«Αρχιερείς και μοναχοί, ιερείς και λαϊκοί, νέοι και γέροι, πλούσιοι και
πτωχοί, μορφωμένοι και αμαθείς, έγγαμοι και άγαμοι, παραστρατημένοι,
ψυχοπαθείς, ναρκομανείς, δαιμονισμένοι, πλανεμένοι, ινδουιστές και βουδιστές
έβρισκαν καταφύγιο, θεογνωσία και ιατρεία ψυχής και σώματος στο ευλογημένο
κελλί του. Η Παναγούδα είχε γίνει τότε ένα πνευματικό νοσοκομείο για κάθε
προσκυνητή.
Όμως μετά από τόσες ασθένειες, βρογχεκτασία, αιμοπτύσεις, δύσπνοια,
ευαισθησία στο κρύο, ελκώδη κολίτιδα, δισκοπάθεια, βουβωνοκήλη, αιμορραγία στα
έντερα και σιδηροπενία, καθώς και με τις ανάλογες εγχειρήσεις, απέκτησε και καρκίνο, τον οποίον ο ίδιος τον είχε
ζητήσει. Εγχειρίστηκε τον Φεβρουάριο του 1994 και του αφαιρέθηκε ο όγκος
του παχέος εντέρου. Αλλά η ασθένεια είχε ήδη κάνει μεταστάσεις. Υπέμεινε
καρτερικά και υποδειγματικά όλους τους πόνους, χωρίς να βαρυγκομή. Αντιθέτως
χαιρόταν και δεχόταν κόσμο, όπως πάντα. Κοινωνούσε τακτικά. Με το φοβερό αυτό
μαρτύριο του καρκίνου εκοιμήθη ειρηνικά την επομένη της αγίας Ευφημίας, 12 Ιουλίου 1994. Ετάφη στην Ιερά Μονή αγίου Ιωάννου του
Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Μέχρι σήμερα ο τάφος του αποτελεί
παγκόσμιο προσκύνημα. Δεν εγκατέλειψε όμως όλους αυτούς που διακόνησε, όλους
αυτούς που τον αγάπησαν, αλλά τους ενίσχυσε και τους ενισχύει και τώρα με
διάφορες εμφανίσεις του. Τώρα πια η αγία ψυχή του πρεσβεύει προς Κύριον για τη
σωτηρία όλων μας.
+++
Όποιος ασχοληθή με τη ζωή και το έργο του εγκωμιαζομένου οσίου Παϊσίου,
μένει έκθαμβος και εκστατικός με την ισάγγελη πολιτεία του, με τους λόγους και
τα θαύματά του. Τόμοι ολόκληροι δεν φθάνουν να ολοκληρώσουν το Συναξάρι του. Κι
ενώ οι εγκωμιαστές για άλλους ανθρώπους ψάχνουν να βρουν τι να πουν και τι να
επαινέσουν, για τον άγιο αυτόν Γέροντα δεν ξέρουν τι να πρωτοπούν. Ολόκληρη η
ζωή του, το πολύμορφο έργο, η διδασκαλία, τα θαύματά του είναι αδύνατον να
περιγραφούν, να εγκλωβιστούν σε βιβλία, πόσο μάλλον σε μια ομιλία. Προσπαθεί
κανείς να διηγηθή κάποιο θαυμαστό γεγονός της ζωής του, και κάτι άλλο πιο
θαυμαστό έρχεται να πάρη τη θέσι του. Μοιάζει με ποτάμι που δεν μπορεί να
χωρέση μέσα σε μια χούφτα, ή μάλλον με το παράδειγμα του παιδιού που φανερώθηκε
στον άγιο Αυγουστίνο, το οποίο προσπαθούσε να βάλη όλη τη θάλασσα σε μια
λακκούβα. Τι να πρωτοθαυμάση κανείς, τι να πρωτοεπαινέση!
Πτωχότατος, αλλά πλουσιώτατος στις ευλογίες. Αδύναμος, αλλά πανίσχυρος.
Ασθενής, αλλά πυρακτωμένος από τη θεία χάρι.
Μοναχός ερημίτης, αλλά και ακάματος ιεραπόστολος. Ασκητής αυστηρός στον εαυτό
του, αλλά φιλάνθρωπος και επιεικής στους αδυνάτους, στους ασθενείς και στους
αδικημένους. Σε όλη του τη ζωή με μια θεία τρέλα, ως μανικός εραστής -επιτρέψτε
μου τη λέξη - αγάπησε παράφορα τον Χριστό με όλη την ψυχή του, με όλη την
καρδιά του, με όλη την ισχύ του, με όλη τη διάνοιά του, και κατόπιν τον πλησίον
του σαν τον εαυτό του, ή μάλλον περισσότερο από τον εαυτό του. Είχε ξεγράψει
τον εαυτό του, την ανάπαυσί του, την άνεσι και την καλοπέρασι, για χάρι του
Θεού και του πλησίον. Προτιμούσε ο ίδιος να κολαστή, αν χρειαζόταν, προκειμένου
να σωθούν οι συνάνθρωποί του, μιμούμενος και σ’ αυτό τον Απόστολο Παύλο.
Από μικρός έδειξε αμέτρητο ζήλο στα πνευματικά. Στηριγμένος στη βαθειά
πίστι προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, και βαδίζοντας
πάνω στα ασκητικά ίχνη του αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη, απέκτησε τον
θείο φόβο, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, και πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό για
ό,τι του συνέβαινε. Από την παιδική του ηλικία επιδόθηκε σε μεγάλους
πνευματικούς αγώνες, δυσανάλογους με την ασθενική του κράσι. Νηστείες,
αγρυπνίες και προσευχές ήσαν καθημερινό του μέλημα. Παράλληλα εργαζόταν σε
γεωργικές εργασίες και στο ξυλουργείο, ώστε να γίνη
επιδέξιος τεχνίτης, χωρίς ποτέ να καυχηθή για το έργο του. Απέδιδε τα
πάντα στη Θεία Πρόνοια. Ακράδαντα πίστευε πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς τη Χάρη
του Θεού, κοντά στην ανθρώπινη συνέργεια. Νέος ακόμη βοηθούσε τους φίλους του
στις εργασίες τους, ακόμη και τους εχθρούς του, διαβάζοντάς τους παράλληλα την
Αγία Γραφή.
Στο στρατό διέπρεψε ως διαβιβαστής,
και έτρεχε ολοπρόθυμα να εξυπηρετήση το τάγμα του σε εξωτερικές εργασίες,
βάζοντας διαρκώς τη ζωή του σε κίνδυνο, για να μη κινδυνεύσουν συστρατιώτες του
που ήσαν οικογενειάρχες. Προσφορά και θυσία για τους συνανθρώπους του, χωρίς
κρατούμενα, ανιδιοτελώς. Γι’ αυτό και ο Θεός τον προστάτεψε από κάθε κίνδυνο
και από σίγουρο θάνατο.
Τελειώνοντας τη στρατιωτική του θητεία βοηθούσε τους γονείς του, αλλά
ό,τι του περίσσευε το έδινε στους φτωχούς, στις χήρες και στα ορφανά, στα
θύματα του πολέμου. Κατόπιν μοίρασε τις οικονομίες του, απαλλάχθηκε από κάθε τι
που τον έδενε με τον κόσμο, και ως αετός ιπτάμενος πέταξε για τον Άθωνα. Έλεγε
χαρακτηριστικά: «Όσο πετάς, τόσο πετάς».
Σ’ όλη την μετέπειτα μοναχική του ζωή, στο
Άγιον Όρος, στο Στόμιο και στο Σινά, ποτέ δεν χαρίστηκε στον εαυτό του.
Ποτέ δεν αναπαύθηκε στα κεκτημένα. Ήθελε με κάθε τρόπο να ευαρεστήση τον Θεό
και τους ανθρώπους, σύμφωνα με τις υποσχέσεις της μοναχικής κουράς.
Για να ευαρεστή τον Θεό, κατέφευγε σε ερημικούς τόπους προσευχόμενος
απερίσπαστα μόνος με μόνο τον Θεό. Κρυβόταν σε σπήλαια, έκανε αγρυπνίες με
κομποσχοίνι, αναρίθμητες μετάνοιες. Πρόσφερε την άσκησι ως θυσία αγάπης για τον
Χριστό, και δέχθηκε τις αρρώστιες του με ευχαριστία και δοξολογία. Δεν
πανικοβαλλόταν, δεν γόγγυζε, αλλά υπέμενε και δόξαζε τον Κύριο. Θεωρούσε πως
ένα “Δόξα σοι ο Θεός” σε καιρό πειρασμών είναι ανώτερο από εκατό “Κύριε
ελέησον”. Έλεγε με βεβαιότητα: «Όσο με ωφέλησαν οι αρρώστιες, δεν με ωφέλησε η
άσκηση που έκανα τόσα χρόνια σαν μοναχός».
Λίγους μήνες πριν κοιμηθή, τον επισκέφθηκε
ο μακαριστός Γέροντάς μας Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, και παρ’ όλες τις οδύνες του, είπε με αστείο τρόπο
στον Γέροντά μας: «Γέροντα, αρρωστήσαμε κι εμείς, για να μη παραπονούνται οι
κοσμικοί πως μόνο αυτοί αρρωσταίνουν».
Παρ’ όλο που έκανε αυστηρή νηστεία εφ’ όρου ζωής, κατόρθωνε να την
κρύβη μπροστά στους άλλους, για να μη δίνη υποψίες. Μόνο από το λιπόσαρκο και
σκελετωμένο του σώμα μπορούσε κανείς να αντιληφθή τις μεγάλες νηστείες του. Τις
νύχτες αγρυπνούσε προσευχόμενος. Κοιμόταν ελάχιστα, στο πάτωμα, στις πλάκες,
στα τούβλα, στο τσιμέντο, ή έβαζε πέτρες κάτω από το στρώμα
του. Καταφρονούσε την ανάπαυσι, σύμφωνα με τον άγιο Ισαάκ.
Τις εργασίες στο κελλί του μόνος του τις έκανε, μέχρι που αρρώστησε.
Τακτοποιούσε το καλύβι, κόσσιζε τα χόρτα, έκοβε ξύλα για το χειμώνα. Η αυταπάρνησις, ο ζήλος και το φιλότιμο ενίσχυαν το σώμα του και έκανε
περισσότερη άσκησι από άλλους πιο δυνατούς. Η βία στον εαυτό του έφτανε σε
οριακά σημεία, συνήθως τα ξεπερνούσε.
Διαρκής μετάνοια τον κατείχε σε όλη του τη ζωή. Πίστευε πως είναι ο πιο
αμαρτωλός, εκζητώντας διαρκώς το θείο έλεος, τη συγχώρησι των αμαρτιών του.
Είχε μάθει απ’ έξω τον Μεγάλο Κανόνα. Του άρεσε να λέγη την προσευχή της
μετανοίας του Μανασσή από το Μέγα Απόδειπνο. Την μελετούσε με πνεύμα
συντετριμμένο, και ως εκ τούτου ισοπεδωνόταν. Όταν έψαλλε το «Πάντων
προστατεύεις αγαθή…», έτρεμε από κατάνυξι. Όταν έφθανε στο σημείο «άλλην γάρ
ουκ εχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν…», ξεσπούσε σε λυγμούς. Έβγαινε από την εκκλησία,
τάχα για να σκουπίση τη μύτη του. Συνιστούσε σε όλους να μή ζητούν
χαρίσματα, παρά μόνον μετάνοια. Έπειτα τους παρέπεμπε σε πνευματικούς για
εξομολόγησι. Χαιρόταν, συνέπασχε με τους μετανοημένους, ενώ στενοχωριόταν με
τους αμετανοήτους.
Παράλληλα ασκούσε και τις υπόλοιπες αρετές: Την ξενιτεία, την υπακοή,
την ακτημοσύνη, την προσευχή, την ειρήνη της ψυχής, τη διάκρισι, την απλότητα,
τη νήψι, την απάθεια, την εμπιστοσύνη στον Θεό.
Η εμπιστοσύνη του στη Θεία Πρόνοια ήταν συνεχές βίωμα και μόνιμη
διδασκαλία του. Νουθετούσε ως εξής: «Αφήστε τον
εαυτό σας 100% με τέλεια εμπιστοσύνη στα χέρια του Θεού». Σε κάποιον
προπέτη που παραπονιόταν για την αδιαφορία των αρχιερέων και των ιερέων προς το
ποίμνιο, του απάντησε σοφά: «Ε, μη τα κάνετε όλα εσείς! Αφήστε και στον Θεό να
κάνη κάτι!».
Θεωρούσε το φιλότιμο απαραίτητο για την πνευματική ζωή. Όριζε
το φιλότιμο ως ευλαβικό απόσταγμα της καλωσύνης, λαμπικαρισμένη αγάπη του
ταπεινού ανθρώπου. Ό,τι γίνεται πέρα από καθήκον, πέρα από υποχρέωσι, χωρίς να
ζητηθή, από ανιδιοτελή αγάπη, αυτό είναι το φιλότιμο. Συνιστούσε τα εξής: «Να
κάνουμε το καλό, όχι ωφελιμιστικά, όχι νομικά, αλλά από αγάπη προς τον Θεό.
Τότε όχι μόνο με ευκολία κάνω ό,τι υποχρεούμαι, αλλά θυσιάζω και ό,τι
δικαιούμαι». Αυτή η ιδιαίτερη αρετή του, το φιλότιμο, τον ανέδειξε ως λαϊκό
ευεργέτη, ως στρατιώτη ήρωα, και ως μοναχό άγιο.
Μας υποδείκνυε να αποφεύγουμε την κατάκρισι. Έλεγε πως ο δαίμονας
της κατακρίσεως μας παραδίδει στο δαίμονα της πορνείας. Μας νουθετούσε να
είμαστε σαν τη μέλισσα, να μαζεύουμε τη γύρι, τα καλά στοιχεία από παντού, όχι
σαν τη μύγα, που πηγαίνει πάντα στις ακαθαρσίες.
Μεγάλη σημασία έδινε στην καθαρότητα των λογισμών. Να γίνη ο νους
εργοστάσιο καλών λογισμών. Χρησιμοποιούσε απλά και καθημερινά παραδείγματα, σαν
τις παραβολές του Κυρίου μας, για να κάνη αντιληπτό τον πνευματικό αγώνα στους
ακροατές του. Μας έλεγε κάποτε: «Ο διάβολος είναι σαν τη γάτα. Κοιτάζει στα
κλαδιά, κι όταν εντοπίση ένα πουλί, το κοιτάζει συνεχώς, μέχρι να το μαγνητίση
και να το ρίξη από το κλαδί. Αν το πουλί κοιτάξη τη γάτα και προσπεράση το
βλέμμα της, γλίτωσε. Αν την παρατηρή συνεχώς, το πουλί ζαλίζεται και πέφτει.
Γι’ αυτό χρειάζεται προσπέραση και περιφρόνηση στο λογισμό που μας βάζει ο
πονηρός». Άλλοτε πάλι νουθετούσε: «Ο νους σας να είναι σαν το Άγιον Όρος. Πάνω
από το Άγιον Όρος περνούν αεροπλάνα; Περνούν. Προσγειώνεται κανένα; Όχι. Έτσι
να είναι και ο νους σας στους λογισμούς. Αφήστε τους να περάσουν, χωρίς να
προσγειωθούν».
Βέβαια για όλα αυτά που συμβούλευε είχε και αισθητές δαιμονικές
επιθέσεις. Αντιμετώπιζε καθημερινά τους πειρασμούς γενναία, καταφρονώντας τις
κακουργίες τους. Ήξερε τις παγίδες που του έστηναν, και τους προσπερνούσε με
αδιαφορία, ταπείνωσι και θεία σύνεσι, χωρίς να φοβάται.
Εκείνο όμως που τον χαρακτήριζε ιδιαίτερα ήταν
η ταπείνωσίς του. Η πλουτοταπείνωσις, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη της
Κλίμακος. Έβαζε τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίσι, πιο κάτω κι από τα ζώα.
Θεωρούσε τον εαυτό του χειρότερο κι από γαϊδουράκι, χειρότερο κι από σκαθάρι. Θωρακιζόταν με την ταπείνωσι, για να μη κινδυνέψη από
υπερηφάνεια. Ονόμαζε τον εαυτό του λειψό, μυξιάρικο, χωριάτη, χαμένο,
σκιάχτρο, αγράμματο και ολιγόμυαλο. Απέφευγε παραδειγματικά τις τιμές, τις
διακρίσεις, τα αξιώματα, την προβολή. Όταν τον ρωτούσαν, αν υπερηφανεύεται με
τις τιμές που του αποδίδουν, απαντούσε: «Τι να υπερηφανευτώ, όταν ξέρω ποιός
είμαι; Κι όταν σκεφθώ πόσα κιλά αίμα έχυσε ο Χριστός για μένα, πάει να μου φύγη
το μυαλό».
Κάποτε ένας Καυσοκαλυβίτης μοναχός διανυκτέρευσε στο κελλί του Γέροντος
Παϊσίου. Το βράδυ ο μοναχός αυτός άκουσε πολλές δαιμονικές επιθέσεις κατά του
Γέροντος. Το πρωί του είπε: «Καταλαβαίνω, Γέροντα, τι πόλεμο σας κάνουν οι
δαίμονες κάθε βράδυ! ». Κι εκείνος απάντησε ταπεινά: «Δεν πάνε να βρούνε κανένα
δυνατό».
Έλεγε ο ίδιος για την ταπείνωσι: «Δεν αρκεί μόνο να διώχνουμε τους
λογισμούς υπερηφανείας, αλλά να σκεφθούμε τη θυσία και τις ευεργεσίες του Θεού
και τη δική μας αχαριστία. Τότε η καρδιά μας, και γρανιτένια να είναι, ραγίζει.
Όταν ο άνθρωπος γνωρίση τον εαυτό του, τότε του γίνεται κατάσταση η ταπείνωση.
Ο Θεός έρχεται και κατοικεί μέσα στον άνθρωπο και η ευχή λέγεται μόνη της».
Προς το τέλος της ζωής του ήθελε να ταφή απλά και απέριττα στο Άγιον
Όρος. Μα επειδή ήταν θέλημα Θεού να ταφή εκτός Αγίου Όρους, υπάκουσε ταπεινά.
Μόνο ζήτησε να μη κληθή κανείς στην κηδεία του.
Γι’ αυτή την ταπείνωσί του ο Κύριος του έδωσε και το χάρισμα
της διακρίσεως. Μπορούσε να δη ολοκάθαρα τον εαυτό του, μπορούσε να κάνη
αξονική τομογραφία στην ψυχή του καθενός, μπορούσε να δη και το μέλλον. Με δυο
λόγια απέκτησε το διορατικό και το προορατικό
χάρισμα. Στενοχωριόταν με όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας, διέβλεπε με
πίκρα το μέλλον στα πολιτικά, στα κοινωνικά, στα εκκλησιαστικά θέματα, μα δεν
απελπιζόταν. Προέβλεπε ότι η παιδεία της χώρας θα χειροτερέψη, τα νομοσχέδια θα
αλλάζουν το ένα πίσω από το άλλο, το ένα χειρότερο από το άλλο.
Παρ’ όλα ταύτα μας διαβεβαίωνε πως θα ’ρθουν καλύτερες ημέρες,
σοφώτεροι ηγέτες, σώφρονες ποιμένες. Προφήτεψε τα παγκόσμια γεγονότα, μα συνάμα
συνιστούσε σε όλους μας να αποφεύγουμε τα άκρα, τον πανικό και την αδιαφορία.
Να ’χουμε πάντα μια καλή ανησυχία. Ιδίως για τη συνθήκη Σέγκεν και το
ηλεκτρονικό φακέλωμα έλεγε: «Αυτοί θα το ψηφίσουν, μα δεν θα προλάβουν να το
ενεργοποιήσουν». Αυτό φάνηκε μέχρι στιγμής, τουλάχιστον τα τελευταία 25 χρόνια.
Συνιστούσε επίσης: «Μάθετε τουρκικά. Δεν θα προλαβαίνετε να τους βαπτίζετε».
Τόνιζε επίσης ότι μετά τις μεγάλες συμφορές, θα έρθη αληθινή ειρήνη στον κόσμο,
και θα βαπτίζωνται παντού, σε όλη την οικουμένη.
Κορυφαία απ’ όλες τις αρετές του δέσποζε η αγάπη του. Όπου
και να πήγαινε, αγκάλιαζε όλους τους ανθρώπους με στοργή και φροντίδα. Έδινε
μεγάλη σημασία στην ελεημοσύνη. Τη θεωρούσε
βασικό κριτήριο για τη σωτηρία καθενός.
Για να ευαρεστή τους ανθρώπους, μάζευε ρούχα, χρήματα, τρόφιμα και
φάρμακα, τα έκανε δέματα και τα έστελνε σε απόρους. Βοηθούσε με χρήματα και με
γνωριμίες τα φτωχά και τα ορφανά παιδιά, προκειμένου να σπουδάσουν. Κάποιοι
ευεργετημένοι, σημερινοί επιστήμονες, ακόμη τον θυμούνται και τον ευγνωμονούν.
Μοίραζε τα υπάρχοντά του σε μοναχούς, ασθενείς, φτωχούς, και σε μαθητές της
Αθωνιάδος Σχολής. Συγχρόνως μοίραζε και ευλογίες: Σταυρούς, εικονάκια, βιβλία,
κομβοσχοίνια, ακόμη και άγια λείψανα, όταν έβλεπε μεγάλη ευλάβεια. Εύκολα
έδινε, δύσκολα έπαιρνε, και τούτο για να μη δυσαρεστήση τον δωρητή. Όλη του η
ζωή ήταν δόσιμο, κένωσι, θυσία προς όλους. Παρακαλούσε τον Θεό να θεραπεύωνται
οι ασθενείς και να αρρωσταίνη ο ίδιος. Συμπονούσε, συναισθανόταν, συνέπασχε με καθένα
που τον επισκεπτόταν. Πολλές φορές έκλαιγε μαζί τους. Νήστευε, κοπίαζε και
προσευχόταν για τη σωματική και ψυχική υγεία των ασθενών αδελφών. Δεν υπολόγιζε
τον εαυτό του, δεν είχε ίχνος φιλαυτίας. Όταν κάποιος μοναχός του πρότεινε να
οικονομήση ο ίδιος τον εαυτό του, απάντησε ο Γέροντας: «Όταν έρχωνται οι
άνθρωποι με προβλήματα, τι να κάνω; Τον εαυτό μου θα κοιτάξω;».
Όμως παράλληλα βοηθούσε αδιακρίτως, ακόμη και Μουσουλμάνους, ακόμη και
Βεδουίνους. Έκλαιγε για τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν στον Χριστό. Θεωρούσε
όλο τον κόσμο γονείς και αδέλφια και συγγενείς. Αισθανόταν όλο τον κόσμο σαν
αδελφούς του. Μοίραζε την αγάπη του σε όλους, αλλά ποτέ δεν στέρευε, γιατί είχε
συνδεθή με την αστείρευτη πηγή της αγάπης, τον Χριστό. Γι’ αυτό και έγινε πατήρ
παγκόσμιος.
Συγχρόνως με πολλή διάκρισι και ενδιαφέρον
έκανε και αντιαιρετικούς αγώνες, αντιμετωπίζοντας αιρετικούς, μάγους,
ετεροδόξους και αλλοθρήσκους. Κάποτε είπε σε έναν Εβραίο κομμουνιστή που έβλεπε
τον Γέροντα με πολλή υπεροψία: «Πες μου, έχεις διαβάσει καθόλου τους Ψαλμούς
του Προφήτη Δαβίδ;». «Όχι», απάντησε εκείνος. Και του αποκρίθηκε ο Γέροντας:
«Ξέρεις, εμείς οι μοναχοί διαβάζουμε όλους τους Ψαλμούς τουλάχιστον μια ή δυο
φορές την εβδομάδα. Εμείς είμαστε πιο Εβραίοι από σας».
Σε θέματα πίστεως ήταν σταθερός και ανυποχώρητος. Ακραιφνώς Ορθόδοξος. Δεν δεχόταν συμβιβασμούς και καινοτομίες στα δογματικά. Θεωρούσε
τον Οικουμενισμό πολυκέφαλο τέρας. Συνάμα όμως μας συνιστούσε να μη
φανατιζόμαστε, να μη βγαίνουμε από την Εκκλησία, όπως οι Ζηλωτές. Όχι ζηλωτές,
όχι οικουμενιστές, αλλά Ορθόδοξοι.
Παράλληλα η απέραντη αγάπη του δεν περιορίστηκε μόνο προς τους
ανθρώπους, αλλά επεκτάθηκε σε όλη την κτίσι, ακόμα και στα ζώα και στα θηρία.
Όπου και να βρισκόταν, επιμελώς φρόντιζε για την άλογη κτίσι. Συζητούσε με τα
ερπετά, τα ζώα, τα πουλιά. Μεγάλη οικειότητα με τα οικιακά ζώα, γάτες και
ποντίκια, ακόμα και με ξένους γάτους. Άφηνε σε κεραμιδένιο αυλάκι γάλα για τα
φίδια, μια φέτα ψωμί για το τσακάλι της νύχτας, μια καραμέλλα έξω από τη
μυρμηγκοφωλιά, για να ξεκουράζωνται τα μυρμήγκια. Έγινε φίλος με ένα λαγό και
με ένα ελάφι, στο μέτωπο των οποίων έγραψε ένα μαύρο Σταυρό, ειδοποιώντας τους
κυνηγούς να μη τα σκοτώσουν. Κάποιος που δεν πίστευε στον Θεό, πίστεψε τελικώς,
όταν τον είδε να ομιλή με μια σαύρα, για να βεβαιώση την ύπαρξι του Θεού.
Τάιζε αρκούδες έξω από το κουζινάκι του. Κάποιοι μοναχοί τον είδαν να
καλή και να τρέφη εκατοντάδες πουλιά με τα χέρια του. Τους μιλούσε σαν φίλος.
Στο Σινά δυο πέρδικες του έκαναν παρέα και έτρωγαν μαζί του. Κάποια φορά
νήστευαν μαζί του. Τον περίμεναν να φάνε μαζί. Κάποτε έπιασε φιλία με ένα
κοκκινολαίμη, τον οποίον ονόμασε Όλετ, που σημαίνει παιδί στη γλώσσα των
Βεδουίνων. Τον τάιζε με σιτάρι. Όταν αρρώστησε ο Γέροντας, ο Όλετ δεν έφαγε το
φαγητό που του είχε αφήσει σε μια πλάκα. Πήγε να τον δη πως πάει στην υγεία
του. Αυτό συγκίνησε τον Γέροντα.
Ανέφερε σχετικά: «Τα άγρια ζώα είναι πολύ φιλότιμα. Συνάντησα φιλότιμο
περισσότερο στα άγρια ζώα, παρά σε πολλούς ανθρώπους. Αν θέλης φίλο αληθινό
μετά τον Θεό, πιάσε φιλία με τους Αγίους. Αλλιώς με τα άγρια ζώα». Τόνιζε όμως ότι η αγάπη μας προς το ζωικό βασίλειο
πρέπει να είναι το περίσσευμα της αγάπης προς τον άνθρωπο, αλλιώς
φτάνουμε σε παραλογισμούς, όπως ντυσίματα και πάρτυ για τα ζώα, ακόμα και
νεκροταφεία ζώων, όταν κάποιοι άνθρωποι πεινούν, λιμοκτονούν και πεθαίνουν
χειρότερα και από σκυλιά.
Η αγάπη του αγκάλιαζε όλη την κτίσι, ακόμη και τα φυτά, ακόμη και τους
δαίμονες. Κάποτε προσευχόταν και για τους δαίμονες, αλλά αντιλήφθηκε πως ήταν
μάταιο, γι’ αυτό και σταμάτησε. Ωστόσο πονούσε ακόμη και για τον Εωσφόρο, και
απορούσε πως ένας τόσο μεγάλος Άγγελος έπαθε τόσο φοβερή πτώσι εξ αιτίας
της υπερηφανείας του. Έδειχνε απέραντη αγάπη προς όλους. «Καύσις καρδίας υπέρ
πάσης κτίσεως», καθώς ερμηνεύει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος.
Ο λόγος του ήταν πάντα «αλάτι ηρτυμένος». Συμβούλευε, νουθετούσε,
μερικές φορές επιτιμούσε. Όταν ο ακροατής ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως, ξύλο
απελέκητο που λέμε, και δεν πρόσεχε τις υποδείξεις του, ο άγιος Παΐσιος κάπου -
κάπου φώναζε, αγανακτούσε, θύμωνε, αλλά απαθώς, με διάκρισι και λεπτότητα,
χωρίς να πληγώνη. Ευκαίρως ακαίρως κήρυσσε Ιησούν Χριστόν.
Χρησιμοποιούσε αλληγορίες μέσα από τη φύσι, έλεγε ανέκδοτα, χωρατά,
λογοπαίγνια, αστειευόταν με τους προσκυνητές, σαν μικρό παιδί μαζί τους
γελούσε, προσπαθώντας να τους παρακινήση στα πνευματικά, να πετάξουν σαν
πουλιά. Έλεγε π.χ. πως δυστυχώς δεν θέλουμε
βουλευτές, αλλά βολευτές, για να μας βολεύουν στα πάθη. Σε κάποιον που
τον ρώτησε που βρίσκει τόσα λουκούμια, του είπε πως τα μαζεύει από τις
λουκουμιές, δείχνοντας τις κουμαριές. Σε άλλον άσχετο που τον ρώτησε τι κάνει
στο ασκητήριό του, του απάντησε πως έχει διακόνημα και εργασία κάθε βράδυ να
ανάβη τ’ αστέρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρίστανε και τον σαλό, αποφεύγοντας την
ανθρώπινη δόξα.
Σε κάποιον που ήθελε να αποκτήση νήψη, του έλεγε: «Να νίβεσαι κάθε
μέρα. Αν κι εγώ που νίβομαι, χαΐρι δεν είδα ακόμα». Σε αμελή μοναχό που δεν
κατέβαινε εξ αρχής στις ακολουθίες, και είχε πολύ καιρό να ακούση τον “Άμωμο”
(τον Ψαλμό που διαβάζεται στην αρχή του Μεσονυκτικού, αλλά και στις κηδείες)
του έλεγε: «Τον διαβάζουν οι άλλοι για σένα, γιατί είσαι μισοπεθαμένος στην
κούραση!». Κάποιος μοναχός του είπε πως είχε ακηδία, και ο άγιος Παΐσιος τον
ρώτησε: «Τι θα πη ακηδία;». Απάντησε ο μοναχός: «Ακηδία θα πη αμέλεια,
αφροντισιά». Και ο Γέροντας του αποκρίθηκε: «Όχι. Ακηδία σημαίνει πως δεν
έκανες ακόμη κηδεία, δεν έθαψες τον νεκρό σου!».
Σε ένα ιερέα που του συνέστησε να μιλήση για την αγάπη και την
ταπείνωσι, του είπε να του φέρη δυο σακκούλες, για να βάλη μέσα λίγα κιλά αγάπη
και λίγα κιλά ταπείνωσι, εννοώντας φυσικά πως αυτά δεν είναι τόσο εύκολα, όσο
νομίζουμε. Σε άλλον πάλι που τον ρώτησε αν έχη δει το άκτιστο φως, ο Γέροντας,
για να αλλάξη τη συζήτησι, απάντησε πως έχει μια κτιστή σόμπα για το χειμώνα.
Μας τόνιζε την ιδιαίτερη σημασία της προσευχής. Θεωρούσε την
προσευχή πιο ωφέλιμη, πιο αποτελεσματική από τη συνομιλία και την αλληλογραφία.
Ήθελε την προσευχή να γίνεται με πόθο, με συναίσθησι, με στεναγμούς, όχι
μηχανικά σαν αγγαρεία. Ο ίδιος είχε την αδιάλειπτη, καρδιακή και καθαρή
προσευχή. Ευχέτης του σύμπαντος κόσμου. Προσευχόταν για τον εαυτό του, για τους
ζώντες, για τους κεκοιμημένους, ιδίως για τους τελευταίους. Συνιστούσε στους
μοναχούς να προσεύχωνται για όλους τους κεκοιμημένους. Πίστευε πως ο λόγος του
Κυρίου: «εν φυλακή ήμην και ουκ επεσκέψασθέ με» αφορά και τους κεκοιμημένους,
που είναι σαν φυλακισμένοι, ιδίως αυτοί που προγεύονται την κόλασι. Κάθε προσευχή για τους κεκοιμημένους είναι
επίσκεψις στη φυλακή τους.
Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια και αγάπη στην
Παναγία μας, την οποία τακτικά
επεκαλείτο και την είχε δει οφθαλμοφανώς. Μας βεβαίωνε ότι οι προσευχές και οι
αδιάλειπτες πρεσβείες Της στηρίζουν όλο τον κόσμο. Το παρακάτω περιστατικό
βεβαιώνει τον λόγο.
Αρχές του καλοκαιριού του 1983 ήταν πολύ λυπημένος. Συνέστησε σε κάποιον ιερέα να
λειτουργήση μια συγκεκριμένη ημέρα του καλοκαιριού, διότι τα πράγματα, όπως
προέβλεπε, ήσαν πολύ επικίνδυνα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Κατόπιν
εξαφανίστηκε για δύο μήνες, και οι προσκυνητές στο κελλί του στην Παναγούδα
επέστρεφαν άπρακτοι. Φαίνεται κάπου προσευχόταν έγκλειστος νύχτα και μέρα για
τη σωτηρία της πατρίδας μας. Πράγματι τότε το τουρκικό πλοίο “Σεισμίκ”
γυρόφερνε στο Αιγαίο, και ο ελληνικός στρατός μεταφέρθηκε στα σύνορα εν όψει
ενός επικειμένου πολέμου.
Μετά από δύο μήνες ο Γέροντας βγήκε ολόφωτος, αλλά σύννους και πολύ
σκεπτικός. Μας πληροφόρησε με πολλή σοβαρότητα: «Να ευχαριστήτε την Παναγία
μας, γιατί χάρι σ’ Αυτήν στέκεται ο κόσμος όλος ακόμη όρθιος!». Τι είδε και τι
άκουσε, δεν μάθαμε. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε που βρισκόταν και τι είδε
όλους αυτούς τους δύο μήνες.
Πολλές μαρτυρίες πιστών, εμφανίσεις, θαυματουργίες, μας βεβαιώνουν ότι
ακόμη και τώρα, μετά την κοίμησί του, ο άγιος Παΐσιος έχει πολλή παρρησία προς
τον Θεό, μας βοηθεί καλύτερα και αποτελεσματικώτερα από τον ουρανό. Έγινε ο
ίδιος μια άσβεστη καιομένη λαμπάδα μπροστά στον θρόνο του Χριστού και της
Κυρίας Θεοτόκου, για να πρεσβεύη για όλους μας, έως τη συντέλεια των αιώνων.
Έχοντας λοιπόν ένα τέτοιο Άγιο, ένα ανεκτίμητο θησαυρό της Ελλάδος,
καύχημα του Αγίου Όρους, φάρο τηλαυγή της Ορθοδοξίας, κόσμημα της Εκκλησίας και
πρεσβευτή της οικουμένης, ποια είναι η δική μας ευθύνη απέναντι στον Θεό, στους
συνανθρώπους μας, στον ίδιο τον εαυτό μας; Ποιος είναι ο προσωπικός μας
πνευματικός αγώνας, η δική μας άσκησις, η ζωή, ο λόγος, το έργο μας, η ομολογία
μας, το δικό μας φιλότιμο, σύμφωνα με τα πάνσοφα λόγια του;
Η εποχή που ζούμε είναι δύσκολη. Η ζωή κατήντησε ανυπόφορη. Η αμαρτία
φαίνεται να κυριαρχή. Κρίσις παντού, σε όλα τα επίπεδα. Ακοές πολέμων,
επικείμενοι πόλεμοι, αυτοκτονίες, ανεργία, πείνα, φτώχεια, πανικός, αδιέξοδο,
κατάθλιψις και απελπισία σε όλη την υφήλιο. Πόλεμος κατά της Πατρίδος, κατά της
οικογενείας, κατά της Εκκλησίας, κατά της παιδείας μας. Πού οδηγούμαστε; Τι θα
απογίνουμε; Πού θα βρεθή ένας Προφήτης Ιερεμίας να θρηνήση την απώλεια της
πόλεως της Ιερουσαλήμ, της ψυχής μας και όλου του κόσμου;
Όμως ας μη απελπιζόμαστε. Έχουμε μαζί
μας τον Χριστό, την Παναγία, όλους τους Αγίους μας, τον όσιο Παΐσιο, που
μας βλέπουν από τον ουρανό και μας ενθαρρύνουν. Να μη πανικοβαλλόμαστε, να μη
απελπιζόμαστε, να μη παραδίδουμε τα όπλα. Οι πειρασμοί, οι δοκιμασίες και οι
αντιξοότητες της ζωής είναι απολύτως μέσα στο πρόγραμμα της πορείας μας. Ας
κάνουμε τον μικρό, τον ταπεινό μας αγώνα μέσα στην Εκκλησία, και ο Θεός δεν θα
μας αφήση. Αρκεί να έχουμε φιλότιμο, να αγωνισθούμε καθένας κατά το μέτρο
του, στη νηστεία, στη μετάνοια, στην προσευχή, στη σιωπή, στην υπακοή και στην
ταπείνωσι. Γνωρίσαμε έναν Άγιο, τον είδαμε, τον ακούσαμε. Ας τον μιμηθούμε
έστω και στα λίγα, στην μικρή άσκησι που μπορούμε να κάνουμε, στη λίγη νηστεία,
στη μικρή αγρυπνία, στην προσευχή, στη συντριβή και στην ταπείνωσι, για να
αναπληρώσουμε τα κενά στον δύσκολο αγώνα μας.
Έτσι θα καθαρισθούμε, έτσι θα φωτισθούμε, έτσι θα αγιασθούμε, με την
υπομονή, την καρτερικότητα, την ελπίδα και την εμπιστοσύνη μας μόνο στον
Παντοδύναμο Θεό. Ο άγιος Παΐσιος τα προέβλεψε, τα είπε, τα ερμήνευσε. Μας
υποσχέθηκε πως θα έρθουν καλύτερες ημέρες, καλύτερες συνθήκες ζωής, καλύτεροι
ηγέτες, καλύτεροι άνθρωποι. Μη τα παρατούμε, μη τα βάζουμε κάτω.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτές τις δύσκολες ημέρες που ζούμε, ας κρατήσουμε τη
μεγάλη υπόσχεσι που ο επίγειος αυτός Άγγελος, ο ουράνιος αυτός άνθρωπος, ο
προσφιλής και πολύ αγαπητός μας όσιος Παΐσιος προφήτευσε με τα αγιασμένα του
χείλη: «Μετά τη μπόρα τη δαιμονική, θά ’ρθει η
λιακάδα η θεϊκή!». Αμήν».
Απόσπασμα
(«Ο Όσιος Γρηγόριος», ετήσια έκδοσις της Ιεράς Μονής
Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, περίοδος Β΄, έτος 2015, αριθμ. 40, σελ.13-44)
(Πηγή ηλ. κειμένου: hristospanagia3.blogspot.com)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου