«Το
περιεχόμενο των διαλόγων που έχουν την πρωτοκαθεδρία στις μέρες μας, πολύ συχνά
αφορούν την κατάθλιψη, την έλλειψη ύπνου,
και σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό την κόπωση από τα εξαντλητικά εργασιακά ωράρια. Σκεφτείτε μόνο
πόσοι από τους κοντινούς σας ανθρώπους παραπονιούνται για υπερκόπωση, έχουν
μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, γκρινιάζουν για πόνους στη μέση καθώς και
για μυοσκελετικές παθήσεις από την ορθοστασία ενώ
παράλληλα παραπονιούνται για αϋπνίες, και το εξοντωτικό εργασιακό στρες. Ακόμα, συζητούν
για τις κρίσεις πανικού για τα deadlines, και το γεγονός ότι καθημερινά τους
βασανίζουν ασταμάτητες ημικρανίες. Πολλές
φορές νιώθουμε σαν χάμστερ σε έναν τροχό που γυρίζει αέναα χωρίς παύση. Τις
τελευταίες δεκαετίες, η έννοια της εργασιακής εξουθένωσης συζητείται και
αναλύεται εκτενέστερα. Το 2019,
ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την προσδιόρισε ως ένα σύνδρομο που
προέρχεται από ένα επαγγελματικό φαινόμενο.
Απ΄ ότι φαίνεται η παραδειγματική ασθένεια του 21ου αιώνα δεν είναι
πλέον η μόλυνση που προκαλούν τα βακτήρια ή οι ιοί, αλλά οι νευρολογικές ασθένειες – όπως η κατάθλιψη,
η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD),
η οριακή διαταραχή προσωπικότητας (BPD) και κυρίως το σύνδρομο εργασιακής εξουθένωσης, γνωστό και ως
σύνδρομο του Burn-out. Σε αυτό το τελευταίο θα σταθούμε
στο παρόν άρθρο και θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε από πού προκύπτει αυτό,
και τι έχει αλλάξει στη κοινωνία μας που εντατικοποιεί το φαινόμενο της
συλλογικής κούρασης;
Γενικά φαίνεται να υπάρχει η τάση η σύγχρονη κοινωνία να
εξελίσσεται σε μια κατάσταση γενικής εξάντλησης – μια κοινωνία της κούρασης.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κατανοητή και βιώνεται η κούραση αυτή
είναι αυτός που καθορίζει τον χαρακτήρα της κοινωνίας μας.
Η κοινωνία της κόπωσης
Ο Νοτιοκορεάτης στοχαστής Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν στο βιβλίο του «Κοινωνία
της Κόπωσης» ισχυρίζεται ότι έχει επέλθει μια μετάβαση
από τις πειθαρχικές κοινωνίες - όπως αυτές που ανέλυσε
ο Foucault, όπου τα υποκείμενα εξαναγκάζονταν σε συμμόρφωση από συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας - στη σημερινή
κοινωνία, μια κοινωνία «της επίδοσης» όπως την χαρακτηρίζει, η
οποία στηρίζεται στον αυτοεξαναγκασμό. Αυτό κατά τον ίδιο συμβαίνει επειδή
η αυτοεκμετάλλευση είναι πολύ αποτελεσματικότερη σε σχέση με την
εκμετάλλευση από τρίτους: στην κοινωνία της επίδοσης δε σε εξαναγκάζει κάποιος
να εργάζεσαι μέχρι εξάντλησης, αλλά μόνος σου εξαναγκάζεις τον εαυτό σου. Αν η
«πειθαρχική κοινωνία» παρήγε εγκληματίες, η «επιδοσιακή» κοινωνία, όπως
λέει ο ίδιος, παράγει ανθρώπους εξαντλημένους και
καταθλιπτικούς.
Στην κοινωνία της «επίδοσης» είμαστε οι τύραννοι του
εαυτού μας
Κατά τα λεγόμενά του:
«Στη σύγχρονη εποχή, παρά το γεγονός ότι οι αληθινές αλυσίδες έχουν
εκλείψει, παρατηρούμε να δημιουργείται ένας νέος
τύπος σκλάβων. Είναι ο άνθρωπος που υποβάλλει τον εαυτό του σε εθελοντική
εξάντληση».
Ο Χαν εκθέτει τους λόγους αυτής της αφύσικης συμπεριφοράς και εξηγεί με
ποιον τρόπο οι κοινωνίες μας έχουν πέσει θύματα της κατάχρησης μιας και μόνο
έννοιας: της «θετικότητας». Η έννοια αυτή, υποβοηθούμενη από την ψευδαίσθηση
της «ελευθερίας επιλογής», παράγει κουρασμένους, αποτυχημένους και
καταθλιπτικούς ανθρώπους.
«Yes we can, yes, yeees»: Είμαστε θύματα της έννοιας
της θετικότητας
Συγκεκριμένα, οι σημερινές κοινωνίες στις οποίες ζούμε χαρακτηρίζονται
από εμμονή προς τις επιδόσεις μας. Σε
αντίθεση με τη νεωτερική κοινωνία, που συγκροτήθηκε πάνω σε ένα πυκνό πλέγμα
άρνησης, περιορισμών και απαγορεύσεων, η μετανεωτερική κοινωνία είναι η
κατ’ εξοχήν κοινωνία της κατάφασης και της θετικότητας. Αν τη νεωτερική κοινωνία χαρακτήριζε το ρήμα «πρέπει», τη μετανεωτερική τη χαρακτηρίζει το ρήμα «μπορείς». Αντίθετα
με την προσταγή «μπορείς, επειδή οφείλεις» της παλιάς κοινωνίας, η
νέα κοινωνία υποβάλλει το «οφείλεις, επειδή μπορείς». Και υιοθετώντας
το σλόγκαν “Yes
we can”, ανάγει την αυτοεκμετάλλευση σε κυρίαρχη συμπεριφορά.
Η κυρίαρχη ρητορική περί θετικής σκέψης αναπαράγει
την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει σχεδόν τα
πάντα, μπορεί ν’ αλλάξει σχεδόν τα πάντα, και επομένως είναι υπεύθυνος
για οτιδήποτε του συμβαίνει. Στην κοινωνία της θετικότητας σχεδόν «απαγορεύεται» να είσαι δυστυχής. Η κοινωνία
της θετικότητας περιθωριοποιεί επίσης την πλήξη και τους αργόσχολους ανθρώπους,
ανάγοντας σε πρότυπο τη δράση και την πρακτική ζωή. Αυτή ακριβώς η θετικότητα
είναι που μετατρέπει τις εξωτερικές υποχρεώσεις και αναγκαιότητες σε εσωτερικές
ανάγκες.
Η εργασιακή ευελιξία και ο μετανεωτερικός εργαζόμενος
Μεταξύ των μεταβαλλόμενων εργασιακών περιβαλλόντων, της εξισορρόπησης
των προσδοκιών για εργασία από το σπίτι και της αντιμετώπισης της πανδημίας
COVID-19, πολλοί εργαζόμενοι εξαντλούνται ψυχικά
και σωματικά. Η εργασιακή ευελιξία και
όλες αυτές οι μεταβολές που έχουν υποστεί οι εργασιακές συνθήκες κατά τον 21ο
αιώνα, δεν έρχονται χωρίς αντίκτυπο. Για τον Χαν «αυτό το άτομο χωρίς χαρακτήρα
αποκαλείται ευέλικτο, αφού είναι σε θέση ν’ αποδεχτεί κάθε μορφή, κάθε ρόλο,
κάθε καθήκον. Αυτή η απουσία μορφής, ή αυτή η ευελιξία, αυξάνει κατά πολύ
την οικονομική αποδοτικότητα» και εν τέλει θα συμπλήρωνα, τις εταιρείες, τα αφεντικά και το κεφάλαιο.
Δυστυχώς όμως, καμιά φορά έχει και ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα: υπερκόπωση,
σύνδρομο “Burn-out”, ακόμη και κατάθλιψη. Η πλάνη του μετανεωτερικού ανθρώπου είναι να
πιστεύει ότι με την ασταμάτητη δράση ελευθερώνεται, ενώ στην πραγματικότητα με
αυτόν τον τρόπο «σκλαβώνει» τον εαυτό του
από μόνος του και προς όφελος του κεφαλαίου.
Η ανάγκη για αρνητικότητα και παιχνίδι
Αφού ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, κήρυξε την έβδομη
ημέρα της εβδομάδας ιερή. Δηλαδή ως ημέρα
του να μην κάνεις απολύτως τίποτα και μια ημέρα κατά την οποία η χρήση του
άχρηστου αποδεικνύεται δυνατή. Είναι μια ημέρα ξεκούρασης και κυρίως χρόνος
χωρίς εργασία, χρόνος για ξεγνοιασιά και παιχνίδι.
Ο Χαν διακρίνει δύο μορφές κούρασης:
την «μοιραία κούραση», «και μια άλλη που ονομάζει «αποσπασματική
κούραση» όπου για να εξηγήσει αυτή τη διπλή αντίληψη της κούρασης
χρησιμοποιεί την εικόνα των χεριών: η μοιραία κούραση ακινητοποιεί τα
χέρια μετά την εργασία, αλλά η αποσπασματική μορφή κούρασης κάνει τα χέρια να
παύουν να εργάζονται και να ξεκινούν να παίζουν».
----
«Με απλά
λόγια, θα πρέπει συνεχώς να επαναφέρουμε στο μυαλό μας ποιοι είμαστε
και να επιλέγουμε μια παύση από τα εξαντλητικά ωράρια, την ευελιξία,
και την θετική πίστη ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Να αποδομήσουμε το «οφείλεις,
επειδή μπορείς» που μας υποβάλλει η μετανεωτερική μας κοινωνία, και να
διερωτηθούμε ποιον εν τέλει ωφελεί η τάση μας για αυτοεκμετάλλευση, αν όχι το
ίδιο το κεφάλαιο. Είναι ίσως η στιγμή το
χάμστερ να κατέβει από τον τροχό - ή τουλάχιστον, να αρχίζει να
κατεβαίνει όταν αυτό είναι απαραίτητο, και να απαντήσουμε στο διαχρονικό
ερώτημα: «Δουλεύουμε για να ζούμε ή ζούμε για να δουλεύουμε;».
Αποσπάσματα
(πηγή)
Εκ του ιστολόγιου: Η ημέρα της Κυριακής είναι αφιερωμένη στον Τριαδικό Θεό. Τα «κέντρα
εξουσίας» (ή η παγκόσμια ελίτ) όπως αναφέρει το άρθρο, στην επιδίωξή τους για
μεγιστοποίηση του κέρδους (δεν υπάρχει όριο στη «μεγιστοποίηση» αυτή, άρα πρόκειται
για απληστία του κέρδους) που είναι ο σκοπός κάθε επιχείρησης και ειδικά των
πολύ μεγάλων, δε σέβονται τίποτα. Ούτε τον άνθρωπο, ούτε φυσικά τον Δημιουργό
του.
Έτσι με κάποια επιχειρήματα όπως το ότι την Κυριακή μπορούν να κάνουν
τα ψώνια τους και όσοι εργάζονται μέσα στην εβδομάδα, που τις συνθήκες εργασίες
τα ίδια αυτά κέντρα τις διαμορφώνουν έτσι, ώστε να μη μπορείς να κάνεις τα ψώνια
σου μέσα στην εβδομάδα, κατάφεραν με νόμο ψηφισμένο από τους εκπροσώπους του
λαού - βουλευτές, να είναι ανοικτά τα καταστήματα και την ιερή ημέρα της Κυριακής.
Ένας άλλος λόγος που οδήγησε στο να είναι ανοικτά τα καταστήματα και
την ημέρα της Κυριακής, είναι η τεχνηέντως δημιουργηθείσα παγκόσμια οικονομική
κρίση του 2008 αν θυμάμαι καλά, λόγω του ότι οι τράπεζες δάνειζαν χωρίς να εξετάζουν
προσεκτικά αν οι δανειστές μπορούν να αποπληρώσουν τα χρέη. Δίνανε πλήθος
επισφαλών ή ανεπίδεκτων είσπραξης (εν γνώση τους) δάνεια σε ιδιώτες και
επιχειρήσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν, οι τράπεζες να καταγράψουν ζημίες από τα λεγόμενα
κόκκινα δάνεια (αυτά που δεν μπορούσαν να εξοφληθούν) και αντί να κλείσουν όπως όλες οι επιχειρήσεις,
επιβλήθηκε στα κράτη να διασώσουν τις χρεοκοπημένες τράπεζες, με δημόσιο χρήμα,
δηλαδή με το χρήμα των φορολογούμενων πολιτών, που δεν είχαν καμία ευθύνη, για
την ανεύθυνη παροχή δανείων, χωρίς αυστηρά κριτήρια όπως γινόταν στο παρελθόν.
Άντι να κλείσουν οι χρεωκοπημένες τράπεζες, «κλείσανε» πολλά σπίτια,
επιχειρήσεις και γενικά επήλθε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Ο τραπεζικός κλάδος και η έλλειψη σοβαρού και
αυστηρού ελέγχου του από το κράτος, αποτέλεσε το όχημα (ο τραπεζικός κλάδος),
για την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων παγκοσμίως.
Αυτή η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, άνοιξε το δρόμο, για
περισσότερες απάνθρωπες συνθήκες εργασίες αναγνωρισμένες νομικά από το κράτος
μέσω του Εργατικού Δικαίου, οι οποίες αυτές απάνθρωπες συνθήκες, ονομάστηκαν, «μεταρρυθμίσεις»
(ευέλικτο ωράριο, ημιαπασχόληση, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
κλπ) που θα οδηγούσαν στην οικονομική ανάπτυξη.
Η παροχή δανείων με όρους χαλαρούς (σε συνδυασμό και με τη διαμόρφωση
κατάλληλης ψυχολογίας στους ανθρώπους μέσω διαφημίσεων και εκπομπών), είχε σαν
αποτέλεσμα στην αύξηση της κατανάλωσης, την υπερ-κατανάλωση και την αύξηση του
υλιστικού τρόπου ζωής. Ζούσαμε για να καταναλώνουμε, καταναλώναμε για να
γεμίζουμε την ψυχή μας με ευδαιμονία. Χαρά όμως που βασίζεται στα υλικά αγαθά,
δεν είναι χαρά. Έχει ημερομηνία λήξης. Και το ζήσαμε αυτό πολλοί από εμάς.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, ξεχάσαμε πως η αληθινή ευτυχία είναι αυτή
που αισθάνεται κάποιος, όταν είναι στο δρόμο του Τριαδικού Θεού, κοντά στον
Κύριο Ημών Ιησού Χριστό και την εκκλησία Του. Δώσαμε αξία στον εαυτό μας και
γυρίσαμε την πλάτη μας στον Ιησού Χριστό, τους Αγίους και τον Χριστιανικά
Ορθόδοξο Πνευματικό τρόπο ζωής. Τα αποτελέσματα τα ζούμε. Βία, εκμετάλλευση,
πορνεία κλπ.
Ο Θεός να μας λυπηθεί.
Α.Η.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου