– Γέροντα, νὰ
μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν αὐτενέργητη εὐχή;
– Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν αὐτενέργητη εὐχή, δὲν προσπαθεῖ νὰ πῆ τὴν εὐχή,
ἀλλά, χωρὶς νὰ καταβάλλη καμμιὰ προσπάθεια, ἡ εὐχὴ λέγεται μέσα του ἀπὸ μόνη
της. Ἀκόμη καὶ στὸν ὕπνο λέει τὴν εὐχὴ καί, ὅταν ξυπνάη, συνεχίζει ἡ εὐχή. Γι’
αὐτὸ στὴν Ἁγία Γραφὴ στὸ Ἆσμα Ἀσμάτων λέει: «Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ».
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας ἐργάτης ποὺ δούλευε πολύ· δούλευε γιὰ τρεῖς ἐργάτες,
καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες τοῦ ἔδιναν διπλὸ μισθό. Ἐρχόταν καμμιὰ φορὰ καὶ ἐκεῖ στὸ
Καλύβι, στὸν «Τίμιο Σταυρό». Μιὰ φορὰ ποὺ ἦρθε τοῦ εἶπα: «Ἐκεῖ ποὺ δουλεύεις, νὰ
λὲς τὴν εὐχή, γιὰ νὰ ἁγιάζεται καὶ ἡ δουλειὰ ποὺ κάνεις». Μὲ ἄκουσε μὲ ἁπλότητα
καὶ συνήθισε νὰ λέη τὴν εὐχή. Ἔρχεται μιὰ μέρα καὶ μοῦ λέει: «Κοιμᾶμαι, καὶ στὸν
ὕπνο μου λέω τὴν εὐχή. Καὶ ὅταν ξυπνάω, συνεχίζει ἡ εὐχή. Νιώθω μέσα μου χαρά».
«Ἄρχισε νὰ γλυκοχαράζη», τοῦ λέω. Κοσμικὸς ἄνθρωπος καὶ εἶχε φθάσει σὲ τέτοια
κατάσταση!
– Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν αὐτενέργητη
εὐχή, ἔχει καθαρισθῆ ἀπὸ τὰ πάθη;
– Ἔμ, τότε ἔχει φθάσει σὲ καλὴ κατάσταση.
– Πῶς φθάνει, Γέροντα, κανεὶς στὴν αὐτενέργητη
εὐχή;
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ἔχη συνέχεια
κατὰ νοῦ τὴν ἀχαριστία του, τότε πιέζεται ἡ ψυχὴ φιλότιμα καὶ ζητάει ταπεινὰ τὸ
ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ μετά, χωρὶς νὰ καταβάλλη προσπάθεια, ἀρχίζει ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται
μόνη της· δουλεύει μέσα του ἡ εὐχή.
– Τὸ αἰσθάνεται ὡς ἀνάγκη, Γέροντα;
– Ὄχι ὡς ἀνάγκη, ἀλλὰ τοῦ ἔχει γίνει συνήθεια πλέον. Τοῦ ἔχει μείνει ἡ
καλὴ συνήθεια τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς ἀπὸ τὴν ἐργασία ποὺ ἔκανε.
Ἡ ἐξωτερικὴ
συνήθεια τῆς εὐχῆς
– Γέροντα, μπορεῖ κάποιος νὰ λέη τὴν εὐχὴ
συνέχεια ψιθυριστά;
– Μπορεῖ νὰ τοῦ ἔχη γίνει ἐξωτερικὴ συνήθεια καὶ νὰ τὴν λέη ρυθμικά, ὅπως
τὸ ρολόι κάνει τὶκ‐τάκ, ἀλλὰ ὁ νοῦς του νὰ μὴν εἶναι στὸν Θεό.
– Ὠφελεῖ, Γέροντα, καθόλου αὐτό;
– Ἂν κανεὶς ἔχη λίγη ταπείνωση καὶ καταλαβαίνη ὅτι ὁ νοῦς του δὲν εἶναι
στὸν Θεὸ καὶ ὅτι τὴν εὐχὴ τὴν λέει μηχανικά, τότε ὠφελεῖται λίγο. Ἂν ὅμως νομίζη
ὅτι, ἐπειδὴ λέει τὴν εὐχή, εἶναι προχωρημένος πνευματικά, τότε βλάπτεται.
– Γέροντα, ἂν κάποιος συνηθίση νὰ λέη
συνέχεια τὴν εὐχή, αὐτὸ τὸν βοηθάει στὸν ἀγώνα του;
– Τὸ θέμα εἶναι γιὰ ποιόν λόγο λέει τὴν εὐχή. Ἂν ἔχη γνωρίσει τὸν ἑαυτό
του καὶ αἰσθάνεται ὡς ἀνάγκη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ζητάη συνέχεια λέγοντας τὴν
εὐχή, βοηθιέται. Ἤ, ἂν δὲν ἔχη γνωρίσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καταλαβαίνη ὅτι εἶναι
μπλεγμένος στὰ γρανάζια τῶν παθῶν καὶ καταφεύγη στὸν Θεό, καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ τὸν
βοηθήση στὸν ἀγώνα του καὶ θὰ τοῦ μείνη καὶ ἡ συνήθεια νὰ λέη τὴν εὐχή. Ἂν ὅμως
λέη τὴν εὐχὴ μηχανικά, χωρὶς συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν του, αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ
βοηθήση στὴν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ εἶναι καὶ ἐπικίνδυνο
νὰ ἐπιδιώκη κανεὶς νὰ συνηθίση νὰ λέη τὴν εὐχή;
– Ἐπικίνδυνο εἶναι, ὅταν κανεὶς ἐγκαταλείπη τὴν παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ
του καὶ ἀσχολῆται μὲ τὴν εὐχὴ σὰν νὰ εἶναι κάτι τῆς μόδας. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀποκτήση
τὴν συνήθεια τῆς εὐχῆς, ἀλλὰ μέσα του θὰ ζῆ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, καὶ ὑπάρχει κίνδυνος
νὰ ἐπακολουθήση πλάνη.
Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν στὸ Σανατόριο, νοσηλευόταν ἐκεῖ ἕνας μοναχὸς ποὺ εἶχε
συνηθίσει νὰ λέη τὴν εὐχή. Ἔκλεινε τὰ μάτια του καὶ ἔλεγε συνέχεια: «Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ...», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Μία ἐπισκέπτρια ποὺ τὸν εἶδε, ἄρχισε νὰ
σταυροκοπιέται. «Ὤ, εἶπε, κοντὰ σὲ ἅγιο βρισκόμαστε!». Μιὰ μέρα ὅμως αὐτὸς ὁ
μοναχὸς μοῦ εἶπε: «Τὸν τάδε καὶ τὸν τάδε τοὺς ἤλεγξα. Ἔγραψα γράμμα καὶ στὸν τάδε
Δεσπότη καὶ στὸν τάδε, νὰ ἀλλάξουν μυαλά, κι ἐγὼ θὰ εἶμαι στὸ πλευρό τους». «Γιά
στάσου, βρὲ ἀδελφέ, τοῦ λέω. Ἀγράμματος εἶσαι, φυματίωση ἔχεις, ποῦ στηρίζεσαι
καὶ μιλᾶς ἔτσι;». Καὶ τί μοῦ ἀπαντᾶ! «Ἕνας‐δυὸ ἂν ὑπῆρχαν σὰν κι ἐμένα, θὰ εἶχε
σωθῆ ὁ κόσμος!». Ἂν δὲν ἦταν καλὰ στὸ μυαλό, θὰ ἦταν δικαιολογημένος· ἀλλὰ τὸ
μυαλό του ἦταν ἐντάξει. Ἐπειδὴ ζόριζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔλεγε συνέχεια τὴν εὐχή,
τοῦ ἔμεινε ἡ συνήθεια καὶ μετὰ κάθε λογισμὸς ποὺ τοῦ ἐρχόταν νόμιζε ὅτι ἦταν ἀπὸ
τὸν Θεό. Ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ πιστεύη ὅτι σὰν αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε κανένας ἄλλος
στὸν κόσμο!
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου