηκα˙ του λέω:
- Ρε παιδί
μου, κρίμα˙ σε κοροϊδεύει ο σατανάς. Θα χάσης και την πίστι σου.
- Όχι, όχι
, πάτερ δεν σε πιστεύω. Δεν συμφωνούμε.
Έφυγε και
ακόμα μονολογούσε: «Όχι, δεν συμφωνώ. Ο Θεός δεν είναι μονοπώλιο στους
καλογήρους», και άλλα. Ακούεις τέκνον πόσες πλάνες και πόσοι κίνδυνοι
υπάρχουν;
Λοιπόν,
αγαπητέ, λέγομεν ότι ο Χριστιανός όταν βαπτιστεί βάζει μέσα του την θείαν
χάριν˙ βάζει μέσα του τον Χριστόν. Όμως με την αμαρτίαν, τον διώχνει πάλιν έξω.
Χριστός και αμαρτία πράματα αντίθετα.
Γι’
αυτό είναι αδύνατο να βρούμε μέσα μας τον Θεόν, όσον στέκει μπροστά σαν
τοίχος η αμαρτία. Όμως, ευτυχώς, η Εκκλησία έχει το κατάλληλο φάρμακο, για
να πέση αυτός ο τοίχος. Αυτό είναι μετάνοια και εξομολόγησις.
Έρχονται
πολλοί και ενδιαφέρονται για νοεράν προσευχήν. Εμείς πρώτα λέγομεν:
«Εξομολογήθηκες καμιάν φοράν; Κοινωνάς; Ζεις χριστιανικά;», κλπ. Αν πη ναι,
τότε προχωρούμε. Αν όχι, μη χάνουμε λόγια άδικα.
Πρώτα,
λοιπόν, τέκνον, βάζομεν αρχήν με την μετάνοιαν και την εξομολόγησιν. Κατόπιν
ακολουθούμεν την συμβουλήν ενός κατάλληλου δασκάλου της νοεράς προσευχής.
Τώρα, για
την ερώτησι, αν μπορούν οι κοσμικοί να λένε νοεράν προσευχήν, λέγομεν ότι:
Μπορούν να λένε την ευχήν, ασχέτως πόσο θα προοδέψουν. Έχουμεν εξαιρέσεις
κοσμικών, που προχώρησαν πιο πολύ από εμάς τους μοναχούς. Όμως αυτές είναι
εξαιρέσεις.
Άλλωστε, αν ήταν εύκολο μέσα στον κόσμο, δεν ήταν ανάγκη να βγούμε
στα μοναστήρια και στα βουνά. Στο ευαγγέλιο λέει ο Χριστός στην Μάρθαν:
«Μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά».
Οι κοσμικοί είναι όπως η Μάρθα. Όσοι ζουν χριστιανικά, υπηρετούν
τον Χριστόν, αλλά πιο πολύ στα υλικά. Ο γνήσιος μοναχός , είναι όπως η Μαρία,
που κάθεται στα πόδια του. Απολαμβάνει την δόξαν του. Γίνεται φίλος με τον
Χριστόν, όπως ο Λάζαρος, και σαν φίλος έχει και τα μέσα. Έχει θάρρος να ζητήση
ό,τι θέλει.
Έχουμεν όμως και περιπτώσεις κοσμικών, που μοιάζουν πιο πολύ με
την Μαρίαν, αλλά και μοναχούς που δεν μοιάζουν ούτε και της Μάρθας.
Εξομολογώ
ανδρόγυνο από την Θεσσαλονίκη . Έχουν τέτοιαν ακρίβειαν που τους εθαύμασα. Το
σπίτι τους μοιάζει σαν μοναστήρι. Η γυναίκα όλο στο σπίτι. Βγαίνει έξω, μόνο
για ψώνια και ό,τι άλλο απαραίτητο. Έχουν τρία παιδιά. Μόλις φύγουν τα παιδιά
στο σχολείο και ο άνδρας για δουλειά, κάθεται μια-δυό ώρες και λέγει ευχήν. Κατόπιν
σηκώνεται. Αρχίζει δουλειές του σπιτιού και εν τω μεταξύ η ευχή, σαν μηχανή,
δουλεύει ασταμάτητα, πότε με το στόμα, πότε με τον νουν.
Ο άνδρας,
μόλις γυρίσει από την δουλειάν, αμέσως θ’ αλλάξη και θα πάη για προσευχή και
μελέτη.
Αυτήν την
τάξιν, εσυνήθισαν και τα παιδιά τους. Άκου τι έγραφε τις προάλλες η μάνα: «Τα
παιδιά μας έμαθαν να λένε την ευχήν και στο σχολείο. Όταν γυρίζουν από το
σχολείο, εγώ έχω τελειωμένες και τις δουλειές και το φαγητό. Κάθομαι ξανά στο
προσευχητάρι.
Τα παιδιά
με περιέργεια: «Τι κάνεις εκεί μαμά;». «Προσεύχομαι στον Χριστούλη για να μας
φυλάει». «Μαμά, μπορούμε κι εμείς να προσευχόμαστε μαζί σου;». «Βεβαίως, παιδιά
μου. Ο Χριστούλης σας αγαπά και θέλει να μιλάτε μαζί του». Έτσι λοιπόν, κάναμε
συνήθεια και το μεσημέρι προσευχόμαστε όλοι μαζί δεκαπέντε-είκοσι λεπτά και
ύστερα τρώμε.
Όταν το
βράδυ γυρίσει και ο μπαμπάς, καθόμαστε όλοι μαζί. Άλλοτε διαβάζουμε μαζί βιβλία
της εκκλησίας, άλλοτε τους διηγούμαι ιστορίες από κανένα βιβλίο που
διάβασα.
Κάποτε μας
τυχαίνει κανένας ξένος και μας χαλά λίγο την σειρά˙ ωστόσο οι πιο πολλοί, μας
έμαθαν και είτε έρχονται για ν’ ακούσουν καμιά ωφέλιμη κουβέντα, είτε πάνε σε
άλλους φίλους τους, που ταιριάζουν στα φρονήματα.
Την νύχτα,
όσος χρόνος περισσέψει, τον χρησιμοποιούμε για προσευχή και μελέτην.
Την
Κυριακή, όλοι οικογενειακώς θα εκκλησιαστούμε και θα κοινωνήσουμε. Με την χάριν
του Κυρίου και τα παιδιά μας, προσαρμόστηκαν και μας ακολουθούν χωρίς
προβλήματα. Παρ’ όλον ότι οι φίλοι τους στο σχολείο δεν νηστεύουν, όμως ευτυχώς
δεν παρασύρονται».
Τελειώνοντας,
γράφει αυτή η χαριτωμένη γυναίκα:
«Κατ’
αυτόν τον τρόπον κυλά η ζωή μας. Αν και έχουμε πολλούς πειρασμούς από τον
φθόνον του εχθρού, όμως αισθανόμαστε ότι στο σπίτι μας βασιλεύει ο Χριστός και
είμαστε πολύ χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι».
Να,
τέκνον, ένα παράδειγμα από μέσα στον κόσμον, για να εννοήσης, ότι ο Θεός δεν
είναι προσωπολήπτης. Δίνει την χάριν του παντού. Όμως για να φθάση ένας σε
μεγάλα μέτρα, είναι πολύ δύσκολο μέσα στον κόσμον…
Εσύ ζης μέσα στον κόσμο. Στο σπίτι, στην υπηρεσία σου, να είσαι
συνεπής και τυπικός με όλους. Απόφευγε όσους μπορούν να σε βλάψουν. Πρόσεχε
μόνο μη δείχνης μπροστά τους ιδιαίτερη φιλία με άλλους. Θα το προσέξουν και θα
βρης τον μπελά σου.
Γράφει,
ότι μέσα σου αισθάνεσαι κάποτε ένα πόνο στο στήθος, που σου φέρνει στενοχώριαν
και πνιγμό. Αυτό, παιδί μου, να το προσέξης πολύ. Άλος πόνος είναι από την
δίψαν της προσευχής. Άλος προέρχεται από κάποιο δικαίωμα και από
ακαταστασίαν.
Επρόσεξες
αν καμμιά φορά αργήσης να φας, πως η κοιλιά σου διαμαρτύρεται και πονά; Το ίδιο
και η ψυχή, για όσους την συνήθισαν στην πνευματικήν τροφήν. Εγώ, αυτό το
παθαίνω πολύ συχνά. Αν τύχουν μέριμνες και αναποδιές και δεν συγκεντρωθώ στην
κανονική μου ώρα στην προσευχή, η καρδιά μου αισθάνεται τόσον πόνον, τόση δίψα,
ώστε να υποφέρω χωρίς να με πειράξη κανένας. Αναγκαστικά τρέχω στο δωμάτιο.
Σκύβω το κεφάλι στην καρδιά˙ ακριβώς εκεί που πονά. Κρατώ την αναπνοή μου όσον
αντέχω, λέγοντας λαίμαργα συνέχεια την ευχή. Και 100 και 200 φορές μπορώ να πω
σε μιαν εισπνοή…
…Είπαμεν
όμως, ότι έχουμε και ένα άλλο είδος πόνου. Αυτό είναι της ακαταστασίας και του
πειρασμού. Θα το προσέξης αυτό, αν σου τύχει από απροσεξίαν ή και δαιμονικήν
συνέργειαν, να στεναχωρέσης κάποιον αδελφόν. Μόλις αυτός μέσα του τα βάζει μαζί
σου, αμέσως μέσα στο στήθος σου αισθάνεσαι έναν πόνο ανακατεμένο με σύγχυση και
ταραχή. Αν έχεις άδικο τρέξε αμέσως, βάλε μετάνοια, ζήτα συγνώμη. Μαλάκωσε του
άλλου την καρδιά, αν θέλης να μαλακώση ο Θεός και την δική σου.
Κάποτε ενώ
έχουμε και το δίκαιο με το μέρος μας, ο άλλος νομίζει ότι φταίμε. Ακόμα και σ’
αυτήν την περίπτωσι, συμμετέχουμε από την δαιμονικήν ακαταστασίαν του άλλου.
Και πάλι θα βάλουμε μετάνοια. Θέλουμε δεν θέλουμε, θα πάρουμε πάνω μας το
σφάλμα, αν θέλουμε να γαληνέψη η ψυχή μας. Ο Θεός φυλάξη μην τύχη κανένας
δαιμονισμένος να τα βάλη μαζί μας. Εκεί πρέπει να είσαι πολύ δυνατός να τα
βγάλης πέρα…
… Ύστερα
απ’ όσα σου έγραψα γι’ αυτό το θέμα, εξέτασε μόνος σου τον εαυτό σου και θα
βρης από που προέρχεται κάθε πόνος μέσα σου. Μόνο πρόσεχε. Να κλείεσαι όσο
μπορείς στον εαυτό σου, για να μη δίνης δικαίωμα σε κανέναν.
Ερωτάς γιατί εγώ συστήνω να λέγης όρθια την ευχήν, ενώ γράφει στα
πατερικά, ότι καλύτερα γίνεται συγκέντρωσις καθιστά σ’ ένα σκαμνάκι.
Το
σκαμνάκι καλό είναι˙ όμως δεν είναι για σένα. Ούτε και για μένα ακόμα που
κοντεύω να γεράσω. Παρατηρώ, όταν
κάμνω όρθιος προσευχή, η ευχή τρέχει γρήγορα και καθαρά. Φέρνει κατάνυξι,
δάκρυα, θεωρία και άλλα που δεν μπορείς τώρα να καταλάβης.
Πολλές
φορές, τόση ευωδία βγαίνει από το στήθος, όπου και το κελλί ακόμα μοσχοβολάει.
Το ίδιο συμβαίνει και στον Γέροντα Αρσένιον [συνασκητή του γ. Ιωσήφ του
Ησυχαστή]. Είδες αυτό το Γεροντάκι; Να ‘ξερες τι χάριν έχει! Πολλές φορές σε
τέτοιαν ηλικίαν, τόσο μεγάλη γλυκύτητα αισθάνεται σαν προσεύχεται και τόσην
ευωδίαν, ώστε ξεχνιέται όρθιος ώρες ολόκληρες. Το αντίθετο συμβαίνει με τον π.
Πρόδρομο. Ας είναι νέος, όταν κουραστή από την ορθοστασία, θολώνει το μυαλό
του…
…Γράφεις,
ότι λέγεις την ευχήν κάμποσην ώραν προφορικά. Όμως σου συμβαίνει κάτι σαν
ενδοστρέφεια. Σε τραβά να κλείσης το στόμα, να λέγης μέσα σου με τον
νουν. Αυτό είναι σημάδι μικρής προόδου. Όταν φωνάξουμε πολλήν ώραν με
το στόμα, βάζοντας βία για να κατανοήσωμεν τα λεγόμενα, σιγά-σιγά μπαίνει η
ευχή στην καρδιά˙ έρχεται αυτή η ενδοστρέφεια˙ πνίγεται ο λαιμός˙ δεν μπορεί να
μιλήση το στόμα. Εν τω μεταξύ σφίγγουμε τον νουν˙ κρατούμε όσο αντέχουμεν την
αναπνοήν και λέμε όσο μπορούμε πιο καθαρά την ευχήν. Αν μπορούσες να κατορθώσης
την καθαράν προσευχήν και ν’ αποκτήσης εκείνα τα γλυκά δάκρυα που πηγάζουν
κατόπιν αβίαστα, τότε θα σου ‘λεγα και πάρα κάτω…
Πηγή: Ιωσήφ
Μ. Δ., «Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης - Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της
νοεράς προσευχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου