Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. 10,25-37)
Του Μητροπολιτου Φλωρίνης † π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸν ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Τί εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πιὸ ὡραῖο βιβλίο. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ στὰ
σπίτια, καὶ οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδιὰ νὰ τὸ διαβάζουν
κάθε μέρα. Τὸ Εὐαγγέλιο περιέχει τὴ ζωή, τὰ λόγια καὶ τὰ θαύματα τοῦ
Χριστοῦ μας.
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἁπλό. Τὰ λόγια του μπορεῖ νὰ
τὰ καταλάβῃ κ᾽ ἕνας ἀγράμματος κ᾽ ἕνα παιδὶ τοῦ δημοτικοῦ. Ἔχουν ὅμως βάθος.
Εἶνε χρυσάφι, μαργαριτάρια, διαμάντια, λόγια αἰώνια. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ
λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Θὰ ἔρθῃ δηλαδὴ μιὰ μέρα ποὺ ὁ ἥλιος
θὰ σβήσῃ, τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, τὰ ποτάμια θὰ ξεραθοῦν, ἡ γῆ θὰ γίνῃ ἄνω – κάτω·
ἕνα ὅμως θὰ μείνῃ αἰώνιο· τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο περιέχει μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες
παραβολὲς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τί λέει ἡ παραβολὴ αὐτή;
+++
Ἕνας ἄνθρωπος ξεκίνησε ἀπὸ μιὰ πόλι νὰ πάῃ σὲ ἄλλη.
Στὸ δρόμο ἔβλεπε τὴ φύσι, ἄκουγε τὰ πουλιά, ἔνιωθε χαρὰ Θεοῦ. Μὰ ξαφνικὰ σὲ
μιὰ στροφὴ τοῦ δρόμου πετάχτηκαν κάτι λῃσταὶ μὲ ἄγριες
μορφές, ποὺ παραμόνευαν κρυμμένοι. Μόλις τὸν εἶδαν βγῆκαν μὲ τὰ μαχαίρια,
τὸν σταμάτησαν, τὸν χτύπησαν, τὸν πλήγωσαν, τοῦ πῆραν ὅ,τι εἶχε καὶ μισοσκοτωμένο τὸν ἄφησαν ἐκεῖ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Σὲ λίγο
φάνηκε νά ᾽ρχεται καβάλλα κάποιος εὐπαρουσίαστος. Ἦταν ἕνας ἱερεὺς τοῦ ναοῦ. Ὁ τραυματισμένος περίμενε, αὐτὸς ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν βοηθήσῃ στὴν κατάστασι ποὺ βρισκόταν. Σταμάτησε, κατέβηκε ἀπ᾽ τὸ ἄλογο, τὸν βοήθησε; Ὄχι δυστυχῶς.
Εἶδε τὸ θλιβερὸ ἐκεῖνο θέαμα μὲ τὰ αἵματα, φοβήθηκε, κέντησε τὸ ζῷο του καὶ ἀπομακρύνθηκε
γρήγορα.
Σὲ λίγο νὰ ἕνας ἄλλος ἐρχόταν καβάλλα. Ἦταν «λευΐτης», κάτι δηλαδὴ σὰν τὸ σημερινὸ διᾶκο,
ὑπηρέτης ποὺ βοηθοῦσε τοὺς ἱερεῖς στὸ θυσιαστήριο – ἑπομένως τῆς θρησκείας ἄνθρωπος
κι αὐτός. Ἔδειξε συμπάθεια, σταμάτησε, βοήθησε;
Τίποτα. Ἔρριξε μιὰ ματιὰ καὶ ἔφυγε κι αὐτός. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ τραυματισμένος
θὰ ξεψυχοῦσε, ἔφταναν οἱ τελευταῖες του στιγμές. Φώναζε «βοήθεια βοήθεια»! Τὸν ἄκουγαν
τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, μὰ δὲν τὸν ἄκουγαν οἱ ἄνθρωποι.
Τότε φάνηκε νά ᾽ρχεται καὶ κάποιος ἄλλος. Αὐτὸς
ὅμως ― ἀλλοίμονο ― ἦταν Σαμαρείτης, ἕνας ξένος δηλαδὴ
καὶ μάλιστα ἐχθρός. Ὤχ! σκέφτηκε φοβισμένος ὁ δύστυχος· τώρα ἔφτασε πιὰ
τὸ τέλος μου… Πλησιάζει ὅμως ὁ Σαμαρείτης χωρὶς φονικὰ ὅπλα. Μόλις τὸν βλέπει
σταματάει καὶ ξεπεζεύει. Σκύβει πάνω του καὶ τοῦ
μιλάει μὲ ἀγάπη. Τοῦ πλένει τὶς πληγὲς μὲ κρασὶ καὶ τὶς ἀλείβει μὲ λάδι, ποὺ εἶχε
μαζί του. Τὸν σηκώνει προσεκτικά, τὸν ἀνεβάζει στὸ ζῷο του καὶ τὸν
ὁδηγεῖ σ᾽ ἕνα πανδοχεῖο, χάνι, νὰ τὸν περιποιηθοῦν ἐκεῖ. Ὅλη νύχτα ἔμεινε στὸ
προσκέφαλό του. Καὶ τὸ πρωί, πρὶν φύγῃ, πλήρωσε τὸν
ξενοδόχο καὶ τοῦ εἶπε· Ὅ,τι ἄλλο ξοδέψῃς γι᾽ αὐτόν, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ
πληρώσω ὅταν ἐπιστρέψω.
+++
Αὐτὴ εἶνε ἡ παραβολή.
Ποιός ἆραγε εἶνε αὐτὸς ὁ ὁδοιπόρος; Ποιοί εἶνε
οἱ λῃσταί; Ποιός εἶνε ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης; Καὶ ποιός εἶνε αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης
ποὺ περιποιήθηκε τὸν τραυματία; Τί νόημα ἔχει αὐτὴ ἡ παραβολή;
Ἄνθρωπος, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ ἕνα
μέρος νὰ πάῃ στὸ ἄλλο, εἶνε ὁ καθένας μας. Ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας νὰ πᾶμε σὲ μιὰ
ἄλλη κοιλιά, τὴν κοιλιὰ τῆς γῆς. Ξεκινάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λίκνο, τὴν κούνια,
γιὰ νὰ πάῃ μέχρι τὸν τάφο. Κάθε ἄνθρωπος ὅπου καὶ ἂν κατοικῇ, εἴτε στὸ Βόρειο εἴτε
στὸ Νότιο Πόλο εἴτε στὴ Δύσι εἴτε στὴν Ἀνατολή, οἱουδήποτε χρώματος καὶ γλώσσης
καὶ καταστάσεως καὶ ἂν εἶνε, εἴτε λευκὸς εἴτε μαῦρος εἴτε κίτρινος, κάθε ἄνθρωπος
εἶνε ἕνας διαβάτης σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή.
Βαδίζει στὸ δρόμο του. Καὶ ξαφνικὰ Ἄλτ!
παρουσιάζονται λῃσταί. Ποιοί εἶνε αὐτοὶ οἱ λῃσταί,
ποὺ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; Δὲν εἶνε μόνο αὐτοὶ ποὺ ζοῦν στὰ βουνά. Αὐτοὶ
εἶνε μικροί. Οἱ μεγάλοι λῃσταί, ποὺ δὲν τοὺς πιάνει τσιμπίδα καὶ περπατοῦν ἀσύλληπτοι,
εἶνε ἄλλοι. Εἶνε ὁ διάβολος, ὁ σατανᾶς ποὺ
κυριαρχεῖ στὸν κόσμο καὶ διὰ μέσου τῶν ὀργάνων του τυραννεῖ τὴν ἀνθρωπότητα.
Εἶνε ἀκόμα οἱ κακοὶ λογισμοί, τὰ ἐλαττώματα
καὶ τὰ πάθη ποὺ τραυματίζουν τὶς ψυχές. Θέλετε παραδείγματα; Κάποιος δούλευε
σκληρὰ στὴ Γερμανία, μάζεψε ἕνα μεγάλο ποσό, ἦρθε στὴν Ἑλλάδα, καὶ σὲ μιὰ νύχτα
τοῦ τά ᾽κλεψαν. Ποιός τὸν λῄστεψε; Τὸ χαρτί! Πῆγε
κ᾽ ἔπαιξε, τοῦ τὰ πῆραν ὅλα, καὶ τὸ πρωί, χωρὶς δραχμὴ στὴν τσέπη, ἦρθε
στὴ μητρόπολι κ᾽ ἔκλαιγε. Ὁ ἄλλος πηγαίνει κάθε
μέρα καὶ πίνει κρασὶ καὶ οὖζο, καὶ σάπισαν τὰ σπλάχνα του, καὶ πεθαίνει
στὸ νοσοκομεῖο. Ποιός τὸν τραυμάτισε; Τὸ ἀλκοόλ.
Κάποιος ἄλλος λῃστὴς εἶνε θηλυκός· εἶνε γυναίκα
διεφθαρμένη ποὺ θεωρεῖται καλλιτέχνις.
Στὴ Φλώρινα ζοῦσε μιὰ καλὴ οἰκογένεια. Ὁ ἄντρας
γύριζε κάθε βράδυ στὸ σπίτι. Ἔπειτα ὅμως ἄρχισε ν᾽ ἀφήνῃ τὰ παιδιά του ἔρημα,
χωρὶς ψωμὶ καὶ ροῦχο. Τί συνέβη; Μιὰ γυναίκα ἀπ᾽ αὐτὲς τὸν ἔμπλεξε στὸν ἔρωτα σὲ
νυχτερινὸ κέντρο. Ὁ καθένας λοιπὸν ἔχει καὶ
κάποιο πάθος. Οἱ φοβερώτεροι ὅμως λῃσταὶ τῆς ἀνθρωπότητος εἶνε τὰ μεγάλα κράτη. Ἕνας λῃστὴς μὲ μαχαίρι ἢ ὅπλο
τί μπορεῖ νὰ κάνῃ; θὰ σκοτώσῃ πέντε – δέκα. Ἀλλὰ τὰ μεγάλα κράτη, μὲ τοὺς
πυρηνικοὺς ἐξοπλισμούς, μὲ τὸ πάτημα ἑνὸς κουμπιοῦ θερίζουν χιλιάδες ἀνθρώπινες
ζωές. Κρίμα στὰ σχολειὰ καὶ πανεπιστήμια καὶ στὴν πρόοδο· εἴμαστε βάρβαροι λῃσταί, χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἀπολίτιστους
τῆς ζούγκλας.
Ποιός θὰ σώσῃ λοιπὸν τὸν κόσμο; Βοήθεια!
φωνάζει ἡ Ἀνατολή, βοήθεια ἡ Δύσις, βοήθεια ζητοῦν ὅλοι. Καὶ περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ
τὴν ἀνθρωπότητα ἱερεῖς καὶ λευΐτες, βασιλεῖς καὶ στρατηγοί, σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες,
μὰ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα. Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ
σώσῃ τὸν κόσμο, ἕνας εἶνε ὁ Σωτήρας, ἕνας μπορεῖ νὰ φέρῃ πραγματικὴ καὶ
βαθειὰ ἀλλαγὴ μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ καλὸς Σαμαρείτης, ὁ «πλησίον». Κοντά μας
στέκεται ὁ Χριστός, δὲν εἶνε μακριά, κι ἂς εἶνε ἄπειρος. Μὲ πύραυλο νὰ ταξιδεύῃς
ἑκατομμύρια χρόνια δὲν μπορεῖς νὰ βρῇς τὸ ἄκρο τῆς βασιλείας Του· ἀλλὰ εἶνε καὶ τόσο κοντὰ στὴν καρδιά, ὅσο μπορεῖ νὰ τὸν πιστέψῃ
ὁ ἄνθρωπος. Εἶνε πολὺ κοντά, πιὸ κοντὰ κι ἀπὸ τὴ μάνα σου κι ἀπὸ τὴ γυναῖκα
σου κι ἀπὸ τὸ παιδί σου. Καὶ ὅποιος ἔχει τὸ Χριστὸ ἔχει τὸ πᾶν, δὲν ἔχει ἀνάγκη
κανέναν ἄλλο. Μὴ στενοχωριέσαι λοιπὸν καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι. Κι ἂν σ᾽ ἀφήσουν ὅλοι
καὶ μείνῃς μόνος στὴ Σαχάρα τοῦ κόσμου τούτου, νὰ ξέρῃς ὅτι δίπλα σου εἶνε ὁ
Χριστός. Κανείς ἄλλος δὲν εἶνε τόσο κοντὰ στὸν ἄνθρωπο
ὅσο ὁ Χριστός.
+++
Ἀγαπητοί μου· ὅπως ὁ Χριστὸς εἶνε κοντὰ στὸν ἄνθρωπο
καὶ τὸν πλένει μὲ τὸ σωτήριον αἷμα του καὶ τὸν σῴζει, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε «πλησίον» σὲ κάθε πονεμένο ἄνθρωπο.
Συχνὰ δυστυχῶς οἱ καρδιὲς ― τὸ λέω μὲ πίκρα ― ἀντὶ νά ᾽χουν ἀγάπη τὶς τρώει ἡ ζήλεια. Γιατί ὁ ἄλλος νά ᾽χῃ περισσότερα
χωράφια; γιατί νά ᾽χῃ περισσότερα ζῷα; γιατί νά ᾽χῃ παιδιὰ ποὺ σπουδάζουν;
γιατί τὸ κορίτσι του νὰ καλοπαντρευτῇ;… Ἡ ζήλεια
εἶνε δαίμονας, λῃστὴς φοβερός, ποὺ λῃστεύει τὸν κόσμο
Σ᾽ ἕνα χωριὸ ἕνα γέρο 90 χρονῶν τὸν
ἄφησαν τελείως παιδιὰ καὶ νύφες· τὸν ἔδιωχναν μὲ τὸ ξύλο! Κι αὐτὸς πῆγε μέσα σ᾽ ἕνα
στάβλο καὶ ζοῦσε μὲ τὶς ἀγελάδες… Πέρασε εὐτυχῶς κάποιος πονετικὸς ἄνθρωπος καὶ
τὸν ἀνακάλυψε καὶ τὸν πήραμε στὸ ἐκκλησιαστικὸ γηροκομεῖο. Πέτρινες καρδιὲς ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι!
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Σ᾽ ἕνα ἄλλο χωριὸ
παρουσιάστηκε ὁ θηλυκὸς λῃστὴς ποὺ λέγαμε, μιὰ ντιζὲζ ἀπ᾽ τὴ Θεσσαλονίκη, καὶ
μὲ τοὺς διαβολικοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια της
ἅρπαξε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μέσα σὲ μιὰ νύχτα – πόσα; Ἑκατὸ χιλιάδες! Τὴν ἄλλη
μέρα βγῆκε κι ὁ παπᾶς νὰ κάνῃ ἔρανο γιὰ κοινωφελῆ σκοπό. Καὶ πόσα, λέτε,
μάζεψε; Πεντακόσες δραχμές! Πέτρινες καρδιές. Δὲ θὰ δοῦμε παράδεισο. Ὅλα γιὰ
τὸ διάβολο, γιὰ τὸ Θεὸ τίποτα.
Τέτοιες καρδιὲς δὲν θέλει ὁ Χριστός. Θέλει καρδιὲς γεμᾶτες ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον.
Θέλει βοήθεια στὸ φτωχό, στὴ χήρα, στὰ ὀρφανά. Ἐσὺ τρῷς, κοιμᾶσαι· ἔχεις
τὴ ζεστασιά σου, τὰ ροῦχα σου, τὶς κουβέρτες σου, τὰ πάντα. Σκέψου, ὅτι ἑκατομμύρια παιδιὰ πεθαίνουν στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν
πεῖνα.
Αὐτὰ μᾶς λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Λέει νὰ
γίνουμε καλοὶ Σαμαρεῖτες, ὅπως ὁ Χριστός. Νὰ εἴμαστε σπλαχνικοί. Νὰ ἔχουμε ἀγάπη
καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄλλο καὶ νὰ ἀποβάλουμε τὴν κακία καὶ τὸ φθόνο κι ὅποιο ἄλλο
κακό, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι τοῦ ἐσταυρωμένου Λυτρωτοῦ.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Παπαγιάννη –
Φλωρίνης τὴν 15-11-1981
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 11, 2023 ΑΠΟ ΤΟΝ/ΤΗΝ A.X.T.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου