Απόσπασμα:
«Την
εποχή εκείνη έφευγαν απ’ την Περσία πολλοί, λόγω του διωγμού και εύρισκαν
καταφύγιο κοντά στον ελεήμονα Πατριάρχητης Αλεξανδρείας Ιωάννη. Αλλά τότε ήταν μεγάλη πείνα και στην
Αίγυπτο, γιατί ο Νείλος δεν ξεχείλισε τον χρόνο εκείνο για να ποτίσει τα χωράφια.
Αφού, λοιπόν, ο Άγιος ξόδεψε όλο το θησαυρό της Εκκλησίας και χίλιες λίτρες
χρυσού, που δανείστηκε, θλιβόταν, γιατί η πείνα πλήθυνε και κανένας δεν
βρισκόταν πλέον να τον δανείσει.
Τότε εκεί στην Αλεξάνδρεια
ήταν κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν δίγαμος και ο οποίος είχε μεγάλη επιθυμία
να γίνει ιεροδιάκονος. Σκέφθηκε, λοιπόν, επειδή ο νόμος δεν επέτρεπε κάτι
τέτοιο να πείσει τον Άγιο με αργύρια και να τον κάνη ιεροδιάκονο.
Έστειλε, λοιπόν, προς τον
Πατριάρχη γράμμα με το υιό του και του έλεγε, ότι μπορούσε να τον βοηθήσει στην
δύσκολη αυτή περίοδο της πείνας. Αυτός είχε σιτάρι πολλές χιλιάδες μόδια και
εκατόν πενήντα λίτρες χρυσού. Αυτά, έλεγε, ότι όλα του τα χαρίζει, αν τον
χειροτονούσε Διάκο.
Όταν έλαβε την επιστολή ο
Ιωάννης, κάλεσε τον μεσάζοντα Κληρικό και τον ήλεγξε πολύ γι’ αυτή του την
πράξη. Του είπε δε, ότι όσον άφορα
τους φτωχούς, ο Θεός θα φροντίζει γι’ αυτούς και δεν θα τους αφήσει να πεθάνουν
από την πείνα. Δεν ήταν όμως δυνατόν να κάνη αυτόν
Διάκονο οτιδήποτε και αν
προσέφερε.
Πράγματι σε λίγο καιρό έφθασαν
στο λιμάνι δύο πλοία της Εκκλησίας γεμάτα σιτάρι. Τότε ο Ιωάννης ευχαριστούσε
τον Θεό, γιατί δεν τον άφησε να πουλήσει την ιεροδιακονία.»
επιμέλεια Alexia-momyof6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου