Στο ζαχαροπλαστείο τραβά η όρεξή τους ένα κανταΐφι ή έναν μπακλαβά ή
κανένα ριζόγαλο, και μολαταύτα παραγγέλνουνε κάποιο γλυκό με ξενικό όνομα, κι
όσο πιο ασυνήθιστο είναι τ’ όνομα, τόσο πιο καλά, κι ας μην κατεβαίνει, φτάνει που κοιτάζουνε οι διπλανοί,
«οπισθοδρομημένοι» με απορία για το παράξενο γλυκό που τρώνε!
Στη μουσική, όχι μοναχά είναι της μόδας τα ξένα τραγούδια, αλλά και τα
τελειοποιούμε. Εδώ τα ιταλιάνικα γίνονται πιο ιταλιάνικα, τα γαλλικά πιο
γαλλικά, τα μεξικάνικα, οι χαβάγιες, τα τυρολέζικα ουά-ουά, τα σπανιόλικα.
Κι αυτοί που τα τελειοποιούνε είναι κάποιοι
παπαγάλοι, που «μιμούνται θαυμάσια» το κάθε
τι, και ονομάζονται «καλλιτέχναι και καλλιτέχνιδες του άσματος». Μάλιστα,
έχουμε και κάποιους βαρυσήμαντους, που κάνουνε και εισαγωγή σ’ αυτά τα βαθιά
και μεγάλα έργα «ενδελεχώς και εμπεριστατωμένως». Κακόμοιρη
Ελλάδα! Λέμε κάπου-κάπου και κανένα ελληνικό, ως επί το πλείστον όμως
«ενορχηστρωμένον», δηλ. «λεβαντινισμένο» από κάποιον αισθηματίαν ανόητον, που
δεν έχει ιδέα ούτε από Ελλάδα, ούτε από λαό, ούτε από χωριό, ούτε από τίποτα!
Αυτός ο υστερισμός έχει πιάσει τον κόσμο, κι αν δεν είσαι τέτοιος
«μοντέρνος», σε βλέπουνε με λύπη και με καταφρόνηση. Η δεσποινίδα που λέγει
«κάθομαι εις την οδός τάδε» και πως στο σπίτι της έχει «κομφλόρ» και «τελέφωνο»
κλπ., χορεύει «σάμπα», μαδά τα φρύδια της για να
μοιάσει με τη σπανή «σταρ», που βλέπει στο «σινεμά», μίλα σαν να μην
ξέρει να μιλήσει ελληνικά, κι ο νεαρός Έλλην τρελλαίνεται γι’ αυτά τα μοντέρνα
χαρίσματα και περιφρονά την αδερφή του πού ‘ναι το πρόσωπό της σαν της
Παναγιάς, και που είναι νοικοκυρούλα, σεμνή,
φρόνιμη Ελληνοπούλα.
Πάντα οι Έλληνες
προτιμούσανε τα ξένα από τα δικά τους, τώρα όμως τα μισούνε κιόλας τα δικά
τους, μισούνε κι όποιον τα αγαπά και τα κρατά. Τυχαίνει να βρεθεί στο τραμ μια μοντέρνα, και κοντά
της να κάθεται καμμιά χωριατοπούλα με το τσεμπέρι, κ’ η κακομοίρα κάθεται
φοβισμένη, σταυροχεριασμένη, αυτή που γέννησε τον Θανάση Διάκο και τον
Νικηταρά, και κοιτάζει την άλλη που χλιμιντρά και ξετινάζει τα κίτρινα μαλλιά
της, κ’ είναι ένα κανάτι μπογιατισμένο,
χωρίς ψυχή, χωρίς πόνο, χωρίς αγνή χαρά, χωρίς τίποτα.
Ναι, μπροστά σ’ αυτά τα ξόανα
κάθεται η Ελλάδα, η αληθινή κ’ η βασανισμένη, σταυροχεριασμένη, βουβή, σαν νά
‘ναι φταίχτρα!
Φώτης
Κόντογλου
(Πηγή: «Ευλογημένο καταφύγιο», Εκδ.
ΑΚΡΙΤΑΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου