Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

"Ὁ Θείος έρως"

– Γέροντα, ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό; 

– Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό· εἶναι τρέλλα. Ἀγάπη ‐ ἔρως ‐ τρέλλα, ὅπως φθόνος ‐ μίσος ‐ φόνος. Ἡ ἀκριβὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, μὲ τὶς θυσίες της, γλυκοβράζει τὴν καρδιά, καὶ σὰν τὸν ἀτμὸ πετιέται ὁ θεῖος ἔρως, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατηθῆ, καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό.

Ὁ θεῖος ἔρως λυγίζει τὰ σκληρὰ κόκκαλα καὶ γίνονται τόσο μαλακά, ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ ὄρθιος, πέφτει κάτω! Γίνεται σὰν τὴν λαμπάδα ποὺ βρίσκεται σὲ θερμὸ χῶρο καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ ὄρθια· πότε λυγίζει ἀπὸ ἐδῶ, πότε λυγίζει ἀπὸ ἐκεῖ. Τὴν σιάζεις, ἀλλὰ πάλι λυγίζει, πάλι πέφτει, γιατὶ εἶναι θερμὸς ὁ χῶρος, πολὺ θερμός... Ὅταν κανεὶς βρίσκεται σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ πρέπη νὰ πάη κάπου ἢ νὰ κάνη κάποια δουλειά, δὲν μπορεῖ· παλεύει, προσπαθεῖ νὰ βγῆ ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση...

– Γέροντα, ὅταν βρίσκεται κανεὶς στὴν κατάσταση τοῦ θείου ἔρωτος, ἂν πονάη, τὸ αἰσθάνεται;

– Ὁ πόνος, ἂν εἶναι πολὺ δυνατός, μετριάζεται καὶ γίνεται ὑποφερτός· ἂν εἶναι λίγος, χάνεται. Βλέπεις, ὅσοι εἶναι ἐρωτευμένοι, συνεπαίρνονται τελείως, οὔτε ὕπνος τοὺς πιάνει. Μοῦ ἔλεγε ἕνας μοναχός: «Γέροντα, ὁ ἀδελφός μου ἔχει ἐρωτευθῆ μιὰ γύφτισσα, καὶ οὔτε νὰ κοιμηθῆ μπορεῖ. Συνέχεια ʺΠαρασκευούλα μου, Παρασκευούλα μουʺ λέει. Μάγια τοῦ ἔχουν κάνει; δὲν ξέρω! Ἐγὼ τόσα χρόνια καλόγερος, δὲν ἀγαπῶ τὴν Παναγία οὔτε ὅσο ἀγαπάει ὁ ἀδελφός μου αὐτὴν τὴν γύφτισσα! Καθόλου νὰ μὴ σκιρτάη ἡ καρδιά μου!».

Δυστυχῶς ὑπάρχουν πνευματικοὶ ἄνθρωποι ποὺ σκανδαλίζονται μὲ τὴν λέξη «θεῖος ἔρως». Δὲν ἔχουν καταλάβει τί θὰ πῆ «θεῖος ἔρως» καὶ θέλουν νὰ βγάλουν τὴν λέξη αὐτὴ ἀπὸ τὰ Μηναῖα καὶ ἀπὸ τὴν Παρακλητική, γιατὶ λένε ὅτι σκανδαλίζει. Ποῦ φθάσαμε!

Ἀντίθετα, οἱ κοσμικοὶ ποὺ ἔχουν ζήσει τὸν κοσμικὸ ἔρωτα, ἂν τοὺς μιλήσης γιὰ θεῖο ἔρωτα, ἀμέσως λένε: «Κάτι ἀνώτερο θὰ εἶναι αὐτό». Πόσα παιδιὰ ποὺ γνώρισαν τὸν κοσμικὸ ἔρωτα τὰ φέρνω ἀμέσως σὲ λογαριασμό, ὅταν τοὺς μιλῶ γιὰ τὸν θεῖο ἔρωτα! «Ἐσεῖς πέσατε κάτω καμμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ νιώσατε; τὰ ρωτάω. Νιώσατε ποτὲ ἐσεῖς ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μπορῆτε νὰ κουνηθῆτε, νὰ μὴν μπορῆτε νὰ κάνετε τίποτε;».

Ἀμέσως καταλαβαίνουν ὅτι αὐτὸ εἶναι κάτι ἀνώτερο καὶ συνεννοούμαστε. «Ἂν ἐμεῖς, λένε, ἀπὸ αὐτὸ τὸ κοσμικὸ κάτι νιώθουμε, φαντάσου τί θὰ εἶναι ἐκεῖνο τὸ οὐράνιο!».

Ἡ θεία τρέλλα

– Πῶς μπορεῖς νὰ παλαβώσης, Γέροντα, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;

– Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ ...παλαβούς, γιὰ νὰ σοῦ μεταδώσουν τὴν τρέλλα τους τὴν πνευματική! Θὰ εὔχωμαι νὰ σὲ δῶ ...θεότρελλη! Ἀμήν.

Ἔχω κι ἐγὼ μιὰ μικρὴ πεῖρα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ τρέλλα, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα. Φθάνει τότε ὁ ἄνθρωπος στὴν θεία ἀφηρημάδα καὶ δὲν θέλει νὰ σκέφτεται τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, τὰ θεῖα, τὰ πνευματικά, τὰ οὐράνια. Ἐρωτευμένος πιὰ θεϊκά, καίγεται ἐσωτερικά, γλυκά, καὶ ξεσπάει ἐξωτερικά, παλαβά, μέσα στὸν θεῖο χῶρο τῆς σεμνότητος, δοξολογώντας σὰν Ἄγγελος μέρα‐νύχτα τὸν Θεὸ καὶ Πλάστη του.

– Εἶναι ἔκστασις αὐτό, Γέροντα;

– Ναί, εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ τότε ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Αὐτὸ εἶναι... «ἔκστηθι φρίττων οὐρανέ»5!

Ἡ θεία τρέλλα βγάζει τὸν ἄνθρωπο ἔξω ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς γῆς· τὸν ἀνεβάζει στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ, καὶ νιώθει πιὰ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του σὰν τὸ σκυλάκι στὰ πόδια τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ τοῦ γλείφει τὰ πόδια μὲ χαρὰ καὶ εὐλάβεια.

Ἡ θεία μέθη

– Γέροντα, φοβᾶμαι μήπως δὲν σωθῶ.

– Μὴ φοβᾶσαι· μαζὶ θὰ πᾶμε ἐπάνω. Μόνο νὰ πῆς στὴν Γερόντισσα νὰ μᾶς δώση δύο μεγάλα μπουκάλια γιὰ τὸν δρόμο – πρόσεξε νὰ εἶναι πλαστικά, ὄχι γυάλινα, γιὰ νὰ μὴ σπάσουν στὸ ταξίδι!... Θὰ τὰ γεμίσουμε νερὸ καί, μέχρι νὰ ἀνεβοῦμε στὸν Οὐρανό, ἀπὸ τὴν κούραση θὰ τὸ πιοῦμε! Μόνον τρία δάκτυλα θὰ ἀφήσουμε καὶ θὰ παρακαλέσουμε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ εὐλογήση, νὰ τὸ κάνη κρασὶ καὶ μετὰ θὰ τὸ πιοῦμε καὶ θὰ μεθύσουμε πνευματικὰ κοντὰ στὸν Χριστό.

– Γέροντα, ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ νερό;

– Εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀδελφούς.

– Καὶ ἡ μέθη;

– Εἶναι ἡ μέθη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτοὶ ποὺ μεθοῦν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀγάλλονται συνέχεια ἀπὸ τὴν στοργὴ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα τους.

Ἂν μεθύση ὁ ἄνθρωπος πνευματικὰ μὲ τὸ οὐράνιο κρασί, ἡ ζωή του ἐδῶ στὴν γῆ γίνεται μαρτυρική, μὲ τὴν καλὴ ὅμως ἔννοια. Ἀχρηστεύεται γιὰ τὸν κόσμο,  ἀδιαφορεῖ γιὰ καθετὶ γήινο καὶ ὅλα τὰ «θεωρεῖ σκύβαλα»6. Βλέπεις, ὅσοι πίνουν πολὺ καὶ μεθοῦν, μετὰ δὲν νοιάζονται γιὰ τίποτε. «Μπαρμπα‐Θανάση, τὸ καλύβι σου καίγεται», φώναζαν σὲ κάποιο γεροντάκι ποὺ τὸ καλύβι του εἶχε πάρει φωτιά. «Ἄσ᾿ το νὰ καῆ», ἔλεγε αὐτός, γιατὶ εἶχε πιεῖ καὶ ἦταν μεθυσμένος!...

Ἡ ἄλλη μέθη, ἡ οὐράνια, εἶναι καλή, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς συνέχεια ἐκεῖ, στὸ ἀτέλειωτο βαρέλι, τὸ οὐράνιο. Εὔχομαι νὰ βρῆτε τὴν παραδεισένια θεία κάνουλα καὶ νὰ πίνετε καὶ νὰ μεθᾶτε συνέχεια ἀπὸ τὸ παραδεισένιο κρασί. Ἀμήν!

5 Ἀπὸ τὸν εἱρμὸ τῆς η´ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου.

6 Βλ. Φιλιπ. 3, 8.  

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πρότυπο Χριστιανής μητέρας: η αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της

Για μια μητέρα που ανάθρεψε χριστιανικά τρεις κόρες και με χαρά τις προσέφερε θυσία στο Χριστό… για τρία κορίτσια που δώσανε πρόθυμα τη ζω...