Σκηνικό γεμάτο ἀντιθέσεις
Στό Εὐαγγέλιο ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου. Μιά πραγματικότητα, πού
διαδραματίστηκε σέ ἕνα σκηνικό μέ πολλές ἀντιθέσεις.
Ὁ Χριστός βρίσκεται στό βουνό.
Οἱ ἀπόστολοι στή θάλασσα.
Ὁ Χριστός στό βουνό γιά προσευχή. Μόνος στήν ἐρημιά.
Καί οἱ ἀπόστολοι μέσα στή θάλασσα. Ὅλοι μαζί, νά παλεύουν μέ τά κύματα.
Τί φοβερή, ἀλλά τί παραστατική καί ἀληθινή εἰκόνα γιά τή ζωή μας. Ὁ Χριστός καί
ὅσοι ἔχουν καταλάβει καί καταλαβαίνουν τί εἶναι ὁ Χριστός, ἀνεβαίνουν στό
βουνό, στόν τόπο τῆς προσευχῆς, «εἰς τό ὄρος τό Ἅγιον», ὅπως λέγει ἡ Ἁγία
Γραφή. Δηλαδή συναθροίζονται στήν Ἐκκλησία γιά
νά προσευχηθοῦν.
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι παραμένουν μέσα στή θάλασσα, στή θάλασσα τῶν
περιπετειῶν τῆς ζωῆς. Τῶν παγίδων τοῦ διαβόλου, τῶν θλίψεων, τῶν δοκιμασιῶν.
Καί παλεύουν μέ τά κύματα. Μόνοι τους. Χωρίς βοήθεια. Χωρίς ἐλπίδα.
Παντοδύναμος Θεός καί σοφός διδάσκαλος
Συνεχίζει τό Εὐαγγέλιο:
Τά μεσάνυχτα, ἡ τρικυμία ἔδινε καί ἔπαιρνε. Τό καραβάκι πού ἦταν μέσα οἱ
ἀπόστολοι, μαστιζόταν ἀπό τά κύματα καί τόν ἄνεμο. Κινδύνευε νά καταποντιστεῖ ἀπό
στιγμή σέ στιγμή.
Τότε, κατέβηκε ὁ Χριστός ἀπό τό βουνό. Μπῆκε στή θάλασσα καί περπατοῦσε
πάνω στά μανιασμένα κύματα. Μποροῦσε – ἄν τό ἤθελε – νά βρεθεῖ σέ μιά στιγμή
δίπλα στούς μαθητές Του. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός. Εἶναι
καί ὁ σοφός διδάσκαλος. Θέλει νά διδάξει τούς μαθητές Του. Καί μαθητές Του ἤ
καλύτερα μαθητούδια Του, εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς.
Μήπως δέν εἴμαστε ὅλοι μας μικρά παιδάκια ἐνώπιόν Του;
Γι΄ αὐτό, ἀντί νά κάνει ὁ Κύριος ἕνα βηματάκι, ἕνα μικρό πήδημα καί νά
βρεθεῖ ἀμέσως πάνω στή βάρκα, μέ τούς τρομαγμένους μαθητές Του, περπατᾶ πάνω
στά κύματα. Πηγαίνει σιγά – σιγά κοντά τους.
Καί αὐτοί τόν βλέπουν μέσα στό σκοτάδι τῆς νύχτας, νά βαδίζει πάνω στά
κύματα…
Τί νά σκεφθοῦν; Τί συμπέρασμα νά βγάλουν; Τί νά φαντασθοῦν;
Τί μπορεῖ νά φαντασθεῖ ἕνας ἄνθρωπος μέ τό φτωχό μυαλό του, μέ τήν ὑποδουλωμένη
στούς νόμους τῆς φύσης καί τῆς ἐπιστήμης λογική του, βλέποντας ξαφνικά νά
περπατᾶ ἥσυχο καί γαλήνιο πάνω στά κύματα ἕνα ἀνθρώπινο ὄν;
Τί ἄλλο;
«Βλέπω καλά; Εἶναι τά μάτια μου γερά; Μήπως κοιμᾶμαι καί ὀνειρεύομαι; Εἶμαι
ξύπνιος; Βλέπω τήν πραγματικότητα; Πῶς εἶναι δυνατόν ἄνθρωπος νά περπατᾶ πάνω
στά νερά; Γίνεται; Τί λένε οἱ νόμοι τῆς φύσεως; Δέν ἔπρεπε νἄχει βουλιάξει; Νά
τόν ἔχει καταπιεῖ τό νερό;»
Καί βγάζει τό συμπέρασμα:
«Ξωτικό εἶναι. Ἀερικό βλέπω. Φάντασμα».
Κάπως ἔτσι σκέφτηκαν οἱ μαθητές «καί ἀπό τοῦ φόβου ἔκραξαν». Φοβήθηκαν ὅτι
ἔρχεται πάνω τους, ὄχι μόνο ἡ ἐπανάσταση τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, ἀλλά φοβεροί
ἐπισκέπτες ἀπό τά τάρταρα τοῦ Ἅδη.
«Χαθήκαμε», φώναξαν… Μιά γιά πάντα. Ἐλπίδα καμμιά. Καί ἔκραξαν… Τί ἔκραξαν;
Μήπως τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἤ ἁπλά ξεφώνιζαν γεμάτοι τρόμο;
Γιατί ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στά δύο:
Ἄλλο νά ξεφωνίζω, χωρίς νά ξέρω γιατί καί σέ ποιόν… Καί χωρίς ἐλπίδα.
Καί ἄλλο νά κραυγάζω πρός «τόν δυνάμενον σῶσαι», πρός τόν Κύριον,
γεμάτος ἐλπίδα, πίστη καί ἐμπιστοσύνη.
Κύριε, πές μιά κουβέντα καί θά γίνει
Τότε, μᾶς λέγει τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, τούς φώναξε ὁ Χριστός, ἀπό ἐκεῖ πού
βρισκόταν· μακρυά ἀκόμη:
«Μή φοβεῖσθε. Ἐγώ εἰμί». «Μή φοβόσαστε. Ἐγώ εἶμαι».
Τήν περασμένη μέρα, εἶχε κάνει ἕνα μεγάλο θαῦμα.
Εὐλόγησε πέντε ψωμιά, καί δύο ψάρια καί χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες.
Χωρίς νά ὑπολογίσουμε τίς γυναῖκες καί τά παιδιά. Καί οἱ ἀπόστολοι, εἶχαν
καταλάβει κάτι ἀπό τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Ὅτι εἶναι πάνω ἀπό τήν φύση καί τούς νόμους της.
Ὅτι δέν εἶναι δοῦλος, στοιχεῖο τῆς φύσεως, ἕνα κομμάτι τῆς φύσης. Ὅπως
εἶναι καθένας ἀπό ἐμᾶς.
Ἀλλά εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Ἀφέντης, ὁ δημιουργός τῆς φύσεως, πού στό θέλημά
Του ὑποτάσσονται τά πάντα. Καί ὅπως μιά φορά «εἶπε καί ἐγενήθησαν». Εἶπε καί ἔγιναν,
οὐρανός, γῆ καί ἄστρα, ἔτσι αὐτή τήν φορά, μόνο πού τό εἶπε, ἔγινε χωρίς νά ὑπάρχει,
πολύ ψωμί. Καί ἔφαγαν ἴσως δεκαπέντε χιλιάδες ἤ καί περισσότερος ἀκόμη κόσμος.
Μέ αὐτά στή σκέψη τους οἱ μαθητές, μόλις τόν εἶδαν καί ἄκουσαν τά λόγια
Του, «μή φοβεῖσθε. Ἐγώ εἰμι», γέμισαν γαλήνη καί παρηγορία. Καί ὁ Πέτρος τοῦ
φώναξε: «Κύριε, ἄν εἶσαι σύ, πέσ’ νά ρθῶ καί γώ κοντά Σου, περπατώντας πάνω στά
κύματα, πάνω στό νερο. Πές μιά κουβέντα καί θά γίνει».
Αὐτό εἶναι ἡ πίστη! Νά ξέρομε πῶς ἅμα πεῖ ὁ Χριστός μιά κουβέντα, ἕνα
λόγο γίνονται τά πιό ἀπίθανα. Τά ἀφάνταστα. Τά ἀσύλληπτα. Ὁ Πέτρος τό εἶχε
καταλάβει καλά. Γι’ αὐτό τοῦ εἶπε: «Πές μιά κουβέντα. Καί ἐγώ περπατῶ πάνω στά
κύματα».
Τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «ἐλθέ».
Ἀμέσως, κατέβηκε ὁ Πέτρος ἀπό τήν βάρκα καί κατευθύνθηκε πρός τόν
Χριστό, περπατώντας πάνω στά κύματα. Γιατί; Γιατί ὁ Χριστός θέλει νά μᾶς
δείξει, ὅτι ἐκεῖνος πού ζεῖ κοντά Του, μέ τόν
Χριστό, «ἐν Χριστῷ», ξέρει καί ξεπερνάει τά κύματα καί τήν θάλασσα τῶν πειρασμῶν,
τῶν θλίψεων καί τῶν δοκιμασιῶν χωρίς νά καταποντίζεται.
Καί αὐτή τήν ἀλήθεια, μᾶς τήν δίδαξε, ὄχι μέ λόγια, ἀλλά μέ ἔργα, μέ ἕνα
θαῦμα.
Ἀλλά ἐνῶ ὁ Πέτρος περπατοῦσε πάνω στήν ἄβυσσο, τά κύματα καί ἡ τρικυμία
δέν εἶχαν σταματήσει. Βλέποντας λοιπόν ὁ ἀπόστολος, ὅτι ἔχει ἀκόμη ἀρκετό δρόμο
μέχρι τόν Χριστό, γιά μιά στιγμή, ξέχασε τί εἶχε δεῖ καί τί εἶχε ζητήσει. Τό
μάτι του καί τό μυαλό του, γέμισαν μόνο μέ ὅσα ἔβλεπαν ἐκείνη τήν στιγμή:
-Ἡ βάρκα νά ἀνεβοκατεβαίνει.
-Τά κύματα μεγαλύτερα ἀπό τό ἀνάστημά του νά φουσκώνουν, ἕτοιμα νά τόν
καταπιοῦν. Καί ἔχασε τήν ἐμπιστοσύνη του στόν Χριστό.
Ἔκανε τήν σκέψη: «πῶς τήν πάτησα καί κατέβηκα σέ τέτοια θάλασσα. Καλά ἤμουν
μέσα στό καράβι». Μέ τό πού τό σκέφθηκε, ἔπαψε νά εἶναι δεμένος καί ἑνωμένος μέ
τόν Χριστό, μέ τήν πίστη. Καί ἄρχισε νά βουλιάζει.
Ἀπιστία. Τό χειρότερο ναυάγιο
Ἡ λάμπα, ὅσο εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν γεννήτρια, φωτίζει. Ὅταν ὅμως
διακοπεῖ ἡ σύνδεση, ἀμέσως βυθίζεται τό δωμάτιο στό σκοτάδι. Ἔτσι καί ὁ ἀπόστολος
Πέτρος… Πάτησε τό διακόπτη καί ἔσβυσε τό φῶς τῆς ἐμπιστοσύνης στόν Χριστό ἀπό
τήν καρδιά του. Καί βούλιαξε. Πρῶτα στήν ἀπιστία. Μετά στά κύματα.
Βουλιάζοντας φώναξε:
-Σῶσε με Κύριε. Χάθηκα.
Ὁ Χριστός τόν ἄκουσε. Ἅπλωσε τό παντοδύναμο χέρι Του, τόν ἔπιασε καί τοῦ
εἶπε: «ὀλιγόπιστε, γιατί ἐδίστασες»; Γιατί
μειώθηκε ἡ πίστη σου; Γιατί ἔπαυσες νά ἔχεις ἐμπιστοσύνη στό Θεό; Γιατί;
Δέν φταίει ὁ Χριστός γιά τήν ἀπιστία μας.
Μά οὔτε ἐμεῖς φταῖμε· θά ποῦν κάποιοι.
Ἀφοῦ δέν ἔχομε πίστη… Μακάρι νά εἴχαμε τήν πίστη τοῦ Ἀβραάμ. Λάθος
τοποθέτηση. Τό νά πιστεύομε ἤ νά μή πιστεύομε, δέν σάν τό παρουσιαστικό μας, οὔτε
σάν τό ἀνάστημά μας. Οὔτε εἶναι ἡ πίστη σάν τά ἄλλα σωματικά χαρακτηριστικά πού
ἤ τά ἔχομε ἤ δέν τά ἔχομε. Ἡ δικαιολογία: «αὐτός ἔχει πίστη καί πιστεύει. Ἐγώ
δέν ἔχω γι’ αὐτό δέν πιστεύω», εἶναι ἀστήρικτη.
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος πίστευε, καί νά, κάποια στιγμή ἔφτασε νά κλονιστεῖ ἡ
πίστη του. Ἄλλοι, δέν πίστευαν τίποτε καί πουθενά. Ξαφνικά κάτι ἄλλαξε στόν ἐσωτερικό
τους κόσμο καί ἄρχισαν νά πιστεύουν ὅλο καί περισσότερο. Μερικές φορές μάλιστα,
ἔφτασαν νά πιστεύουν καλύτερα καί πιό βαθειά ἀπό τούς ἄλλους.
Γιατί; Γιατί ἔδειξαν συνέπεια.
Συνέπεια στήν πίστη εἶναι: ὅταν λές «πιστεύω», δέν μένεις στά λόγια, ἀλλά δέχεσαι μέ ἐμπιστοσύνη
τό θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἁπλώνεις τό χέρι σου καί πιάνεις τό χέρι τοῦ Χριστοῦ. Καί
δέν τό ἀφήνεις ποτέ καί μέ τίποτα. Ὅτι νά συμβεῖ.
Πίστη καί ἀποδείξεις
Λένε μερικοί: «θέλω ἀποδείξεις γιά νά πιστεύσω».
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνοησία.
Τίς ἀποδείξεις γιά τόν Χριστό καί τήν δύναμή Του, μή τίς ἀναζητᾶς στά
πειράματα, οὔτε στό δρόμο, οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε στά κατάβαθα τῆς γῆς. Θά τίς
βρεῖς στό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖ θά σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός, θά σοῦ μιλήσει γιά τόν ἑαυτό Του, θά
σέ φωτίσει νά ἀφήσεις τήν ἁμαρτία καί νά πάρεις τήν ἀπόφαση νά πᾶς κοντά Του.
Διαφορετικά, ἐάν σύ δέν ἀλλάξεις τίς τοποθετήσεις σου, τίς ἀντίθετες μέ τό Εὐαγγέλιο
καί δέν τίς ἀξιολογήσεις μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ θά παραμείνεις γιά πάντα στό
σκοτάδι τῆς ἀπιστίας.
Καί θά ἔρχονται ὧρες, πού θά τό βλέπεις ὅτι βουλιάζεις καί χάνεσαι. Ἀλλά
δέν θά ἔχεις τίς προϋποθέσεις νά φωνάξεις: «Κύριε,
σῶσόν με». Ἤ μᾶλλον θά ξεφωνίζεις καί θά κράζεις γιά βοήθεια, χωρίς νά
ξέρεις πού ἀπευθύνεσαι…
Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή
Ἄς καλλιεργοῦμε τήν πίστη μας. Ἄς τήν χτίζομε.
Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (1 Κορ. 3, 9-17):
Μή ξεχνᾶτε ἀδελφοί, ὅτι εἶστε «γεώργιον». Εἶστε χωραφάκι πού καλλιεργεῖται.
Προσέξτε. Βᾶλτε το στόχο νά καλλιεργήσετε τό χωράφι σας, φρόνιμα σωστά. Γιά νά
φέρει καρπό πίστης.
Καί προσθέτει ὁ ἀπόστολος: Δέν εἶστε μόνο χωράφι, ἀλλά καί ναός τοῦ Θεοῦ.
Μή κάνετε πράξεις πού τόν μολύνουν καί διώχνουν ἀπό μέσα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Χωρίς Πνεῦμα Θεοῦ, γεμίζετε σκοτάδι. Σβύνει ἡ πίστη, σβύνει τό φῶς.
Νά οἰκοδομεῖτε τόν ἑαυτό σας. Μή τόν φθείρετε μέ τήν ἁμαρτία… «Εἰ τις
τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός». Ὅποιος σβύνει μέσα του μέ τήν
ἁμαρτία τό φῶς τοῦ Θεοῦ, σκοτίζεται, βεβηλώνεται, καταστρέφεται.
Παύει νά εἶναι ναός Θεοῦ.
Γι’ αὐτό, «φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός». Θά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός. Ὁ ναός τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἅγιος. Καί πρέπει νά τόν διατηροῦμε ἅγιον. Πῶς;
Ἀποφεύγοντας γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί ἀπό σεβασμό ἀπέναντι Του, κάθε ἄσχημη
καί κακή πράξη πού φράζει τό δρόμο γιά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Γιά νά φουντώσει μέσα μας ἡ πίστη, ἄς τοποθετηθοῦμε μέ ταπείνωση ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου.
Νά φροντίζομε ἀκόμη νά βαδίζομε τήν ὁδό τῆς κατά Θεό ζωῆς, τῆς πλούσιας
σέ ἔργα πίστεως. Δηλαδή σέ ἔργα ἔμπρακτης ἀγάπης. Καί ὁ Θεός θά ἀνάβει μέσα μας
τό φῶς Του. Φῶς πίστεως, ἐπιγνώσεως καί ὑπακοῆς στό θέλημά Του…
Φῶς, πού θά κατευθύνει τήν πορεία μας πάνω ἀπό τά κύματα. Πρός τόν
Χριστό. Ἀμήν.-
* ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ(+), διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε
στή Φιλιππιάδα τό 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου