– Γέροντα, τί πρέπει νὰ σκέφτεται κανεὶς
τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε;
– Νὰ σκέφτεται τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ πεθάνη καὶ νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ μεγάλο
ταξίδι.
– Γέροντα, ὅταν κατὰ τὴν ἐκταφὴ βρεθῆ ἄλειωτο
τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ, αὐτὸ ὀφείλεται σὲ κάποια ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία δὲν μετάνοιωσε
ὁ ἄνθρωπος;
– Ὄχι, δὲν εἶναι πάντα αἰτία κάποια ἁμαρτία. Μπορεῖ νὰ ὀφείλεται καὶ σὲ
φάρμακα ποὺ ἔπαιρνε ἢ στὸ χῶμα τοῦ νεκροταφείου. Ὅπως καὶ νἆναι ὅμως, ὅταν κάποιος
βγῆ ἄλειωτος, ἐξιλεώνεται κάπως μὲ τὸ ρεζίλεμα ποὺ παθαίνει μετὰ τὸν θάνατό
του.
– Γέροντα, γιατί, ἐνῶ ὁ θάνατος εἶναι τὸ
πιὸ σίγουρο γεγονὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐμεῖς τὸν ξεχνοῦμε;
– Ξέρεις, παλιὰ στὰ Κοινόβια ὑπῆρχε ἕνας μοναχὸς ποὺ εἶχε ὡς διακονία νὰ
θυμίζη στοὺς ἄλλους Πατέρες τὸν θάνατο. Περνοῦσε λοιπὸν τὴν ὥρα τῆς διακονίας ἀπὸ
ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἔλεγε στὸν καθέναν: «Ἀδελφέ, θὰ πεθάνουμε». Ἡ ζωὴ εἶναι τυλιγμένη μὲ τὴν θνητὴ σάρκα. Τὸ μεγάλο
αὐτὸ μυστικὸ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ καταλάβουν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι μόνο «σάρκες»,
γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλουν νὰ πεθάνουν, δὲν θέλουν οὔτε νὰ ἀκούσουν γιὰ θάνατο. Ἔτσι ὁ
θάνατος γι᾿ αὐτοὺς εἶναι διπλὸς θάνατος καὶ διπλὴ στενοχώρια.
Εὐτυχῶς ὅμως ὁ Καλὸς Θεὸς οἰκονόμησε, ὥστε νὰ βοηθιοῦνται ἀπὸ μερικὰ πράγματα
τοὐλάχιστον οἱ ἡλικιωμένοι, ποὺ φυσιολογικὰ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν θάνατο. Ἀσπρίζουν
τὰ μαλλιά, κόβεται τὸ κουράγιο, οἱ δυνάμεις τους σιγὰ‐σιγὰ τοὺς ἐγκαταλείπουν, ἀρχίζουν
νὰ τρέχουν τὰ σάλια, ὁπότε ταπεινώνονται καὶ ἀναγκάζονται νὰ φιλοσοφοῦν πάνω στὴν
ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Καὶ νὰ θέλουν νὰ κάνουν καμμιὰ ἀταξία, δὲν μποροῦν,
γιατὶ ὅλα αὐτὰ τοὺς φρενάρουν. Ἢ ἀκοῦν ὅτι κάποιος στὴν ἡλικία τους ἢ καὶ νεώτερος
πέθανε, καὶ θυμοῦνται τὸν θάνατο. Βλέπουμε στὰ χωριά, ὅταν χτυπάη ἡ καμπάνα γιὰ
κηδεία, οἱ ἡλικιωμένοι ποὺ κάθονται στὸ καφενεῖο σηκώνονται, κάνουν τὸν σταυρό
τους καὶ ρωτοῦν νὰ μάθουν ποιός πέθανε καὶ πότε γεννήθηκε. «Ὤ, τί γίνεται, λένε,
φθάνει καὶ ἡ δική μας σειρά· ὅλοι θὰ φύγουμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο!». Καταλαβαίνουν
ὅτι τὰ χρόνια πέρασαν, ὅτι τὸ σχοινὶ τῆς ζωῆς τους ἄρχισε νὰ μαζεύεται καὶ ὁ
Πολυχρόνης1 πλησιάζει. Ἔτσι διαρκῶς σκέφτονται τὸν θάνατο. Πὲς σὲ ἕνα μικρὸ
παιδὶ «κάνε μνήμη θανάτου», αὐτὸ θὰ πῆ «τραλαλὰ» καὶ θὰ συνεχίση νὰ χτυπάη τὸ τόπι
του. Γιατὶ τὸ μικρὸ παιδί, ἂν τὸ βοηθοῦσε ὁ Θεὸς νὰ καταλάβη τὸν θάνατο, θὰ ἀπογοητευόταν
τὸ κακόμοιρο καὶ θὰ ἀχρηστευόταν, γιατὶ δὲν θὰ εἶχε ὄρεξη γιὰ τίποτε. Γι᾿ αὐτὸ
οἰκονομάει ὁ Θεὸς σὰν καλὸς Πατέρας νὰ μὴν καταλαβαίνη τὸν θάνατο καὶ νὰ παίζη
ξένοιαστο καὶ χαρούμενο τὸ τόπι του. Ὅσο περνάει ὅμως
ἡ ἡλικία, σιγὰ‐σιγὰ καταλαβαίνει καὶ αὐτὸ τὸν θάνατο.
Βλέπεις, καὶ ἕνας ἀρχάριος μοναχός, ἰδίως ὅταν εἶναι νέος, δὲν μπορεῖ νὰ
ἔχη μνήμη θανάτου. Σκέφτεται ὅτι ἔχει χρόνια μπροστά του καὶ δὲν τὸν ἀπασχολεῖ
τὸ ζήτημα αὐτό. Θυμᾶστε καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ποὺ εἶπε: «Φωνάξτε τοὺς νεανίσκους
νὰ πάρουν τὸν νεκρὸ Ἀνανία καὶ τὴν Σαπφείρα»2; Καὶ στὰ μοναστήρια συνήθως τὰ νέα
καλογέρια θάβουν τοὺς νεκρούς. Οἱ μεγάλοι συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χῶμα ἐπάνω
στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ μὲ εὐλάβεια καὶ ποτὲ στὸ κεφάλι. Ἔχω μιὰ δυσάρεστη εἰκόνα ἀπὸ
ἕνα μοναστήρι ὅπου εἶχε πεθάνει ἕνας ἀδελφός. Τὴν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, ὅταν ἔλεγε
ὁ ἱερεὺς «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει»3, ὅλοι οἱ Πατέρες μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ
συστολὴ πῆραν λίγο χῶμα καὶ τὸ ἔρριξαν ἐπάνω στὴν σορὸ τοῦ μοναχοῦ, ὅπως συνηθίζεται
νὰ γίνεται. Ἕνας νεαρὸς μοναχὸς μάζεψε τὸ ζωστικό του, πῆρε τὸ φτυάρι καὶ ἀπρόσεκτα
καὶ μὲ ὁρμὴ ἔρριχνε πάνω στὸν νεκρὸ ὁτιδήποτε εὕρισκε μπροστά του, χῶμα, πέτρες,
ξύλα, πὰφ‐πάφ..., γιὰ νὰ δείξη παλληκαριά! Βρῆκε τὴν ὥρα νὰ δείξη τὴν δύναμή
του, τὴν ἐργατικότητά του. Δὲν εἶναι ὅτι φύτευαν δένδρα ἢ γέμιζαν κάποιον λάκκο,
γιὰ νὰ μπῆ ἡ καλωσύνη, ἡ θυσία, καὶ νὰ πῆ: «Οἱ ἄλλοι εἶναι γεροντάκια. Τί νὰ
περιμένω ἀπὸ αὐτούς; Ἂς δουλέψω ἐγώ». Ὁπότε θὰ κουραζόταν λίγο παραπάνω, γιὰ νὰ
ξεκουράση τοὺς ἄλλους. Ἐδῶ καὶ ἕνα ζῶο νὰ δῆ κανεὶς νεκρό, λυπᾶται, πόσο μᾶλλον
νὰ βλέπη τὸν ἀδελφό του στὸν τάφο καὶ μὲ τὸ φτυάρι νὰ ρίχνη μὲ μιὰ ὁρμὴ καὶ ἀπρόσεκτα
πάνω στὸν νεκρὸ χῶμα, πέτρες... Αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν εἶχε καμμιὰ συναίσθηση τοῦ
θανάτου.
1
Ὁ Χάρος.
2 Βλ. Πράξ. 5, 6 καὶ 10.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Δ’ «Οἰκογενειακή Ζωή»

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου