«Ὁ ἔμφοβος, αὐτός πού φοβᾶται
δηλαδή, δέν ἔχει λησμονήσει τόν Θεό ὡς ἀρχή καί τέλος, ἀλλά καί ὡς νόημα τῆς ζωῆς
του. Τόν ἔχει ἀπαρνηθεῖ, Τόν ἔχει ἀγνοήσει. Δηλαδή δέν Τόν σκέφτεται, δέν θέλει
νά Τόν ξέρει. Καί τοῦ λές τοῦ ἄλλου.. ἄσε με, σοῦ λέει, τώρα γιά τόν Θεό, νά ποῦμε
κάτι ἄλλο.. θέλει νά μένει στήν ἄγνοια. Γι’ αὐτό εἶναι ἔνοχη ἡ ἄγνοια. Καί ἔχει
ἀρνηθεῖ κοντά στά ἄλλα καί τήν Πρόνοια καί τήν
προστασία τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία περιβάλλει κάθε ὕπαρξη. Καί ἐνῶ ὁ
Χριστός μας τό λέει τόσο τρυφερά, τόσο στοργικά, «ἔχω μετρήσει καί τίς τρίχες τῆς
κεφαλῆς σου»[8], Ἐγώ νοιάζομαι γιά σένα καί γι’ αὐτά πού ἐσύ δέν νοιάζεσαι… πού
δέν δίνεις σημασία! Ποιός δίνει σημασία νά μετρήσει τίς τρίχες του, ἄς ποῦμε;
Ποιός τίς ἔχει μετρήσει; Ἀκόμα κι αὐτοί πού κάνουνε τά καλλυντικά καί τίς
καλλυντικές ἐπεμβάσεις, δέν φτάνουνε σ’ αὐτό τό σημεῖο. Κι ὅμως ὁ Θεός σοῦ
λέει, τίς ἔχω μετρήσει! Δηλαδή τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι νοιάζομαι καί γι’ αὐτά τά
τιποτένια καί εἶναι ὅλα στήν Πρόνοιά Μου! Καί
τί ἔχεις νά φοβᾶσαι μετά; Τίποτα. Κι ὅμως, εἴμαστε περίφοβοι, γιατί ἀκριβῶς ἔχουμε
ἀπορρίψει τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἔχουμε ἀναθέσει τόν ἑαυτό μας στή δική μας
πρόνοια.. καί λέω, ἐγώ θά φροντίσω, ἐγώ θά δουλέψω, ἐγώ θά ζήσω τόν ἑαυτό μου
καί τήν οἰκογένειά μου. Ἔ, ἀφοῦ τό θέλεις, κάντο! Καί γεμίζεις μετά μέ ἄγχος,
γιατί βλέπεις ὅτι δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα. Ἀργά ἤ γρήγορα αὐτό
καταλαβαίνεις.
«Ρώτησαν ἕναν Γέροντα: Γιατί
φοβᾶμαι διασχίζοντας τήν ἔρημο; Καί αὐτός ἀπάντησε: Γιατί νομίζεις ὅτι εἶσαι
μόνος καί δέν βλέπεις τόν Θεό δίπλα σου». Αὐτό ἔχει πάθει ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀποσυνδεθεῖ ἀπό
τόν Θεό. Δέν βλέπει τόν Θεό, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι δίπλα
του! Εἶναι δίπλα σέ ὅλους μας, καί σ’ αὐτούς πού Τόν ἔχουν ἀρνηθεῖ.
Δίπλα του εἶναι! Ἀλλά ἀκριβῶς, ἐπειδή Τόν ἔχουν ἀρνηθεῖ, δέν ἔχουν μάτια νά Τόν
δοῦνε καί εἶναι δυστυχισμένοι, βασανισμένοι.
Καί ζεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός μέ μιά παραίσθηση, μέ
μιά ψευδαίσθηση. Ποιά εἶναι ἡ παραίσθηση καί ψευδαίσθηση; Ὅτι εἶναι μόνος. Αὐτή
εἶναι ἡ πιό μεγάλη ψευδαίσθηση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ποτέ μόνος. Ἔχει πάντα δίπλα του τόν Χριστό. Καί ἀλλοίμονο
στόν ἄνθρωπο, καί μάλιστα στόν Χριστιανό πού λέει, εἶμαι μόνος, δέν ἔχω
κανέναν! Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἐμπιστεύεται τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, δέν ἐμπιστεύεται
τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ὁ Χριστός τό Α καί τό Ω καί τό νόημα τῆς ζωῆς
του.
Ὁ φόβος ἀκόμα εἶναι τεκμήριο τῆς ἀπώλειας τῆς
πίστης στή Θεία Πρόνοια: «Τί δειλοί ἐστε; Πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;»[9] λέγει
ὁ Χριστός στούς κατατρομαγμένους ἀπό τήν θύελλα μαθητές. Ἀκόμα, εἶναι ἀπώλεια τῆς
πίστης καί στά πνευματικά ἀγαθά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κέντρο τῆς ζωῆς του τά ὑλικά
ἀγαθά καί τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, αὐτό τί σημαίνει; Ὅτι δέν πιστεύει ὅτι ὑπάρχουν
πνευματικά ἀγαθά, ὅτι ὑπάρχουν οὐράνια ἀγαθά, αἰώνια ἀγαθά πού κανένας δέν
μπορεῖ νά τά κλέψει, κανένας δέν μπορεῖ νά τά ἁρπάξει καί οὔτε χρειάζονται
τράπεζες γιά νά τά ἀσφαλίσεις. Κανείς δέν μπορεῖ νά σοῦ τά πάρει. Ἀλλά τότε γιατί δέν τά ἐπιδιώκεις; Γιατί δέν τό πιστεύεις.
«Μίαν ὀδύνην εἰδώς, τήν τούτων
[θείων] ἀποτυχίαν». Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στά πνευματικά ἀγαθά, μία λύπη μόνο γνωρίζει, μή
τυχόν καί χάσει αὐτά τά ἀγαθά. Νά τοῦ πάρουν τά ὑλικά ἀγαθά; Κανένα πρόβλημα.
Νά τά πάρουν ὅλα! Δέν ἔχει καμιά στενοχώρια. Ἐκεῖνο πού φοβᾶται, κι αὐτό εἶναι καλός φόβος, πρέπει νά τόν ἔχουμε, νά μή
χάσουμε αὐτά τά αἰώνια, «πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσι Αὐτόν»[10].
Τά θεῖα ἀγαθά εἶναι πραγματικά τά μόνα, τά ὁποῖα ἔχουν γιά τόν ἄνθρωπο ἀπόλυτη ἀξία
καί ζωτική σημασία. Ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί ἔχει
πραγματικά γίνει μέτοχος τῆς Ἀνάστασης, τί σημαίνει ἔχει γίνει μέτοχος τῆς Ἀνάστασης;
Σημαίνει ὅτι αἰσθάνεται τόν ἀναστημένο Χριστό μέσα του. Καί τί σημαίνει αὐτό;
Σημαίνει ὅτι αἰσθάνεται τήν Χάρη τοῦ ἀναστημένου
Νικητή. Καί τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ἔχει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἔχει «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, ἀγαθωσύνη,
πίστη, πραότητα, ἐγκράτεια»[11]. Τά ἔχεις αὐτά; Ἔ, τότε εἶσαι μέτοχος τῆς Ἀνάστασης,
εἶσαι ἀναστημένος, ἔχεις ἀγαθές ἐλπίδες νά δεῖς τόν Χριστό στήν ἄλλη ζωή
καθαρότερα, τελείως καθαρά. Τώρα Τόν βλέπεις σκιωδῶς, «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ καί αἰνίγματι»[12].
Ἀλλά ἐφόσον ἔχεις αὐτά, ἔχεις τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχεις σοβαρές καί
βέβαιες ἐλπίδες ὅτι θά Τόν δεῖς καθαρά καί στήν ἄλλη ζωή. Ἄν δέν τά ἔχεις αὐτά,
πρέπει νά τά ἀναζητήσεις, νά δεῖς γιατί δέν τά ἔχεις. Νά διορθωθεῖς, γιά νά τά ἀποκτήσεις.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν πού εἶναι μέτοχος τῆς Ἀνάστασης
καί αἰσθάνεται τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, αὐτός δέν φοβᾶται
πλέον καμιά ἐπίθεση εἴτε κατά τῆς ψυχῆς εἴτε κατά τοῦ σώματός του, οὔτε ἀκόμα τήν ἐπίθεση τοῦ θανάτου πού σκοτώνει προσωρινά
τό σῶμα, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε περισσότερο. Ὅποιος ἑνώνεται μέ
τόν Θεό, βρίσκει σ᾽ Αὐτόν τήν πληρότητα τῶν ἀγαθῶν καί δέν φοβᾶται μήπως
στερηθεῖ κάποιου αἰσθητοῦ ἀγαθοῦ. Βλέπετε μέ πόση ἄνεση οἱ ἅγιοι Πατέρες καί οἱ
ἀσκητές καί οἱ ἐρημίτες ἄδειαζαν τό κελί τους καί τό δίνανε στόν ὁποιοδήποτε
κλέφτη! Καί τοῦ λέγανε, κοίταξε, νά αὐτά ἔχω, πάρτα.. ἄν ξεχνοῦσε καί τίποτε,
τόν κυνηγοῦσαν ἀπό πίσω.. ξέχασες αὐτό.. πάρτο κι αὐτό! Δέν εἶχαν κανένα
πρόβλημα, γιατί ἦταν προσανατολισμένοι στά οὐράνια ἀγαθά
καί ἐκεῖνα φοβόντουσαν νά μή χάσουν.
Ὁ φόβος δέν ἀφορᾶ μόνο στήν ἔλλειψη πίστης στά
πνευματικά ἀγαθά, ἀλλά ὁ ἴδιος ἀποδίδει μάταιη πίστη στά αἰσθητά ἀγαθά. Τούς
δίνει μιά ὑπεραξία πού δέν ἔχουν. Κολλάει σ’ αὐτά, στά χρήματα, στά χρυσαφικά,
στίς περιουσίες, στά κληρονομικά καί τούς δίνει μιά ἀξία πού δέν ἔχουν. Ἐνῶ εἶναι
ἄνθος καί χλόη, πού σύντομα μαραίνεται καί πέφτει, ὁ ἄνθρωπος αὐτός τά ἔχει
κάνει θεούς. Τά ἔχει βάλει στή θέση τοῦ Θεοῦ, τούς δίνει μιά ἀξία θησαυροῦ, ὁ ὁποῖος
τάχατες θά καταξιώσει τήν ζωή τους καί τήν ὕπαρξή τους, καί ἀργά ἤ γρήγορα τά
χάνει ἐξαιτίας τοῦ πρόσκαιρου καί παροδικοῦ χαρακτήρα τους ἤ ἐξαιτίας τοῦ
θανάτου του. Πεθαίνεις, τά ἀφήνεις ὅλα. Καί μαζί μ’ αὐτά χάνεται καί ἡ ἡδονή
πού συνδέεται μ’ αὐτά, πού δέν εἶναι τίποτα μπροστά στήν ἡδονή τῶν ἀγαθῶν τῶν οὐρανίων,
τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γι αὐτό ὁ ἄνθρωπος ὁ πεσμένος, ὁ ἁμαρτωλός καί ἀμετανόητος, πού ἔχει κολλήσει σ’ αὐτά τά ἀγαθά,
σφάλλει ὡς πρός τήν ἀληθινή οὐσία τῶν πραγμάτων καί τῶν ἡδονῶν στίς ὁποῖες
προσκολλᾶται. Κάνει δηλαδή ἕνα βασικό λάθος, ριζικό λάθος. Ἔχει μιά ριζικά
λανθασμένη ἐκτίμηση γιά τά ἀγαθά τοῦ κόσμου. Ἄν γνώριζε πραγματικά τή φύση τῶν ἀγαθῶν,
ὅτι ὅλα εἶναι γῆ καί σποδός, ὅτι εἶναι χῶμα καί λάσπη, ὅτι εἶναι προσωρινά καί
μάταια, τότε θά προσανατολιζότανε σωστά. Ἀγνοοῦμε τή φύση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὅτι
δέν ἔχει ἀξία, καί γι’ αὐτό κολλᾶμε σ’ αὐτά.
Ὁ φόβος εἶναι ἀνωφελής καί γι’ αὐτό εἶναι καί
παράλογος. Κάποιος πού φοβᾶται, δέν ἔχει ὠφέλεια ἀπ’ αὐτό τό συναίσθημα - ἄς τό
ποῦμε ἔτσι - πού νιώθει. Τί θά πάθεις δηλαδή; Τί
θά γίνει καλύτερο ἄν φοβᾶσαι, ἄν μπεῖς στήν ἀγωνία καί στό ἄγχος;
Τίποτα δέν γίνεται.
Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν φόβο νά ἐμποδίσει ὁτιδήποτε
τοῦ συμβαίνει ἤ ἀναπόφευκτα ἤ ἐνδεχόμενα ἔρχεται καί θά τοῦ συμβεῖ. Οὔτε ν’ ἀποφύγει
τόν κίνδυνο ἤ τήν στέρηση πού φοβᾶται, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι πράγματι θά γίνουν. Λέγει
ὁ Κύριος: «Τίς ἐξ ὑμῶν», ποιός ἀπό σᾶς, «μεριμνῶν»,
μπαίνοντας στήν διαδικασία τῆς ἀγωνιώδους φροντίδας, «δύναται προσθεῖναι ἐπί
τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;»[13], μπορεῖ νά προσθέσει ἕναν πῆχυ στό ὕψος
του; Νά ψηλώσει ἄς ποῦμε δύο ἑκατοστά, πέντε ἑκατοστά; Ὅσο καί ν’ ἀγωνιστεῖς
καί νά τεντωθεῖς, δέν θά τό καταφέρεις. Γιατί λοιπόν ἀγωνιᾶς; Γιατί φοβᾶσαι;
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σ’ αὐτόν τόν φόβο
πού δέν ἔχει κανένα ἀποτέλεσμα καί σ’ αὐτήν τήν ἀγωνία πού δέν φέρνει καμιά ὠφέλεια,
ἀντιπαραθέτει, μᾶς δίνει σάν φάρμακο δηλαδή, τήν ἐνεργή
ἀμεριμνησία. Ἡ ἀμεριμνησία, τό νά μήν φροντίζεις δηλαδή, δέν εἶναι μιά
κατάσταση ὕπνου, μιά παθητική κατάσταση. Εἶναι μιά ἐνεργητική κατάσταση. Ὅπως
καί ὁ ἡσυχασμός εἶναι ἡ πιό ἐνεργητική ζωή. Ἡ πιό δραστήρια ζωή εἶναι ὁ ἡσυχασμός.
Γιατί ἀκριβῶς ἐνεργοποιεῖς ὅλο σου τό εἶναι καί τό κατευθύνεις πρός τόν Θεό. Ὅταν λοιπόν ἀφήνεις τά πάντα στόν Θεό, δέν εἶσαι
τεμπέλης, οὔτε ράθυμος, οὔτε ἕνας παθητικός ἄνθρωπος, ἀλλά εἶσαι πολύ ἐνεργητικός.
Κι αὐτή ἡ ἐνεργή ἀμεριμνησία εἶναι πού σέ γλιτώνει ἀπό τόν ἀναποτελεσματικό
φόβο, ἀπό τόν φόβο πού δέν ἔχει καμιά ὠφέλεια. Ἄφησέ τα λοιπόν ὅλα στήν θεία Πρόνοια καί ἔχεις τό ἀντίδοτο τοῦ φόβου.
Ἄν σήμερα οἱ ἄνθρωποι πάσχουνε ἀπό ἀγωνίες καί ἄγχη καί στρές καί πᾶνε καί
παίρνουνε ἀντικαταθλιπτικά καί ἠρεμιστικά, ἤ τό ρίχνουνε στό ἀλκοόλ, ἤ στά
ναρκωτικά, ἤ καί σέ ἄλλα ναρκωτικά - ψυχοναρκωτικά, στόν τζόγο, στό διαδίκτυο,
τώρα εἶναι κι αὐτό ναρκωτικό καινούριο πού ἔχουμε.. ὅλα αὐτά δέν εἶναι τίποτα ἄλλο
παρά ὑπεκφυγές. Δέν θέλεις νά δεῖς τήν ἀλήθεια, δέν θέλεις νά γνωρίσεις τήν ἀλήθεια
πού εἶναι πολύ ἁπλή, «ἑαυτούς καί ἀλλήλους
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» καί ἔφυγε τό ἄγχος! Δηλαδή δέν ἔχεις
λόγο νά ἀγχωθεῖς, ἀφοῦ ξέρεις ὅτι ἔχεις ἕναν Πατέρα πού σ’ ἔχει στήν ἀγκαλιά
Του καί φροντίζει καί γιά τίς τρίχες σου ἀκόμα! Τίς ἔχει ἤδη μετρήσει!
Ἡ παθολογία τοῦ φόβου συνδέεται ἐπίσης καί μέ
τήν φαντασία. Ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται,
φαντάζεται, καί ἡ φαντασία, πού εἶναι μιά ἀπό τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, καλύπτει ὅλες
τίς ἄλλες δυνάμεις καί ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνει τήν πραγματικότητα καί ζεῖ ἀνύπαρκτες
καταστάσεις μέσω τῆς φαντασίας. Καί εἶναι βέβαιος γι’ αὐτές. Καί εἶναι πράγματι
ἀξιοδάκρυτος αὐτός ὁ ἄνθρωπος!
Λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «Φόβος ἐστί
προμελετώμενος κίνδυνος», ἕνας κίνδυνος πού τόν σκέφτεσαι ἀπό πρίν∙ «σύντρομος
αἴσθησις καρδίας», μιά καρδιά τρομαγμένη, «περί ἀδήλων συμφορῶν κλονουμένη»[14],
πού συγκλονίζεται ἀπό συμφορές ἄδηλες, πού δέν ἔχουνε ἀκόμα φανεῖ, δέν ἔχουν
φανερωθεῖ. Καί ἀσχολεῖται μ’ αὐτά.
Καί ἐπιπλέον ὁ φόβος θέτει ἐρωτηματικά γιά τά
πλέον βέβαια πράγματα καί ὁ ρόλος πού ἀναλαμβάνει ἡ
φαντασία σ’ αὐτό εἶναι πάρα πολύ σημαντικός. Καί βλέπει κανείς πράγματι ἀνθρώπους
νά βασανίζονται μέ ἀστεῖα πράγματα.. Κι ὅμως νά εἶναι δοῦλοι σ’ αὐτά καί νά σοῦ
λένε, μήπως γίνει αὐτό;… Μά πῶς νά γίνει αὐτό, βρέ παιδί μου;.. Δέν πρόκειται
νά γίνει ποτέ αὐτό πού σκέφτεσαι, εἶναι τελείως ἐξωπραγματικό. Ὄχι, θά γίνει..
μπορεῖ νά γίνει.. Καί τρέμει γιά ἕνα ἀνούσιο, γιά ἕνα ἀστεῖο πράγμα. Κι ὅμως εἶναι
δοῦλος σ’ αὐτό. Κι αὐτό ὅλο, ξέρετε, ξεκινάει ἀπ’ αὐτό πού εἴπαμε στήν ἀρχή: ἔφυγες ἀπό τόν Θεό, ἔφυγες ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Μετά εἶσαι ἀνοιχτός σέ ὅλες τίς δαιμονικές ἐπιρροές, σέ ὅλες τίς ἀλλοτριώσεις τῶν
δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Καί ἔρχεται ἡ φαντασία λοιπόν καί καλύπτει ὅλες τίς ἄλλες
δυνάμεις, καλύπτει τήν λογική. Καί ὁ ἄλλος τρέμει νά βγεῖ ἀπ’ τήν πόρτα του,
γιατί σοῦ λέει, μπορεῖ νά πέσει τό μάρμαρο ἀπό τήν πολυκατοικία καί νά μέ
σκοτώσει! Ναί, μή γελᾶτε.. Εἶναι τραγικό! Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι.. Ναί.. μέ
πράγματα παράλογα. Βλέπετε, ποῦ ρίχνει ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φύγει ἀπ΄ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί κρεμαστεῖ
στόν ἑαυτό του. Γιατί ἀπό κεῖ ξεκινάει ὅλη ἡ ἀλλοτρίωσή μας. Ὅταν γίνει
φίλαυτος ὁ ἄνθρωπος, ἀντί φιλόθεος, ἔ τότε μετά εἶναι τραγικός ἄνθρωπος καί
γελοῖος. Καί τότε ἔχουμε παραμόρφωση τῆς πραγματικότητας καί ἀντίληψη ἀνύπαρκτης
πραγματικότητας. Δέν καταλαβαίνουμε τί μᾶς γίνεται καί δέν μποροῦμε νά
καταλάβουμε καί νά ἐξηγήσουμε τίποτα».
Απόσπασμα
Ἀρχ.
Σάββας Ἁγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου