Ας μη λοιπόν κυριευθούμε από
ανώφελο φόβο, και μάλιστα από φόβο όπου δεν υπάρχει φόβος (πρβλ. Ψαλ.
13, 5)· διότι η τέλεια αγάπη βγάζει έξω το φόβο (Α΄ Ιω. 4, 18). Ποιος ανθρώπινος φόβος μπορεί να συγκριθεί με το φόβο του
Θεού; Ποια δόξα φθαρτού ανθρώπου μπορεί να συγκριθεί με τη μεγαλοσύνη
και την ανέκφραστη δύναμη και την άφθαρτη δόξα του Θεού;
Επειδή λοιπόν παρασυρόμαστε από τα γήινα πράγματα, γι’ αυτό δεν
μπορούμε να προσηλώσουμε το νου μας στα αόρατα με την πίστη και το φωτισμό της
γνώσης. Έστω και αν από τα ορατά πράγματα συμπεραίνουμε την ανέκφραστη δύναμη
του άφθαρτου Θεού, ας τον φοβηθούμε.
Ένας βασιλιάς αν θελήσει να μετακινήσει ένα βράχο, αν δε χρησιμοποιήσει
μοχλούς και σχοινιά, δεν μπορεί να τον μετακινήσει· ο Θεός όμως είναι που
ρίχνει το βλέμμα του στη γη και την κάνει να τρέμει (πρβλ. Ψαλ. 103, 32). Δεν
απορεί ο νους σου; Το βλέμμα του κάνει βουνά και βάρη να σαλεύσουν· και επίσης
με το θέλημα του, στηρίζει τα σύμπαντα με το λόγο του. Δε θαυμάζεις μάλιστα και
για τη λάμψη της αστραπής και για τον ήχο της βροντής, διότι όχι μόνο οι
άνθρωποι ζαρώνουν από φόβο, αλλά και τα κτήνη και τα θηρία και τα όρνεα και τα
υδρόβια πουλιά; Και όσα και αν πούμε, δεν θα τελειώσουμε.
Ας πέσουμε λοιπόν γονατιστοί σ’ αυτόν και ας κλάψουμε (πρβλ. Ψαλ. 94,
6) μπροστά στην αγαθότητα του, ομολογώντας και
λέγοντας· «Εσύ είσαι ο Θεός μας, Κύριε, και όχι άλλος. Σ’ εσένα
αμαρτήσαμε και σ’ εσένα πέφτουμε γονατιστοί, Κύριε· διότι δεν υπάρχει κανείς
που μπορεί να αντιταχθεί σ’ εσένα, τη στιγμή που θέλεις εσύ να μας σώσεις,
Κύριε». [Σὺ ἡμῶν εἶ Θεὸς καὶ οὐχ ἕτερος, Κύριε. Σοὶ ἡμάρτομεν καὶ σοὶ
προσπίπτομεν, Κύριε· οὐ γάρ ἐστιν ὁ ἀντιτασσόμενός σοι ἐν τῷ θέλειν σε σῶσαι ἡμᾶς,
Κύριε].
Διότι ο Κύριος είναι αγαθός και εύσπλαχνος· και αν ακόμη δηλαδή
αμαρτήσαμε από απερισκεψία, ας φροντίσουμε να
θεραπευθούμε με τη μετάνοια· αν όμως και σαν άνθρωποι παρασυρθήκαμε από
κάποιο πάθος, ας μην απελπισθούμε εντελώς, αλλά απεναντίας γνωρίζοντας καλά τον
Θεό που μας κάλεσε, και την κλήση στην οποία έχουμε κληθεί, ας ακούσουμε αυτόν
που λέει· «Μετανοείτε, διότι έφθασε η βασιλεία των ουρανών», [Μετανοεῖτε· ἤγγικεν
γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν] (Ματθ. 4, 17). Και δεν όρισε τη μετάνοια για
κάποια αμαρτήματα, ενώ για κάποια άλλα την απέκλεισε, αλλά απεναντίας για κάθε
τραύμα της αμαρτίας έχει χαρίσει σ’ εμάς ο μεγάλος Γιατρός των ψυχών μας αυτό
το φάρμακο.
Ας ξεριζώσουμε λοιπόν τις κακές συνήθειες της ψυχής μας, και αντί για
τους καυστήρες ας μεταχειρισθούμε τον θεϊκό φόβο, με τον οποίο θα μπορέσουμε να
αντιμετωπίσουμε τα κύματα της αμαρτίας, για να μην ντροπιασθούμε στην ανάσταση
των νεκρών, όταν όλα θα έρθουν στο φως, είτε καλό, είτε κακό έκανε κάποιος.
Διότι η αγία Γραφή λέει· «Τι είναι η ζωή μας; Είναι σαν τον ατμό που
φαίνεται για λίγο και έπειτα εξαφανίζεται» (Ιακ. 4, 14). Ας αφήσουμε λοιπόν τις
γεμάτες με αγκάθια επιθυμίες στον συνετό λογισμό, αποκρούοντας τις ορμές των
φιλήδονων λογισμών, διότι είναι γραμμένο: «Να είστε άγιοι, διότι εγώ είμαι
άγιος» (Α΄ Πετρ. 1, 16)· ώστε με τη χάρη του Σωτήρα μας Θεού να επιτύχουμε την
άφθαρτη ζωή, επειδή ο Κύριος λησμονεί τις αμαρτίες μας, χάρη στην
ευσπλαχνία του και χάρη στην επιστροφή μας και την ειλικρινή μετάνοια.
Διότι και αν ακόμη κάποιος από κείνους, που νομίζουν ότι έχουν κοπιάσει
περισσότερο, γογγύσει για τη μεγάλη ευσπλαχνία του Δεσπότη, διότι τάχα
μισθώθηκες πολύ αργά, θα απολογηθεί για την υπεράσπιση σου ο ίδιος ο Κύριος
όλης της δημιουργίας, λέγοντας «Φίλε, δε σε αδικώ· δε συμφώνησες μαζί μου ένα
δηνάριο; Πάρε το συμφωνημένο και πήγαινε. Θέλω άλλωστε να δώσω σ’ αυτόν τον
τελευταίο όσο και σε σένα» (Ματθ. 20, 13-14). Ο Θεός είναι που δικαιώνει. Ποιος
θα καταδικάσει; (πρβλ. Ρωμ. 8, 34). Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα, στους αιώνες. Αμήν.
Οσίου
Εφραίμ του Σύρου. Έργα. τ. Δ΄.
μετ. Κωνσταντίνου Γ. Φραντζολά.
εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Α΄ 1992
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου