- Πάει, μας παράτησε ο Θεός! Πήρε τα μάτια του
από το χωριό μας.
- Και βέβαια τα πήρε, αφού έχει
μήνες να βρέξει!
- Καταστραφήκαμε! Δεν έμεινε τίποτα χλωρό!
Κάθε μέρα αυτά λεγόντουσαν στις γειτονιές, τα
ίδια και στα καφενεία. Οι γέροντες χτυπώντας την μαγκούρα τους στο χώμα έλεγαν:
Τι να δει ο Θεός από μας; Η νεολαία ξεστράτισε·
πάει!
- Και μεις, γέρο, έλεγαν οι άλλοι, και μεις
φταίμε οι μεγάλοι. Δεν τους δώσαμε καλό παράδειγμα!…
- Αφήστε τις μελαγχολίες κι ας
δραστηριοποιηθούμε.
- Τι θες να κάνουμε; Τρόπο να ποτίσουμε τα
χωράφια μας δεν έχουμε!
- Εμείς οι άνθρωποι δεν μπορούμε. Ο παπάς όμως
λέει πως μπορεί ο Θεός. Λιτανεία να κάνουμε. Όπως
έκαναν οι παλιοί κι ο Θεός έστελνε αμέσως ποτιστική βροχή. Κι εμείς
τόσους μήνες δεν κουνιόμαστε.
- Οι παλιοί έκαναν. Μα οι
σημερινοί δεν κάνουν.
- Ο παπάς μας και ο δάσκαλός μας επιμένουν πως,
αν κάνουμε λιτανεία με πίστη, θα
βρέξει. Όπου πίστη, εκεί τα θαύματα. Μη καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια. Να
προσπέσουμε όλοι στο Θεό με πίστη κι Αυτός θα δώσει οπωσδήποτε τη χάρη Του.
- Άκου, γερο - Θανάση, εμείς οι παλιοί τη
παίρνουμε την απίφαση να κάνουμε τη λιτανεία, οι άλλοι του χωριού λες νά
‘ρθουν;
- Θά ‘ρθουν, θα δείτε!
- Πάμε να το πούμε του παπά και του δασκάλου να
γειάνει η καρδούλα τους.
- Πάμε!
Πήγαν και το είπαν:
- Δέσποτα, την πήραμε την απόφαση, θα την
κάνουμε τη λιτανεία.
- Ευλογημένοι νά ‘στε! Αύριο, λοιπόν, να
προετοιμαστούμε. Και το σπουδαιότερο: Όσοι δεν
έχουν εξομολογηθεί, να εξομολογηθούν! Μεθαύριο, που είναι Κυριακή, μετά
τη Θεία Λειτουργία, να την κάνουμε. Διαδώστε το!
Τό ‘μαθε κι ο δάσκαλος και τό
‘πε στο Σχολειό του:
- Παιδιά μου, μεθαύριο Κυριακή, μετά από τη
Θεία Λειτουργία, θα γίνει λιτανεία. Γι’ αυτό πρέπει να
προσευχηθούμε όλοι θερμά, με πίστη στο Χριστό μας και στον Προφήτη μας Ηλία
να στείλουν βροχή στο χωριό μας. Να ποτισθούν τα χωράφια μας, τα δέντρα, τα
μποστάνια, να γεμίσουν τα πηγάδια, οι στέρνες. Να παρακαλέσουμε νά ‘ρθει βροχή
για να ζήσουμς εμείς, τα ζωντανά μας και τα φυτά μας, καλά μου παιδιά. Πέστε
λοιπόν στους γονείς σας, να σας ετοιμάσουν για μεθαύριο με προσοχή. Να σας
πλύνουν, να σας αλλάξουν, να θυμιατίσετε με σεβασμό
το σπίτι σας απόψε κι αύριο, ν’ ανάψετε το καντηλάκι και όλη η
οικογένεια, όλοι μαζί να παρακαλέσετε το Χριστό μας από απόψε, ν’ ακούσει
μεθαύριο τη θερμή προσευχή του χωριού μας. Σύμφωνοι;
- Σύμφωνοι, κύριε! Όμως….
- Τι είναι Χρήστο; Πες!
- Όμως, κύριε, λένε, ότι δεν είναι τίποτε οι
προσευχές και οι λιτανείς.
- Μην ακούτε τι λένε οι άλλοι. Εμείς θα
προσευχηθούμε με πίστη και θα δείτε ότι το θαύμα θα γίνει. Και πέστε στους
γονείς σας νά ‘ρθουν όλοι. Να μη λείπει ούτε ένας. Και
όσοι είναι άρρωστοι να κάνουν προσευχή στο κρεβάτι τους.
- Μην περιμένεις κυρ-δάσκαλε νά ‘ρθει ο πατέρας
μου, είπε ο Γιώργος. Τα κοροϊδεύει κάτι τέτοια. Τρέχα γύρευε, λέει, τώρα
προσευχές και εικόνες!
- Εσύ, Γιωργάκη, πιστεύεις πως ο Χριστός μας
μπορεί να μας στείλει βροχή;
- Πιστεύω, κύριε, και μάλιστα τον αγαπώ τον
Χριστό μας.
- Ε! Αφού πιστεύεις και τον αγαπάς το Χριστό
μας, πρέπει να κάνεις τα αδύνατα - δυνατά νά ‘ρθει και ο πατέρας σου, να
προσευχηθεί και να δει το θαύμα. Γιατί μεθαύριο, θαύμα θα γίνει. Θα βρέξει
μεθαύριο, παιδιά, και μάλιστα ποτιστικά!…
Μετά το σχόλασμα τα παιδιά
ξεχύθηκαν στο χωριό. Πήγαν στα σπίτια τους.
- Μαμά, μπαμπά, ελάτε να ετοιμαστούμε για
μεθαύριο, από σήμερα. Να πλυθούμε, να αλλάξουμε, να προσευχηθούμε στα
εικονίσματα, γιατί την Κυριακή όλοι οι χωριανοί θα παρουσιαστούμε μπροστά στο
Χριστό μας και στον Προφήτη Ηλία να τους παρακαλέσουμε να γίνει το θαύμα. Να
βρέξει, είπε ο δάσκαλός μας.
Όλα τα σπίτια σχεδόν, με χαρά άρχισαν τις
ετοιμασίες. Ο μπαμπάς όμως του Γιώργου, δεν ήθελε
ν’ ακούσει.
- Άσε με, παιδί μου, τι είναι
αυτά που λες, τώρα στον καιρό μας!
- Γιατί, πατέρα, δεν πιστεύεις δηλαδή;
- Άσε τις ερωτήσεις, είπα. Στη λιτανεία δεν
έρχομαι!
- Μα, τι λες, πατέρα! Μεθαύριο όλο το χωριό θα
παρακαλέσει το Χριστό μας να βρέξει και μεις τι θα κάνουμε, πατέρα, ποιον θα
παρακαλούμε; Γιατί αν δεν είμαστε με το Χριστό, θά ‘μαστε με το….
- Νά παλιόπαιδο!
Φραπ! ένας γερός μπάτσος
ταρακούνησε το κεφάλι του παιδιού και το αίμα αχνιστό έτρεξε από τη μύτη του.
- Νά κι άλλο ένα για να μιλάς καλύτερα.
- Παιδί μου, Γιωργάκη, ταραχτηκε η μάνα. Σιγά,
βρε Κώστα, θα μας σκοτώσεις το παιδί.
- Τέτοιος πού ‘ναι!
- Γιατί, πατέρα, συνέχισε εκείνος, με δέρνεις;
Να το ξέρεις, δεν καταδέχομαι νά ‘χω πατέρα άπιστο. Πατέρα, που δεν αγαπάει το
Χριστό, που σταυρώθηκε για μας. Έλα, πατέρα, στη λιτανεία, που θα γίνει απ’ όλο
το χωριό με πίστη, πες κι εσύ ένα: “Κύριε ελέησον” με την καρδιά σου κι αν δεν
γίνει θαύμα, θά ‘ρθω να με δείρεις όσο θέλεις!
Ταράχτηκε κι ο πατέρας
βλέποντας το παιδί του με αίματα.
- Πήγαινε να σου φτιάξει τη μύτη η μάνα σου κι
ως τότε, βλέπουμε, είπε μαλακότερα.
Την Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, η
λιτανεία ξεκίνησε από τον Προφήτη Ηλία με ουρανό καταγάλανο. Όλο το χωριό ήταν
εκεί και ακολουθούσε με σεβασμό. Κανείς δεν έλειπε. Ήταν
και ο πατέρας του Γιωργάκη και τον κρατούσε μάλιστα κι από το χέρι. Σε
λίγο πέρασε η πομπή από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Έγινε δεύτερη δέηση
και τέλος έφτασαν στους Αγίους Αποστόλους, όπου έγινε και τρίτη κατανυκτική
δέηση!
Πότε μαζεύτηκαν σύννεφα στον
καταγάλανο ουρανό;! Πότε σκοτείνιασε ο ήλιος;! Κανείς δεν κατάλαβε. Πάντως με την τρίτη δέηση,
χωρίς αστραπές και βροντές, ο ουρανός έστελνε πλούσια ποτιστική βροχή!
- Στα γόνατα όλοι!, φώναξε κάποιος.
Αμέσως γονάτισαν όλοι μες στη βροχή κι
αυθόρμητα τα παιδιά του σχολείου παρακάλεσαν: “Κύριε, κάνε όλα τα ξερά χλωρά,
Σε παρακαλούμε. Και μας τους ανθρώπους καλύτερους!”
- Αργά τη λιτανεία κι ας βραχούμε, ξαναφώναξε
κάποιος.
- Μη βιάζεστε, ας βραχούμε, φώναξε και τρίτος.
Αργά, κατανυκτικά, μεγαλόπρεπα, μούσκεμα όλοι
από την βροχή, μα με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, τελείωσε η λιτανεία.
Ο πατέρας του Γιωργάκη δε βάσταξε, γύρισε,
αγκάλιασε το παιδί του και το φίλησε κλαίγοντας.
- Κι εγώ, Γιωργάκη, πιστεύω στο
Χριστό. Μη
ντρέπεσαι για μένα, του είπε γλυκά στο αυτί.
Κείνη τη στιγμή, βρέθηκε κι ο Χρηστάκης κοντά
στο δάσκαλό του.
- Κύριε, του είπε με σεβασμό πιάνοντάς του το
χέρι. Κύριε, για πέστε μου, τόσο γρήγορα λοιπόν, μα τόσο γρήγορα, ο Θεός απαντά
στις προσευχές μας;
Πηγή: Προς τη Νίκη, Συναθλούντες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου