….«Μια
χριστιανική συντροφιά, από θεοσεβείς Έλληνας προσκυνητάς, επισκέφθηκαν τη
Βόρεια Ρωσία, το 1994. Στη περιοχή της Καρελίας, πριν από την επανάσταση του
Λένιν, υπήρχαν περισσότερες από εξακόσιες εκκλησίες. Όλες γκρεμίστηκαν. Ή μετατράπηκαν από τους Μπολσεβίκους σε θέατρα,
κινηματογράφους, αποθήκες, σταύλους, εργοστάσια και λοιπά.
Στην πόλη Ολονέτς σώθηκε μόνον η μικρή εκκλησία του κοιμητηρίου.
Το 1925 οι μπολσεβίκοι απεφάσισαν πως σαν αχρείαστο πράγμα έπρεπε να
γκρεμιστεί και το μικρό εκκλησάκι. Μάζεψαν, λοιπόν, τα σύνεργά τους και
ξεκίνησαν για να τη γκρεμίσουν. Μόλις το έμαθε μια
πιστή χωριατοπούλα, έτρεξε γρήγορα, πέρασε ανάμεσα από τους εργάτες και
τους αστυνομικούς, και μπήκε στο ναό ασφαλίζοντας όλες τις πόρτες. Δυό είχε
όλες και όλες. Προσπάθησαν, με απειλές πρώτα, και ύστερα με γλυκόλογα να την
πείσουν να βγει έξω. Μάταια. Στο τέλος ο επικεφαλής έδωσε την εντολή να την
αφήσουν και να φύγουν. Σε λίγες μέρες θα είχε τελειώσει η αποκοτιά αυτής της
χωριάτισσας, μια και δεν θα είχε ούτε να φάει, ούτε να πιεί, βάζοντας και μια
πρόχειρη φρουρά έξω απ’ την εκκλησία.
Πέρασαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, και η κοπέλα των εικοσιπέντε
ετών δε βγήκε έξω. Έμεινε μέσα στην εκκλησία
κλεισμένη για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Πότε-πότε και πολύ κρυφά
φρόντιζαν οι γείτονες να της ρίπτουν από κάποιο ανοιχτό παραθυράκι κάποια
ξεροκόματα, ή αν εύρισκαν λίγο φαγητό, και αυτό πολύ σπάνια, γιατί οι φρουροί
ήσαν άγρυπνοι. Το κρύο στην περιοχή εκείνη το χειμώνα έφθανε στους σαράντα
βαθμούς υπό το μηδέν. Η γενναία ψυχούλα της με το ασθενικότατο σώμα τα υπέμεινε
όλα. Τα υπέμεινε όλα με πίστη δυνατή και με την βοήθεια της προσευχής.
Με την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ρωσίας-Γερμανίας, τα πράγματα
χαλάρωσαν τελείως όσον αφορά τους χριστιανικούς διωγμούς, και η χωριατοπούλα μας που ήταν πλέον σαράντα ετών,
γύρισε σπίτι της προς θαυμασμόν όλων των κατοίκων.
Το 1961, με τους διωγμούς του Χρουτσώφ, οι αρχές της πόλεως απεφάσισαν και πάλι να
γκρεμίσουν την εκκλησία. Η γυναίκα αυτή, μόλις το πληροφορήθηκε, έτρεξε πάλι μέσα στην εκκλησία και αυτή τη φορά έμεινε
δέκα χρόνια. Η εκκλησία χάρη στην αυτοθυσία της σώθηκε. Όταν κατάλαβε
ότι η εκκλησία δεν κινδυνεύει πλέον, επέστρεψε στο σπίτι της. Θέλησε, όμως, να
αφιερωθεί πλέον ολοκληρωτικά στον Κύριο. Έτσι ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και
πήρε το όνομα … Βαρβάρα.
Επειδή τα μοναστήρια είχαν κλείσει δεν υπήρχε κανένα ανοιχτό, μόναζε
στο φτωχικό σπιτάκι της εκτελώντας με συνέπεια τα μοναχικά της καθήκοντα κάτω
από την επίβλεψη πνευματικού πατρός. Εκοιμήθη
οσιακώς το 1996, έχοντας περάσει 25 ολόκληρα χρόνια από τη ζωή της μέσα σε ένα
μικρό ναό, μόνη, κατάμονη, για να εμποδίσει τους αθέους να την
γκρεμίσουν. Εκοιμήθη περίπου εκατό ετών. Αυτό σημαίνει ότι το ένα τέταρτον της
ζωής της, δηλαδή 25 χρόνια, 15 την πρώτη φορά και 10 την δεύτερη, και μάλιστα
τα νιάτα της, τα έζησε μέσα σε φοβερές στερήσεις, και τραγικές συνθήκες. Σε
ολόκληρη την Βόρειο Ρωσία και στην περιοχή της Καρέλιας και μάλιστα στην ιδιαίτερη
πατρίδα της, την Ολονέτς, όλοι μιλούνε με πολλή συγκίνηση για την απλή εκείνη
χωριατοπούλα, που τόλμησε να τα βάλει με μια
υπερδύναμη, όπως ήταν τότε η Σοβιετική Ένωση.
Αντιστάθηκε με τη χάρη του Θεού, την πίστη και την προσευχή της και
νίκησε. Και νίκησε κατά κράτος το άθεο καθεστώς των Σοβιέτ, το κράτος του
διαβόλου και το κράτος της κακίας. Δεν αποκλείεται η εκκλησία της Ρωσίας και το
Πατριαρχείο της αργότερα να την ανακηρύξει και Αγία. Το ευχόμεθα.
Αλήθεια, χριστιανοί μου, ποιος από μας θα μπορούσε να το κάνει αυτό το
πράγμα. Κυρίως γυναίκα. Ποιος τη συντηρούσε τόσα χρόνια μέσα στο ναό; Εκτός
ελαχίστων εξαιρέσεων, όταν κάποιοι γείτονες της έρριπταν από το παράθυρο, αν
ήταν και αυτό ανοικτό, κανένα κομμάτι ξερό ψωμί, ποιος την έτρεφε; Ασφαλώς, ο
Θεός που άκουγε, όμως, την δυνατή προσευχή της. Διότι, όπως έλεγε, όλη την
ημέρα προσηύχετο. «Παναγία, βοήθησέ με», «Χριστέ μου, σώσε με». Επικαλείτο,
επίσης, αγγέλους και αγίους.
Ποιος την ζέσταινε όταν το κρύο το χειμώνα έφτανε σαράντα βαθμούς υπό
το μηδέν; Ο Χριστός ασφαλώς, που ανταποκρινόμενος στην θερμή της προσευχή, και
τη ζωντανή πίστη της, έκαμε την παγωνιά ζεστή θεϊκή αγκαλιά. Ήτο πλέον φυσικό,
ο Θεός να της δώρισε και το μεγάλο χάρισμα, που δίδει και σε ορισμένους αγίους,
ώστε τον μεν χειμώνα να μην κρυώνουν, το δε καλοκαίρι ούτε να ζεσταίνονται,
ούτε και να ιδρώνουν.
Ποιος αντικαθιστούσε τα κουρελιασμένα από την πολυκαιρία ρουχαλάκια
της. Ο Θεός δια της προσευχής της.
Ποιος την πότιζε με λίγο δροσερό νερό, που δεν υπήρχε μέσα στο ναό; Η πίστη
της, μέσω της προσευχής!
Ποιος την παρηγορούσε στη μοναξιά της, ιδίως τις βαριές ημέρες του χειμώνος;
Και πως άντεχε μόνη, κατάμονη, χωρίς καμιά ανθρώπινη παρηγοριά, όλη αυτή τη
φοβερή μοναξιά και το σκοτάδι; Η καθημερινή της προσευχή, που ενισχύετο από την
πίστη της. Με παρόντα, ασφαλώς, τον Θεόν, την Υπεραγία Θεοτόκο, το σύνολον των
Αγίων και των αγγέλων.
Ποιος σταματούσε τους υπευθύνους να σπάσουν τις πόρτες και με τις ξιφολόγχες οι
στρατιώτες να κατασφάξουν την ευλογημένη εκείνη γυναίκα που τους αντιστέκετο; Ο
Χριστός και η Παναγία μας. Αλλά μέσα από τη δική της φλογερή πίστη και
προσευχή.
Ναι, η προσευχή της ήταν
η τροφή στην πείνα της,
το νερό στην δίψα της,
η ζεστασιά στο κρύο,
η δροσιά στην κάψα,
η προστασία στους κινδύνους,
η παρηγοριά στην μοναξιά της,
η ασφάλεια στους φόβους.
Η καθημερινή και θερμοτάτη προσευχή της Βαρβάρας που χαρίζει δύναμη και
χάρη στην πίστη έκανε δύο θαύματα. Με το πρώτο διατηρήθηκε στη ζωή εν Χριστώ
και ακμαιοτάτη. Και με το δεύτερο θαύμα απέδειξε τη νίκη της Ορθοδόξου πίστεως,
μέσω μιας και μόνης ψυχής, απέναντι σε ένα ολόκληρο άθεο σιδερόφρακτο κράτος
των τριακοσίων εκατομμυρίων»….
Απόσπασμα
του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου